Από τον καιρό ακόμη που ήτανε μικρό μικρούτσικο παιδάκι, αγαπούσα τη Φρόσω(フロソ) με κάποια ιδιαίτερη(個人的な) χαδεμένη(=χαϊδεμένηお気に入り) τρυφερή αγάπη. Άλλη κόρη δεν είχε ο πατέρας της, ο κ.(=κύριος) Περές(ペレス), ένας από τους καλύτερους, από τους πιο παλιούς μου φίλους. Ήμουνε(=ήμουνα) δυο χρόνια μεγαλύτερός του(彼), μα σπουδάσαμε στο λύκειο μαζί, παντρεφτήκαμε(παντρευτήκαμε) κι οι δυο την ίδια χρονιά. Εγώ παιδιά δεν απόλαψα(=απόλαυσα), έμεινα κιόλας(既に) χηριός(=χήροςやもめ) πολύ νωρίς. Εκείνος ζούσε φτυχισμένος (=ευτυχισμένος) με τη γυναίκα του και με τη Φρόσω τους τη ζηλεμένη(羨ましい). Βδομάδα δεν περνούσε(未完) που να μην ιδωθούμε(未βλέπομαι). Αποκαταστημένοι(αποκατασταίνομαι身を固める) ο ένας κι ο άλλος στο Παρίσι· μοιάζανε ή τουλάχιστο αδερφικάτα(兄弟のように) βαδίζανε(歩む) τ’ επαγγέλματά(仕事) μας, ζουγράφος(=ζωγράφος画家) του λόγου του(ジャンル?), μυθιστοριογράφος(小説家) εγώ, καθώς ίσως και να το ξέρετε. Είχαμε βγάλει(βγάζω出す) μάλιστα συντροφικά(共同で) ένα βιβλιαράκι(本、指小辞), που το εικονογράφησε ο Περές, ενώ(一方) το είχα εγώ γραμμένο(書かれた). Κάτι(いくつかの) δηγηματάκια(=διηγηματάκια短編、指小辞) που αρέσανε πολύ της Φρόσως· αφτή(=αυτή) έννοιωθε (=ένιωθε理解する) κι από ζουγραφική κι από φιλολογία. Μπορεί για τούτο και να κουβέντιαζα(条未完) μαζί της, να πρόσεξα(ア、注目する) στα λόγια(言葉) της περισότερο (=περισσότερο) παρά που συνηθίζει ένας άνθρωπος της ηλικίας μου μ’ ένα πλασματάκι(生き物、指小辞) της δικής της.
Ήρθε πια κι η ώρα να παντρεφτή(παντρευτεί), βρέθηκε ο γαμπρός(花婿). Δε θέλησε όμως αμέσως(すぐに) η Φρόσω, δίσταξε(=δίστασεためらう) κάμποσο(しばらく), έκλαψε(κλαίω泣く), μ' ένα λόγο έκαμε(=έκανε) όσα κάνουνε σε τέτοια(そのような) περίσταση(状況) τα κορίτσια(娘). Μα ο νέος την αγαπούσε με τα σωστά(誠実) του, την έπεισε, άλλαξε ολότελα η Φρόσω και τελειωμό(終わり) δεν είχανε πια οι ομιλίες(会話) τους με το Φίλιππο(フィリッポ). Χάρηκα που έτσι γυρίσανε τα πράματα(πράγματα), και για να συντελέσω(貢献) κάπως(いくらか) στην εφτυχία(=ευτυχία) της, αποφάσισα να της δώσω τη μέρα του γάμου δυο λαμπρά σκουλαρίκια(イヤリング), ένα ζαφείρι(サファイア) το καθένα(それぞれ). Πρόσμενα εφκαιρία(=ευκαιρία機会) να της τα προσφέρω. Την παραμονή(前日) του γάμου, είχανε χορό(ダンス) σπίτι τους, στα εβρύχωρά(=ευρύχωρά広い) τους τα δωμάτια. Πήγα με τα σκουλαρίκια μου, από τις οχτώ, φώναξα τη Φρόσω, της είπα πως της είχα ετοιμάσει μια σουρπρίζα(サプライズ), της πέρασα(アπερνώ付ける) ο ίδιος(自分で) τα σκουλαρίκια στ’ αφτιά(αυτιά耳) και τη φίλησα στο μέτωπο(おでこ).
