ΛΕΥΚΑΔΙΟΣ ΧΕΡΝ

ΛΕΥΚΑΔΙΟΣ ΧΕΡΝ





現代ギリシャ語版ラフカディオ・ハーン





目次


1. Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ
2. ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΠΟΥ ΖΩΓΡΑΦΙΖΕ ΓΑΤΕΣ
3. Η ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΣΑΜΕΜΠΙΤΟ
4 Η ΓΡΙΑ ΠΟΥ ΕΧΑΣΕ ΤΟ ΚΟΥΛΟΥΡΑΚΙ ΤΗΣ
5. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΕΡΕΑ ΚΟΓΚΙ
6. ΟΥΡΑΣΙΜΑ

ΛΕΥΚΑΔΙΟΣ ΧΕΡΝ

1. Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ

 Πριν από πολλά πολλά χρόνια ζούσε(未完ζώ暮らす) κάπου(どこか) στα βουνά(βουνό) ένας ξυλοκόπος(木こり) με τη γυναίκα του. Ήταν πολύ γέροι(老人) και δεν είχαν παιδιά. Κάθε μέρα ο άντρας πήγαινε(未完πηγαίνω行く) μόνος του στο δάσος(森) για να κόψει(接アκόβω切る) ξύλα, ενώ(〜しながら) η γυναίκα έμενε(未完μένω) στο σπίτι και ύφαινε(未完ύφαινω機織り).
 Μια μέρα, ο γέροντας(老人) αναζητώντας (αναζητώ探す) ένα συγκεκριμένο(特定の) είδος ξύλου, προχώρησε(アπροχωρώ進む) στο δάσος βαθύτερα απ' όσο συνήθιζε(未完συνηθίζω習慣とする), όταν ξαφνικά(突然) βρέθηκε(アβρίσκομαιいる) στην άκρη(ふち) μιας μικρής πηγής(泉) που δεν είχε ξαναδεί(ξαναβλέπω二度見る) ποτέ(決して〜ない) του. Το νερό ήταν παράξενα(奇妙に) διάφανο(透明な) και καθαρό κι εκείνος διψούσε(未完διψώ喉が渇く) γιατί η μέρα ήταν ζεστή(暑い) κι είχε δουλέψει (δουλεύω働く) σκληρά(激しく). Έτσι, έβγαλε (アβγάζω脱ぐ) το μεγάλο ψάθινο(むしろの) καπέλο(帽子) του, γονάτισε(アγονάτιζωひざまずく) κι άρχισε να πίνει(接現πίνω). Θα 'λεγες(条未完λέω) πως το νερό αυτό του 'δίνε(未完δίνω) μια περίεργη δύναμη(力). Άξαφνα(突然) τότε, είδε(ア) το πρόσωπο του στο νερό και τινάχτηκε(アτινάζομαι飛び上がる) προς τα πίσω. Ήταν βέβαια το δικό του πρόσωπο, αλλά πολύ διαφορετικό απ' αυτό που είχε συνηθίσει να βλέπει(接現βλέπω見る) στον παλιό(古い) καθρέφτη(鏡) του σπιτιού. Ήταν το πρόσωπο ενός πολύ νέου άνδρα! Δεν πίστευε(未完πίστευω) στα μάτια(目) του.
 Έφερε(アφέρνω) τα χέρια στο κεφάλι του που, μια στιγμή(瞬間) μόλις πιο πριν(ちよっと前), ήταν φαλακρό(はげ). Πυκνά(濃い) μαύρα(黒い) μαλλιά(髪) το σκέπαζαν (未完σκεπάζω覆う) τώρα. Και το πρόσωπο του είχε γίνει απαλό(柔らかい) σαν παιδιού• είχε χαθεί(χάνομαιなくなった) και η παραμικρή(わずかな) ρυτίδα(皺).
 Την ίδια στιγμή ένιωσε(アνιώθω気分がする) να τον πλημμυρίζουν(接現πλημμυρίζω満たす) καινούριες(新しい) δυνάμεις. Κοίταξε(アκοίταζω) έκπληκτος(驚いた) τα άκρα(手足) του, που ο χρόνος είχε μαράνει(μαραίνω枯らす) από καιρό• τώρα ήταν καλογραμμένα (格好いい) και δυνατά(力強い) με σφιχτούς(ひきしまった), νεανικούς(若い) μυς(筋肉).
 Χωρίς να το ξέρει(接現ξέρω), είχε πιει(πίνω飲む) απ' την πηγή της νιότης(若返りの泉), κι έτσι είχε ξανανιώσει(ξανανιώνω若返った).