Η Φρόσω κοντοστάθηκε(立ち止まる) μια στιγμή, ανατρίχιασε(身震いする) σα να(まるで〜のように) είχε πάθει ξαφνικά τίποτις(=τίποτε何か) παράξενο(変な), που την άγγιξα(触れる), μου είπε ό,τι έπρεπε να μου πει, για να με φκαριστήσει (=ευχαριστήσει礼を言う), έπειτα έφυγε βιαστικά, έπαιξε(演奏される) η μουσική(主), και η Φρόσω άρχισε να χορέβει(=χορεύει) με τον αρραβωνιαστικό(婚約者) της. Μα ο Θεός ξέρει τι ακολούθησε τότες(=τότεそれから). Είκοσι λεφτά δεν περάσανε και λιγοθύμησε(失神) η Φρόσω. Έπεσε χάμω(地面に) το παιδί, ο κόσμος μαζώχτηκε(集まる) γύρω(まわりに) της, ποιος να την περιποιηθεί(面倒見る). Σα(〜の時) συνήρθε(意識が戻る) και σηκώθηκε(立ち上がる), την κοίταξε η μάνα της, περίφοβη(おびえた)·
— «Τα σκουλαρίκια σου, Φρόσω μου, τι γενήκανε(=έγιναν);» Η Φρόσω τρόμαξε(びっくりする). Τα χέρια της πιάσανε(πιάνωつかむ) τ’ αφτιά της, σα για να(まるで〜するためのように) καταλάβει(καταλαβαίνω理解する) πως τόντις(本当に) λείπανε τα ζαφείρια και μ' ένα περίεργο ξεφωνητό(悲鳴)·
— «Αλήθεια!(本当だわ) λέει. Δεν τα ‘χω πια! Δεν τα ‘χω πια! Πού να είναι;»
Όλος ο κόσμος βάλθηκε(βάζομαι始める) να γυρέβει(=γυρεύει探す). Στάθηκε(στέκομαι〜になる) του κάκου(むなしく). Εννοείται(言うまでもない) πως με τέτοιο επεισόδιο(ハプニング) χάλασε(壊れる) πιά κι' ο χορός. Οι καλεσμένοι(ゲスト) δεν τολμούσανε(未完) να κοιτάξουνε(接ア) ο ένας τον άλλονε. Κάποιος(だれか) θα(推測) είχε κλέψει(κλέβω盗む) τα σκουλαρίκια και ο καθένας(各々) φοβότανε μήπως τον υποψιαστούνε(接アυποψιάζομαι疑う). Κλεμμένα όμως πότε(いつ); Φυσικά(もちろん) τη στιγμή(瞬間) που λιγοθύμησε και που ζυγώσανε(ア3複、近づく) πλάγι(そば) της. Ρώτημα(疑問) δεν ήτανε πως από κλεψιά(盗み) χαθήκανε(アχάνομαιなくなる) τα σκουλαρίκια. Ίσια ίσια(まさに) τον ίδιο το χειμώνα(冬) που έγινε ο γάμος, έτυχε να κλέψουνε δυο ζουγραφιές(絵) στου φίλου μου του Περέ, και αδύνατο να βρεθεί ο κλέφτης. Λοιπόν ο καθένας συλλογίστηκε(考える) πως το χωρατό(おかしな事) ξακολουθούσε(=εξακολουθούσε続く) και πως ο κλέφτης(盗人) αφτός(=αυτός), είτε από μίσος(憎しみ) προσωπικό(個人的な) προς το φίλο μου, είτε από απλή(単なる) κερδοσκοπία(金目当て), ήρθε την κατάλληλη(ちょうどの) την ώρα και χτύπησε τα σκουλαρίκια.
Έτσι το πίστεβα(=πίστευα思う) και γω(=εγώ) με τους άλλους. Όταν όμως γύρισα σπίτι, το σκέφτηκα μοναχός μου και μου φάνηκε ίσια ίσια πολύ δύσκολο, να κλέψει κανείς σκουλαρίκια. Ποιος πρόφταινε(余裕がある), σε μια τέτοια σάλα(部屋), μπροστά σε τόση παρέα(グループ), πρώτα να ξεκουμπώσει(ボタンを外す), έπειτα να βγάλει(取り去る) από τ’ αφτιά της τα δυο σκουλαρίκια, το ένα κατόπι(その後) από τ’ άλλο; Αλήθεια(確かに) που η Φρόσω λιγοθύμησε, και στην αντάρα(大騒ぎ), στη σύχυση(=σύγχυση混乱) που έφερε το λιγοθύμισμα, βέβαια κάτι μπορούσε να συνέβη. Μα κι αφτό(αυτό) να(たとえ〜) ήτανε, φαντάσου(命アφαντάζομαι) την τόλμη εκείνου που σε τέτοια στιγμή έβαλε(考える) κλεψιά με το νου(心) του, που πρόφτασε κιόλας(さらに) να κλέψει.
Όπως κι αν είναι, λυπόμουνε(未完1s.λυπάμαι) που το καλό μου το κορίτσι δε χάρηκε(χαίρομαιよろこぶ) το δώρο μου, ένα δώρο, που και μένα μου ήτανε πολύτιμο, γιατί ανήκανε(ανήκω属する) τα ζαφείρια της μακαρίτισσας(亡き) της γυναίκας, και η Φρόσω δεν τ’ αγνοούσε(αγνοώ知らない). Τι να γίνει;(何ができるだろうか) Πάνε που πάνε πια(済んだことは済んだこと). Έπρεπε ωστόσο(にも関わらず) κάτι να της χαρίσω(χαρίζω贈る). Ν’ αφήσω(放置すべきだろうか) έτσι χωρίς(〜なしに) το παραμικρό θυμητάρι(=ενθύμιο記念品) την κόρη του μεγαλύτερου φίλου μου; Αδύνατο. Συλλογίστηκα να της αγοράσω ένα σερβίτσιο(食器セット) τσάι από κείνα τα εγγλέζικα(イギリスの) που είναι σαν τραπεζάκια(指小辞), με στρογγυλό(丸い) ταβλά(板) πορτσελάνα που γυρίζει. Το βάζεις(置く) σε μια κόχη(隅) του σαλονιού(リビング), γυρνάς τον ταβλά και δίνεις από ένα(一杯ずつ) φλυντζανάκι(=φλιτζανάκιカップ、指小辞) στις κυρίες και στους κύριους, που έρχουνται(=έρχονται) και σου κάνουνε βίζιτα(訪問).
Η Φρόσω, άμα(〜するやいなや) το ‘λαβε — της το ‘στειλα την άλλη μέρα(翌日) πρωί πρωί, πριν από το μεσημέρι — μου έγραψε αμέσως ένα γραμματάκι(手紙、指小辞) χαριτωμένο(可愛らしい), αφοσιωμένο(心のこもった) και θερμό(暖かい), να μου πει πως η καλοσύνη(善意) μου μεγάλη, πως δεν την αξίζει(値する) και πως το σερβίτσιο, θα το προσέχει με τα μάτια της τέσσερα(4つの目=用心して), πως θα το ‘χει πάντα και πάντα(いつも) στο σαλονάκι(指小辞) της, να το καμαρώνει(自慢する).
Για τα σκουλαρίκια, στο γραμματάκι της, δε μου έκανε λόγο, επειδή βέβαια δεν ήθελε ούτε να με λυπήσει(悲しませる) ούτε ίδια να λυπηθεί(自分が悲しむ), μιλώντας για πράμα(πράγμα) τόσο άδικα(不正に) χαμένο(なくなった). Είπα και γω πως τώρα πια το σωστότερο ήτανε να ξεχάσουμε(接ア、忘れる) την υπόθεση(あの事). Απίθανο(ありえない), πολύ απίθανο να βρεθούνε(見つかる) ποτέ τους(=耳飾り). Μα και να(たとえ〜でも) βρισκόντανε, πάλε(=πάλι再び) δυσάρεστο(不快な), γιατί φανταστείτε(2pl.φαντάζομαι) τι ντροπή(恥) για όλους, να βγει(出てくる) άξαφνα(突然) ένας κλέφτης με τ’ επάγγελμα(仕事), σε μια τόσο εκλεχτή(選ばれた), τόσο σπουδαία συναναστροφή(交際). Δυσάρεστο και για τη Φρόσω την καημένη(可哀想), να της θυμίζω(思い出させる) ένα περιστατικό(事件) που μπορούσε να περάσει(περνώ〜とみなされる) για δική της(彼女自身の) απροσεξία(ミス). Το κάτω κάτω(そもそも), και για μένα δυσάρεστο να κλαίω(嘆く) αδιάκοπα(絶え間なく) σαν το φιλάργυρο(欲張り) τα κλεμμένα(κλέβω盗まれた) τα πετράδια(宝石). Λοιπόν ας(〜しよう) σωπάσουμε(接ア1pl.σωπαίνω黙る). Ίσια ίσια(ちょうど) έτυχε να δω(見る) μόλις τη Φρόσω την αβριανή(αυριανή翌日), δηλαδή τη μέρα του γάμου. Μήτε δυο λόγια(一言も) δεν ανταλλάξαμε(ανταλλάσσω交わす). Την ίδια μέρα, το βράδυ, έφυγε με τον άντρα της κι ησύχασα(ほっとする). Έμελλε να μείνει τρεις βδομάδες ένα μήνα(3週間からひと月) έξω(外出). Θαρρώ(思う) πως σε τέτοια ταξίδια μια νιόνυφη(新婚の) γυναίκα έχει άλλα(他の) να συλλογιστεί, παρά τα σκουλαρίκια ενός παλιού φίλου του μπαμπά(パパ) της.