 Στην αρχή χοροπήδαγε(未完χοροπηδώはね回る) και φώναζε(未完φώναζω叫ぶ) απ' τη χαρά(喜び) του• ύστερα άρχισε να τρέχει(接現τρέχω) προς το σπίτι• ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που έτρεχε (未完τρέχω) τόσο γρήγορα. Όταν μπήκε(アμπαίνω) στο σπίτι του, η γυναίκα του τρόμαξε(アτρομαζώ恐れる), γιατί τον πέρασε(アπερνώ見間違う) για ξένο(知らない人)• κι όταν της μίλησε(アμιλώ話す) για(ついて) το θαύμα, δεν μπόρεσε να τον πιστέψει(接アπιστέυω信じる) αμέσως.
 Μετά από αρκετή ώρα όμως κατάφερε (アκαταφέρνω成功する) να την πείσει (接アπείθω説得する) ότι ο νεαρός που στεκόταν(未完στέκομαι立っている) τώρα μπροστά(前に) της, ήταν πράγματι(本当に) ο άντρας της. Της είπε πού ήταν η πηγή και της ζήτησε(アζητώ求める) να τον ακολουθήσει (接アακολουθώ付いてくる). Εκείνη τότε είπε: «Έγινες(アγίνομαι) τόσο ωραίος και τόσο νέος που δεν μπορεί να συνεχίσεις(接アσυνεχίζω続ける) ν' αγαπάς(接現) μια γριά(婆さん) - γι' αυτό πρέπει αμέσως να πιω(接アπίνω) απ' αυτό το νερό κι εγώ. Όμως δεν γίνεται(〜出来ない) να λείψουμε(接アλείπω外出する) απ' το σπίτι κι οι δύο. Περίμενε (命περιμένω) εδώ κι εγώ θα πάω(接アπάω行く) μοναχή».
 Κι έφυγε(アφεύγω出かける), τρέχοντας για το δάσος, ολομόναχη.
 Βρήκε(アβρίσκω見つける) την πηγή, γονάτισε κι άρχισε να πίνει. Ω! Πόσο δροσερό(冷たい) και γλυκό ήταν αυτό το νερό! Έπινε(未完πίνω), έπινε, έπινε και δεν σταμάτησε(アσταμάτωやめる) παρά μόνο(除いて) για ν' ανασάνει (接アανασαίνω息をする).
 Ο άντρας της την περίμενε(未完) ανυπόμονος• περίμενε να τη δει (接アβλέπω見る) να επιστρέφει(接現επιστρέφω帰る) μεταμορφωμένη σ' ένα όμορφο, λυγερό(スマートな) κορίτσι(女の子). Όμως εκείνη δεν φάνηκε(アφαίνομαι現れる) καθόλου. Ανησύχησε (アανησυχώ心配になる), κλείδωσε(アκλειδώνω鍵をかける) το σπίτι και κίνησε(アκινώ出発する) να τη βρει(接アβρίσκω見つける).
 Όταν έφτασε στην πηγή, δεν την είδε πουθενά. Ετοιμαζόταν(未完ετοιμάζομαι) να πάρει(接アπαίρνωとる) το δρόμο της επιστροφής(帰り), όταν άκουσε ένα σιγανό κλάμα(泣き声) ν' ανεβαίνει(接現ανεβαίνω上がる) μέσα απ'(中から) τα ψηλά(高い) χόρτα(草地), κοντά στην πηγή. Έψαξε(アψάχνω探す) προς τα 'κει και βρήκε τα ρούχα(服) της γυναίκας του κι ένα μωρό(赤ん坊) - ένα πολύ μικρό μωρό, μπορεί(たぶん) και έξι μόλις μηνών!
 Η γερόντισσα(おばあさん) είχε πιει πάρα πολύ μαγικό νερό• είχε πιει τόσο πολύ που γύρισε (アγυρίζω戻る) στα χρόνια της νιότης(若さ) της και πιο πίσω(後ろへ) ακόμα(まだ), στην ηλικία που τα παιδιά ούτε καν(さえ) μιλούν(接現μιλώ物を言う).
 Πήρε(アπαίρνω抱く) το παιδάκι(小さい子供) στα χέρια του κι αυτό(主) τον κοίταξε μ' ένα βλέμμα(見つめる) ερωτηματικό(疑問の) και θλιμμένο(悲しい). Το βάσταξε(アβαστάω運ぶ) ως το σπίτι - ψιθυρίζοντας(ささやく) του(=赤ん坊に) κουβέντες(言葉) - ενώ σκέψεις(名σκέψη考え) παράξενες(不思議な) και μελαγχολικές γύριζαν(未完γυρίζω回る) στο μυαλό(心) του.


2. ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΠΟΥ ΖΩΓΡΑΦΙΖΕ ΓΑΤΕΣ

Πριν από πολλά πολλά χρόνια, σ' ένα μικρό χωριό της ιαπωνικής υπαίθρου(n.田舎), ζούσε(未完ζώ) ένας (φτωχός)(貧しい) αγρότης(=γεωργός) με τη γυναίκα του, ήταν πολύ καλοί άνθρωποι. Είχαν όμως αρκετά(数人の) παιδιά και δυσκολεύονταν (未完δυσκολεύομαι苦労する) πολύ να τα θρέψουνε (接アτρέφω育てる) όλα. Ο μεγαλύτερος γιος(息子), αν και(〜にも関わらず) δεκατεσσάρων μόλις(かろうじて) ετών, ήταν αρκετά(充分) δυνατός για να βοηθήσει(接アβοηθώ助ける) τον πατέρα του• όσο για(〜については) τα κοριτσάκια(娘たち), έμαθαν(アμαθαίνωするようになる) να βοηθούν(接現) τη μητέρα τους σχεδόν αμέσως(すぐに) μόλις(〜するやいなや) μπόρεσαν(ア) να περπατήσουν (接アπερπατώ歩く).
 Όμως το τελευταίο παιδί, ένα μικρό αγόρι, δεν φαινόταν(未完φαίνομαι) να τα βγάζει(接現βγάζω出す) πέρα(やってのける) με τη σκληρή δουλειά(ハードワーク). Ήταν πολύ έξυπνο(賢い), πιο έξυπνο απ' όλα τ' αδέρφια και τις αδερφές του. Ήταν όμως πολύ αδύνατο(非力) και μικροκαμωμένο(小柄) και πολλοί πίστευαν(未完πιστεύω) ότι ποτέ δεν θα δυνάμωνε(条未完δυναμώνω強くなる) αρκετά. Έτσι, οι γονείς του σκέφτηκαν (アσκέφτομαι考える) πως θα 'ταν(条未完ήταν) καλύτερα(より良い) γι' αυτό να γίνει ιερέας παρά(代わりに) αγρότης. Μια μέρα το πήραν (アπαίρνω連れて行く) μαζί τους στο ναό(寺) του χωριού(村) και ρώτησαν(アρωτώ尋ねる) τον καλό ηλικιωμένο (高齢の) ιερέα που ζούσε(未完ζώ) εκεί, αν(〜かどうか) ήθελε να πάρει(接アπαίρνω) το μικρό(子供) στο ναό ως βοηθό(助手), να του διδάξει(接アδιδάσκω教える) ό,τι πρέπει να ξέρει(接現ξέρω) ένας ιερέας. Ο γέροντας μίλησε(アμιλώ) στο αγόρι ευγενικά(親切に) και του 'κάνε(アκάνωする) μερικές δύσκολες ερωτήσεις. Τόσο έξυπνες ήταν οι απαντήσεις(名απαντήση), που ο γέροντας συμφώνησε(ア) να πάρει(接アπαίρνω) το μικρό στο ναό ως βοηθό και να του μάθει(接アμαθαίνω教える) όλα όσα έπρεπε(未完πρέπει) να ξέρει ένας ιερέας. Το αγόρι μάθαινε(未完) γρήγορα αυτά που του δίδασκε(未完) ο γέροντας και στά περισσότερα(ほとんどの) πράγματα ήταν πολύ υπάκουος(従順な). Είχε όμως ένα ελάττωμα(欠点). Του άρεσε(未完αρέσω気に入る) να ζωγραφίζει(接現ζωγραφίζω描く) γάτες (f.γάτα猫) την ώρα της μελέτης(勉強) και μάλιστα σε μέρη(n.μέρος場所) όπου η ζωγραφιά(絵) μιας γάτας(γάτα) δεν είχε καμιά θέση(場所).