Καμιά δεκαπενταριά(約15) μέρες αφού γύρισε(帰ってから二週間), πήγα και την είδα. Πήγα νωρίς, στις δυο τ’ απομεσήμερο(午後), προτού(まえに) έρθουνε οι βίζιτες. Το σερβίτσιο στη γωνιά(隅) του, όπως μου το είχε τάξει(τάζω約束する). Κάθισα και πρόσμενα λίγη ώρα. Η Φρόσω έτοιμη θα ήτανε. Ωστόσο παρατήρησα(気付く) πως αργούσε(手間取る), κι έλεγα πως για ένα γέρο(老人) σαν και μένα(私のような), δε χρειαζότανε(必要) δα(まさに) τόση τουαλέτα(身支度). Στο τέλος παρουσιάστηκε(現れる). Την έκφρασή(表情) της, δεν μπορώ να σας(あなたたち) την περιγράψω(描写する). Σας είπα πως είμαι μυθιστοριογράφος. Και δεν είμαι μόνο στα βιβλία μου· είμαι και στη ζωή. Δηλαδή, όπως(〜のように) ψυχολογώ(心理を読み取る) τα ψέφτικα(ψέυτικαフィクション), τα φαντασιόπλαστα(空想の) πρόσωπα(人物), έτσι ψυχολογώ και τ’ αληθινά, τα ζωντανά(生きている), με την ίδια λογική. Το φέρνει(そうさせる) τ’ επάγγελμά μου, μαζί και το φυσικό(性格) μου. Εκείνη τη στιγμή, χωρίς να το θέλω, δε βάσταξα(βαστώ我慢する), ψυχολόγησα και τη Φρόσω. Περίεργο! Μόλις ζύγωσε(ζυγώνω近づく), μόλις μου έδωσε το χέρι, και χαμήλωσε(伏せる) τα μάτια. Τότες παρατήρησα την έκφρασή(表情) της, την παράξενη. Μου φάνηκε σα φταιξιάρα(罪の意識?), σα να το ήξερε κιόλας πως φταίει(過ちを犯す). Ακόμη περισότερο απόρησα(戸惑う), όταν άξαφνα την άκουσα να μου λέει, αντίς(代わりに) καλημέρα·
— «Ιδέα δεν έχετε πόσο λυπήθηκα!...»
Δεν ήτανε διόλου(けっして) ανάγκη να μου μιλήσει για τα σκουλαρίκια, ύστερις(副) από έξι βδομάδες καιρό(6週間の期間のあとで), εκείνη που μήτε στο γράμμα(手紙) της, μήτε τη μέρα του γάμου της, όπου(そこで) με είδε, γρυ(一言も言わなかった) δε φύσηξε γι' αφτά(αυτά). Περασμένα, ξεχασμένα(過ぎたことは忘れられる). Μάλιστα με το σερβίτσιο τσάι, που βρισκότανε στο σαλόνι της, περιττή(無駄) κάθε άλλη ομιλία(言葉). Βέβαια πως κι ο πατέρας της, κατόπι(その後) από το χορό, χίλιες φορές μου το δήλωσε πόσο λυπήθηκε που χαθήκανε τα ζαφείρια. Μα το ύφος(態度) της Φρόσως διαφορετικό. Το λυπήθηκα(という彼女の言葉) το δικό της δε σήμαινε καθαφτό(καθαυτό文字通り) πως λυπότανε(未完3単)· δεν έδειχνε(δείχνω) λύπη· έδειχνε μετάνοια(後悔) κι έμοιαζε σα να σήμαινε η φρασούλα(表現、指小辞) της όλη μαζί(→を意味する)· «Πώς(どれほど) το μετανιώνω(後悔) που μου κλέψανε(3複) τα σκουλαρίκια!» —φράση(フレーズ) που νόημα(意味) δεν είχε.
Μπορεί πάλε και να γελάστηκα(γελιέμαι思い違いする). Μπορεί πάλε η φαντασία μου να με παράσυρε(そそのかす). Δεν της αποκρίθηκα(αποκρίνομαι返事) τίποτα κι αλλάξαμε(変える) κουβέντα(話題). Την παρατηρούσα όμως κι έβλεπα, όσο βάσταξε(アβάστω続く) η βίζιτα, πως έσκυφτε(未完σκυφτώ=σκυβώ下げる) συχνά το κεφάλι, πως τ’ απόφεβγε(απόφευγε避ける) να με κοιτάζει κατάματα(正面から), πως κάτι(主) θα τη στενοχωρούσε(条未完、困らせる), μ' ένα λόγο πως της έλειπε μαζί μου κάποιο θάρρος(信頼), που το ‘χει πάντα ένα παιδί μ'(対して) έναν πατρικό(父の) της φίλο. Χάρηκα πολύ όταν ένα μήνα πιο αργά(あとで) είδα πως το θάρρος ξαναήρθε στη θέση του, και πως η Φρόσω μου φερνότανε(振舞う) με τη συνηθισμένη της αφέλεια(無邪気), με τη φυσικάδα(自然さ) και τη χάρη(優雅) της. Είχα καλέσει τ’ αντρόγυνο(夫婦) σπίτι στο τραπέζι, μαζί εννοείται(もちろん) και τους γονιούς(男複γονιός) της Φρόσως. Ήρθανε και κάτι νέοι που γράφανε μυθιστορήματα(小説) σαν και μένα(私と同様の) και που τους προστάτεβα(προστάτευα庇護する), σα μεγαλύτερός(先輩) τους που ήμουνε.
Μικρή παρέα(グループ)· τσιριμόνια(お世辞) καμιά. Ύστερις από το δείπνο(夕食), πήγαμε όλοι μαζί, κυρίες και κύριοι, στο γραφείο(事務所) μου, όπου ανάψαμε(1pl.) πούρα(葉巻) ή τσιγάρα, και ξακολουθήσαμε(続ける) τις ομιλίες. Η Φρόσω που στην τραπεζαρία(食堂) έλεγε κι αφτή(αυτή) το λόγο(話し) της, νόστιμα(魅力的) και γελαστά(笑顔で), καθότανε(未完κάθομαι) τώρα κοντά στον άντρα της σωπασμένη(σωπαίνω静かに), ονειρεμένη(好ましい), εφτυχισμένη(ευτυχισμένη). Κάπου κάπου(時折), χωρίς να το καταλάβει κανένας, έσφιγγε(握りしめる) το χέρι του αντρός της. Νόμιζες πως μόλις(ほとんど〜ない) πρόσεχε(注意する) στους άλλους, μήτε της έμελε(気がつく) τι γινότανε(未完) γύρω της. Οι νέοι, αφού κιόλας είμαστε στο γραφείο μου όπου είχα και τα βιβλία τα δικά μου, αρχίσανε, από καλοσύνη βέβαια, μπορεί λιγάκι κι από δούλεψη(サービス), να παινούνε(=επαινούν褒める) τα έργα μου. Ένανε(=ένα) απ' αφτούς(αυτούς) μάλιστα λες και(まるで〜のように) τον έπιασε(πίανω捉える) τρέλα(夢中) σωστή(まさに) για το μοναδικό μου το ταλέντο. Ρητόρεβε(ρητόρευε熱弁を振るう) με τόση ζέση, στη μέση του γραφείου, που ο ενθουσιασμός του όλους τους συνέπαιρνε(夢中にさせる), όλοι τους ανεβάζανε(天に登らせる) πια στα ουράνια το μούτσουνό(登場人物) μου και τα ρομάντζα(恋愛小説) μου.
— «Αχ! ναι! Τι ωραία, μα τι ωραία που είναι! Τι αληθινά!» Έτσι ακούστηκε(アακούγομαι聞こえる) άξαφνα μια φωνή.
Γύρισα και σάστισα(まごつく). Η φωνή της Φρόσως! Δε θυμούμαι να μίλησε ποτέ της(主語の属格) με τέτοια φλόγα για τα μυθιστορήματά μου. Συλλογίστηκα πως έπρεπε κάτι να της(彼女のために) αποκριθώ(接アαποκρίνομαι), γιατί(なぜなら) τώρα έμοιαζε σα να ντρεπότανε(恥じる) που δε βάσταξε(我慢する) και της ξέφυγε(うっかりもれる).
Πλησιάζω και της κάνω(言う)·
— «Αφού σου αρέσουνε τόσο πολύ τα βιβλιαράκια(指小辞、本) μου, ελπίζω να μη λείπει κανένα στη βιβλιοθηκούλα(指小辞) σου. Ειδεμή(さもなければ)...»
— «Βέβαια, βέβαια, όλα τα 'χω με τη σειρά(順番) τους… Θαρρώ τουλάχιστο... Εφκαριστώ(ευχαριστώ)...»
— «Έλα λοιπόν, όπως κι αν είναι, να ρίξεις εδώ μια ματιά, επειδή(〜なので) αν(もし) άξαφνα(ひょっとして) σου έλειπε κανένα, πολύ θα το ποθούσα(条未完、欲する) να σου το χαρίσω(χαρίζω贈る), παιδάκι μου.»
Στο γραφείο μου ήτανε και η βιβλιοθήκη(本棚) μου. Σ' ένα ράφι(棚), τ’ άπαντά(全集) μου.
Την παρακάλεσα να κοιτάξει και να μου πει. Μάλιστα της διάβασα τους τίτλους ο ίδιος, αρχίζοντας από τους πρώτους που έβλεπα.
Χωρίς να διστάξει(ためらう) ούτε μια στιγμούλα(一瞬、指小辞), μου αποκρίθηκε πως τους(直目) έχει.
Έφτασα στα τέταρτο·
— «Η Λιλή· την έχεις τη Λιλή;»
— «Τη Λιλή; Ναι!... Όχι! Όχι! — Αχ! ναι, νομίζω! Μα όχι δα! Δεν την έχω.»
Και η Φρόσω κοκκίνισε(赤くなる), ταράχτηκε(ταράσσομαι動揺する), σώπασε(黙る).
— «Δεν πειράζει. Εγώ σου στέλνω ολάκερη τη σειρά, με αφιερωματάκι(献呈、指小辞) στο κάθε αντίτυπο(冊), κι όσα έχεις, τα δίνεις στις φιληνάδες(女友達) σου. Τ’ άλλα, σα θέλεις, τα κρατάς(持っておく).»