 Όποτε βρισκόταν(未完βρίσκομαι) μόνος του, ζωγράφιζε(未完) γάτες. Τις ζωγράφιζε στα περιθώρια(余白) των βιβλίων του ιερέα, σ' όλα τα χωρίσματα (χώρισμα衝立) του ναού, στους τοίχους και στις κολόνες(κολόνα柱). Ο ιερέας του 'χε(είχε) πει(過去完λέω言う) πολλές φορές πως αυτό δεν ήταν σωστό(正しい)• αυτός όμως δεν σταμάτησε (アσταμάτω) να ζωγραφίζει(接現) γάτες. Η αλήθεια είναι πως τις ζωγράφιζε γιατί δεν μπορούσε(未完) να κάνει(接現) διαφορετικά(違うようにすることができないから). Ήταν αυτό που λέμε(λέω) «καλλιτεχνική φύση(芸術的才能)» και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο(理由) δεν ήταν πέρα για πέρα(まったく) κατάλληλος(適した) για(〜として) βοηθός(主) ιερέα - ένας καλός βοηθός έπρεπε(未完) να μελετάει(接現μελετώ勉強する) βιβλία.
 Μια μέρα, αφού είχε ζωγραφίσει μερικές πολύ πετυχημένες(上手に) γάτες πάνω σ' ένα χάρτινο(紙の) χώρισμα, ο γέροντας του είπε αυστηρά(厳しく): «Αγόρι μου, πρέπει να φύγεις(接アφεύγω) αμέσως απ' αυτό το ναό. Δεν θα γίνεις(ア接γίνομαι) ποτέ καλός ιερέας, ίσως(おそらく) όμως γίνεις ένας μεγάλος καλλιτέχνης. Και τώρα άσε(命αφήνω許す) να σου δώσω(接アδίνω) μια τελευταία συμβουλή(忠告) και φρόντισε(命φροντίζω気をつける) να μην την ξεχάσεις(接アξεχνώ忘れる) ποτέ. Ν'(命令) αποφεύγεις(接現) τα μεγάλα μέρη τη νύχτα, να προτιμάς(接現) τα μικρά!»
 Το αγόρι δεν κατάλαβε(ア) τι εννοούσε(アεννοώ意味する) ο ιερέας λέγοντας του ν' αποφεύγει τα μεγάλα μέρη τη νύχτα, και να προτιμά τα μικρά. Το σκεφτόταν(未完σκέφτομαι) ξανά και ξανά την ώρα που έδενε(未完δένωしばる) το μπογαλάκι(衣類、荷物) με τα ρούχα του για να φύγει. Ακόμα και(さらに) τότε δεν είχε κατανοήσει (κατανοώ分かる) τη συμβουλή του γέροντα, αλλά φοβόταν(未完φοβάμαι恐れる) και να του πει(接アλέω言う) περισσότερα από ένα «αντίο».
 Έφυγε(アφεύγω) απ' το ναό πολύ λυπημένος κι αναρωτιόταν (未完αναρωτιέμαι自問する) τι έπρεπε να κάνει. Ήταν σίγουρος(確信) πως αν πήγαινε(未完) σπίτι ο πατέρας του θα τον τιμωρούσε(条未完τιμωρώ罰する) για την ανυπακοή(不従順) του στον ιερέα• έτσι, φοβόταν να(怖くて帰れなかった) γυρίσει(接ア) εκεί. Ξαφνικά θυμήθηκε (アθυμάμαι思い出す) ότι στο επόμενο(次の) χωριό, δώδεκα μίλια(μίλιマイル) πιο πέρα, υπήρχε(未完υπάρχω) ένας πολύ μεγάλος ναός. Είχε ακούσει πως υπήρχαν πολλοί ιερείς σ' εκείνο το ναό, αποφάσισε(アαποφασίζω) λοιπόν να πάει(接アπάω行く) και να τους ζητήσει(接アζητώ) να τον πάρουν(接アπαίρνω) βοηθό τους.
 Το αγόρι δεν ήξερε όμως πως ο μεγάλος εκείνος ναός είχε κλείσει(接アκλείνω閉まる). Η αιτία(原因) ήταν ότι ένα δαιμόνιο είχε διώξει(διώχνω追い出す) τους ιερείς τρομάζοντας(脅かす) τους κι έτσι είχε κάνει το μέρος δικό του. Αργότερα(後に), μερικοί γενναίοι(勇敢な) πολεμιστές(戦士) πήγαν (アπηγαίνω行く) βράδυ στο ναό για να σκοτώσουν (接アσκοτώνω殺す) το δαιμόνιο, αλλά κανείς δεν τους ξανάδε(アξαναβλέπω) πια ζωντανούς. Αυτά δεν τα είχε πει(言う) στο αγόρι κανένας. Έτσι λοιπόν κι αυτό περπάτησε (アπερπατάω) όλο το δρόμο μέχρι το χωριό, πιστεύοντας πως τον περίμενε η ευγενική υποδοχή(受け入れ) των ιερέων.  