Έτσι έκαμα(έκανα) την αβριανή. Έβαλα(βάζω) και τη Λιλή στο πακετάκι(小包、指小辞). Τη Λιλή όμως, εγώ θα στοιχημάτιζα(賭けをする), όχι μόνο πως η Φρόσω την είχε, μα πως τη διάβασε κιόλας και την παραδιάβασε(繰り返し読む). Μου γεννήθηκε στο νου μια υποψία(疑い) τόσο παράξενη και τόσο δυνατή, που ο ίδιος δεν τολμούσα να την ξαστερώσω(ξαστερώνω明らかにする) στον εαφτό(εαυτό) μου. Έπρεπε πρώτα να βεβαιωθώ(はっきりさせる) για κάτι(ある事), και δεν μπορούσα. Πώς να πάω να ψάξω(探す) στην ιδιαίτερη βιβλιοθήκη της Φρόσως, που δεν ήτανε στο σαλόνι της; Ακόμη και να(たとえ〜でも) ήτανε, ύστερις από τη βραδιά εκείνη, έφκολο(έυκολο) να κρύψει(接アκρύβω隠す) τη Λιλή, μήπως(もしかして〜かと) φανεί(接アφαίνομαιばれる) πως είπε ψέμα(嘘). Στοχάστηκα(考える) όμως, έτσι, ξαφνικά, να βεβαιωθώ για κάτι άλλο, που έμοιαζε να μην έχει σχέση(関係) καμιά με τη Λιλή, και είχε μεγάλη.
Περπατούσα(歩く) ταραγμένος(動揺) στην κάμερή(=κάμαρα部屋) μου και μονομιάς(すぐに) φώναξα·
— «Ξέρω(分かった), ξέρω που είναι τα σκουλαρίκια!»
Και τόντις, αν τα σκουλαρίκια ήτανε κει(=έκει) που νόμιζα καταντούσε(καταντώ〜になる) πιθανό(可能な), η άλλη μου υποψία να ‘βγαινε(分かる) σωστή(正しい).
Σίγουρο(確か) για μένα πως τα σκουλαρίκια βρισκόντανε στο σπίτι του φίλου μου του Περέ, στην αίθουσα(ホール) του χορού(ダンス), κοντά στο μέρος όπου έπεσε η Φρόσω λιγοθυμισμένη.
Ωστόσο(しかしながら) πώς να κάμω για να κοιτάξω, χωρίς να το παρατηρήσει κανείς;
Πήγα στου Περέ την ώρα(時) όπου έλειπε κι είπα του δούλου(召使い), πως θα τον προσμένω στο γραφείο του, όπως και το συνήθιζα(習慣) κάποτες(いつも). Από μια πόρτα του γραφείου αφτουνού(αυτουνού=αυτού) περνούσες(未完) σ' ένα μικρό θερμοκήπι(温室), κι από το θερμοκήπι, προχωρώντας λίγα βήματα(ステップ), ίσια ίσια(すぐに) στην αίθουσα του χορού. Στη μέση, ένα σιντριβάνι(συντριβάνι噴水) με βράχους(岩) τεχνητούς(人工) από πάνω, με λίγο άμμο(砂) στον πάτο(底) και με τρεχάμενα(流れる) νεράκια(水、指小辞). Έσκυψα(かがむ), σκάλιξα(ひっかく), έψαξα παντού μεριά(場所), δε χρειάστηκε(必要) πολλή ώρα, και να σου <πω>(言ってみれば) αρπάζω(つかむ) με το χέρι μου τα σκουλαρίκια.
Φυσικά. Έτσι το ήθελε(必要とする) η λογική της ψυχολογίας(心理学). Μια κι(〜ように) έλεγε η Φρόσω πως δεν είχε τη Λιλή, ενώ καθώς(〜ように) το συμπέραινα(推論する) την είχε, απαράλλαχτα (=απαράλλακτα) το ίδιο και στο χορό(ダンス中にも全く同じく), ήξερε που ήτανε τα σκουλαρίκια, ενώ φώναζε πως δεν τα είχε. Θυμάστε(現2複) πώς διαμαρτυρήθηκε(異議を唱える)· — «Δεν τα ‘χω πια! Δεν τα ‘χω πια!» Και τις δυο φορές, η Φρόσω έδειξε παρόμοια(同じ) ταραχή(動揺). Κάτι λοιπόν έτρεχε(起こる) και τις δυο φορές. Δηλαδή, μοναχή της(属) τα ‘ριξε στο σιντριβάνι, μοναχή της τα ‘χωσε(χώνω埋める) στον άμμο ή σαν προτιμάτε, τα ‘κλεψε(盗む) μοναχή της.
Γιατί όμως να τα ‘ριξε; Από τι σκοπό(目当て) να τα ‘κλεψε;
Δυσκολέβουμαι(=δυσκολεύομαι困惑する) να σας το ξεμυστερεφτώ(ξεμυστερεύομαι秘密をあかす), αφού(〜なので) πρέπει να βγω(βγαίνω出る) και γω στη μέση(真ん中、表に). Μα το αίτημα(願い) ήτανε τόσο αγνό(純粋), τόσο νόστιμο — ή τόσο παιδιάτικο, που μπορώ χωρίς ντροπή καμιά να σας το φανερώσω(暴露).
Η «Λιλή» μ' οδήγησε(導く) και μου έμαθε το μυστικό.
Η «Λιλή» μου είναι περισσότερο διηγηματάκι(短編) παρά(〜よりも) ρομάντζο(恋愛小説), αθώο(無邪気な) ρομαντζάκι(恋愛小説、指小辞) όπου(そこで) μια μέρα μου πέρασε(περνώ〜へ向かう) από το νου(対、心) η φαντασία(思い付く) να ψυχολογήσω(心理描写する) ένα κορίτσι, που καθώς τυχαίνει συχνά(頻繁に), ερωτέβεται(ερωτεύεται恋をする) — αν μπορεί κανείς έρωτα(対、愛) να το πει — έναν(一人の男性) πολύ μεγαλύτερό(年上) της — απαράλλαχτα όπως τα παιδιά, τα μικρά τ’ αγόρια(少年) που λένε πως θα πάρουνε(παίρνω〜と思う) γυναίκα την νταντά(子守女) τους, επειδή στην ηλικία(年齢) τους και στο στενό(狭い) τους τον κύκλο, η νταντά τούς φαίνεται το πρόσωπο(人物) το πιο τέλειο(完全な) και το πιο σημαντικό. Έτσι και τα κορίτσια, ένας άνθρωπος πενήντα(50), πενήντα πέντε χρονώ, άξαφνα ένας φίλος του πατέρα τους, έχει στα μάτια τους κάτι ανώτερο(上級), κάτι μαγεφτικό(μαγευτικό魅力的) που τα συνεπαίρνει(夢中にさせる). Για μένα θα βοηθήσανε κάμποσο(かなり) τα ρομάντζα μου· θα βοήθησε και η «Λιλή». Με διάβαζε η Φρόσω και φανταζότανε πια πως ήμουνε, ο Θεός ξέρει τι(どういうわけか) έξοχο(素晴らしい) πλάσμα και τι μοναδικό. Με(については) τα κορίτσια κάποτες(ときには) συμβαίνει και το εναντίο(反対のこと)· δηλαδή, άμα(〜するやいなや、同時に) είναι κανείς τριάντα χρονώ κι αφτά(=少女) δεκάξι(δεκαέξι), τον περνούνε(みなす) αμέσως για γέρο. Εμένα(私の場合は) μήτε τα ‘βλεπε τα γκρίζα(灰色の) μου τα μαλλιά, γιατί θα μ' έβλεπε βέβαια όπως φαινόμουνε(未完1s.) στα βιβλία μου. Η καημένη! Ποιος τ’ αξιώθηκε ποτές(=ποτέ) του να ξεφυλλίσει(頁をめくる) την καρδιά της, για να μας πει κατόπι(あとで) τι χάδια(愛撫) μυστικά θα είδε μέσα(中に), τι καρδιοχτύπια(動悸) θ’ άκουσε, τι κλάματα(泣くこと) ίσως, επειδή(〜だから) θα το ‘κρυβε(隠す) με τρόμο στ’ απόβαθά(深み) της, επειδή θα το 'πνιγε(窒息させる) από ντροπή, εκείνο που το ‘παιρνε(παίρνω〜と思う) γι' αγάπη, αγάπη που δε γίνεται(成就する) — άνομη αγάπη(禁断の恋)!
Άρχιζα τώρα να καταλαβαίνω λίγο λίγο από ποιο λόγο δε θέλησε να κρατήσει στ’ αφτιά(耳) της τα σκουλαρίκια. Το σερβίτσιο τσάι, το δέχτηκε με χαρά(喜び), δίχως(〜なしに) να φανταστεί πως έκανε τίποτις(何か) άτοπο(不適当な). Ξεναντίας(=εξεναντίαςそれどころか), το 'βαλε(βάζω置く) στο σαλόνι της, να το ‘χει, να το βλέπει πάντα(いつも). Δεν την πείραζε. Και τόντις το τραπεζάκι εκείνο, με τα φλυντζάνια(=φλιτζάνιαカップ) του γύρω γύρω, ήτανε δικό μου, ήτανε από μένα, μα συνάμα(同時に) ήτανε και ξένο(他人の) πράμα· δεν το φορούσες(φορώ身につける) απάνω σου, το ‘βαζες(置く) σε μια γωνιά, εκεί τ’ άφηνες. Μ' ένα λόγο(要するに), δε σ' άγγιζε(触れる), δεν το 'νιωθες κολλημένο(κολλώくっつける) στο πετσί(肌) σου. Και αλήθεια θάμασα(θαύμασα) το αίστημα(αίσθημα) το γυναικήσιο(γυναικίσιο女の) που τόσο ψιλά(繊細な), μα και τόσο παστρικά(清潔な), ξεδιακρίνει(区別する) ένα δώρο από τ’ άλλο. Θυμηθείτε κιόλας πως ο ίδιος, με το χέρι μου, της τα πέρασα στ’ αφτιά της τα δυο τα σκουλαρίκια. Εκείνη τη στιγμή, θα κοκκίνισε· θα στοχάστηκε πως αφού πάει να παντρεφτεί, αφού αγαπά το Φίλιππο κι αφού ο Φίλιππος την αγαπά, χρέος(必要がある) της να ξεχάσει(忘れる) κάθε άλλονε. Ίσως μάλιστα να της φάνηκε(φαίνομαι) σαν απιστία(不倫), σαν προδοσία προς τον άντρα της, μια τέτοια βραδιά κιόλας, την παραμονή του γάμου της, να ‘χει πιασμένα(πιάνω) τ’ αφτιά της από κάτι που ο άντρας της δεν της το ‘δωσε. Της έκαιγε(καίω) το πετσί και την καρδιά. Λοιπόν έκαμε κουράγιο(勇気)· ζύγωσε στο σιντριβάνι, τα ‘ριξε μέσα, τα 'χωσε στον άμμο, να μην τα ιδεί(=δει) κανείς, έπειτα όμως δε βάσταξε(抑える), ταράχτηκε(動揺)· για τούτο και λιγοθύμησε — μην έχοντας πια τα σκουλαρίκια.
Έτσι το ερμήνεβα(ερμήνευα説明する) με το νου μου· ωστόσο έπρεπε να βεβαιωθώ. Έπρεπε να βρω(見つける) τον τρόπο και η Φρόσω να μην καταλάβει πως μου ήρθανε υποψίες. Πήγα τη μέρα της υποδοχής(歓迎) της, να της κάμω βίζιτα. Πήγα όμως αργά, για να είναι και κόσμος, στις τέσσερις, τέσσερις ήμισυ το κεντί(=κεντρί), όπου σερβίρανε το τσάι. Βρισκότανε η Φρόσω κοντά στο σερβίτσιο κι ετοίμαζε τα φλυντζάνια. Εγώ άρχισα τις ομιλίες με την παρέα, και σα να μιλούσα γι' αδιάφορα(どうでもよい) ζητήματα(問題), μα με ύφος(態度) που ν’ ακούσει ο καθένας — και η καθεμιά — είπα την ακόλουθη(次の話) φρασούλα, που εννοείται πως την έφερνε πολύ φυσικά η σειρά του λόγου·
— «Μάλιστα! Κάποτες(ある時) συμβαίνουνε και τέτοια· ένα πράμα που σου αρέσει, ένα πράμα που τ’ αγαπάς, άξαφνα θα προτιμήσεις να το χωριστείς(接アχωρίζομαι別れる), να το ρίξεις στο νερό, ίσια ίσια γιατί τ’ αγαπάς.»
Την ίδια, μα την ίδια τη στιγμή, μόλις απόσωσα(αποσώνω終える) τη φρασούλα, και η Φρόσω, που κρατούσε στο χέρι της ένα φλυντζάνι, τ’ άφησε(離す) κι (カップが)έπεσε(πέφτω落ちる) χάμω.
Σηκώθηκα(σηκώνομαι立つ). Πιο σωστά(まさしく) πετάχτηκα(飛び上がる). Για ν’ αλλάξουμε(変える) κουβέντα, την παρακάλεσα να μου δώσει το σπασμένο(割れた) το φλυντζάνι, επειδή τέτοια γίνονται μόνο στην Αγγλία κι ανάγκη να τους στείλω μοντέλο(モデル), για να μου φτειάσουνε(φτειάνω作る) άλλο, κι έτσι να μην της λείπει(なおことがないように).
Μου το 'δωσε, το κουκούλωσα(包む) στο μαντίλι(ハンカチ) μου κι έφυγα. Ένα κομματάκι(かけら) έστειλα στην Αγγλία, καθώς(〜のように) της είπα. Τ’ άλλα τα φύλαξα(護る) κι έβαλα μέσα στη σπασμένη την πορτσελάνα τα δυο μου τα ζαφείρια, να τα ‘χω εκεί σα(〜として) σύβολο(=σύμβολο) και σα θυμητάρι της πιο αγνής(純粋な), της πιο παρθενικής(純潔の), μπορεί και της πιο αληθινής αγάπης που μου δόθηκε(与えられた) ν’ ανταμώσω(ανταμώνω出会う) στη ζωή μου.