Όταν έφτασε(アφτάνω着く) στο χωριό είχε ήδη σκοτεινιάσει (σκοτεινιάζω日が暮れる) και όλοι οι άνθρωποι κοιμόνταν (未完κοιμάμαι眠る)• είδε(アβλέπω見た) όμως το μεγάλο ναό πάνω σ' ένα λόφο, στην άλλη άκρη(端) του κεντρικού δρόμου(メインストリート), κι ακόμα(さらに) ότι στο ναό υπήρχε φως. Όσοι διηγούνται (διηγούμαι話す) την ιστορία, λένε ακόμα πως το δαιμόνιο άφηνε (未完αφήνωつけたままにする) επίτηδες(わざと) εκείνο το φως, για να κάνει τους μοναχικούς ταξιδιώτες ν' αναζητούν(接現αναζητώ) εκεί καταφύγιο(避難所). Το αγόρι πήγε(アπάω行く) αμέσως στο ναό και χτύπησε(アχτυπώ叩く) την πόρτα. Μέσα δεν ακουγόταν(未完ακούγομαι) τίποτα. Χτύπησε και ξαναχτύπησε, και πάλι δεν ερχόταν(未完ερχόμαι) κανένας. Στο τέλος έσπρωξε (アσπρώχνω押す) μαλακά(そっと) την πόρτα και με μεγάλη του χαρά(彼の大きな喜び) ανακάλυψε (アανακαλύπτω発見) πως δεν ήταν κλειστά. Έτσι, μπήκε(アμπαίνω入る) μέσα κι είδε μια λάμπα να καίει(接現καίω燃える)• ιερέας όμως πουθενά.
 Σκέφτηκε(アσκέφτομαι思う) ότι πολύ σύντομα(すぐに) θα 'ρχόταν(未完έρχομαι) οπωσδήποτε κάποιος ιερέας και κάθισε(アκάθομαι) και περίμενε(未完περιμένω). Πρόσεξε(アπροσέχω注意する) τότε πως τα πάντα μέσα στο ναό ήταν γκρίζα(鼠色) απ' τη σκόνη(埃) και σκεπασμένα(σκεπάζομαι覆われる) με πυκνούς(πυκνός) ιστούς(蜘蛛の巣) αράχνης. Σκέφτηκε, λοιπόν, πως οι ιερείς θα ήθελαν(未完θέλω) οπωσδήποτε ένα βοηθό για να κρατάει(接現κρατώ保つ) το μέρος καθαρό. Αναρωτιόταν, μάλιστα, γιατί είχαν αφήσει(完αφήνω) τα πάντα να σκονιστούν (接アσκονίζομαι埃まみれになる) τόσο πολύ. Αυτό που του άρεσε περισσότερο πάντως(彼が気に入ったことは), ήταν κάτι(いくつか) μεγάλα άσπρα χωρίσματα(衝立), ωραία για να ζωγραφίσει(接アζωγραφίζω) κανείς πάνω τους γάτες. Παρόλο που(にも関わらず) ήταν κουρασμένος(疲れた), άρχισε να ψάχνει για(〜を探す) χρώματα(塗料), κι αφού βρήκε ό,τι χρειαζόταν(未完χρειαζόμαι) κι ανακάτεψε(アανακατέυω混ぜる) λίγο μελάνι, άρχισε να ζωγραφίζει γάτες.
 Ζωγράφισε πάρα πολλές γάτες πάνω στα χωρίσματα κι ύστερα άρχισε να νυστάζει(接現νυστάζω眠気がする) πολύ, πάρα πολύ. Ετοιμαζόταν λοιπόν να ξαπλώσει (接アξαπλώνω寝転ぶ) δίπλα(隣り) σ' ένα απ' αυτά τα χωρίσματα για να κοιμηθεί(接アκοιμάμαι), όταν ξαφνικά θυμήθηκε τα λόγια: «Ν' αποφεύγεις τα μεγάλα μέρη τη νύχτα, να προτιμάς τα μικρά!»
 Ο ναός ήταν πολύ μεγάλος• ήταν ολομόναχος(一人ぼっち)• και καθώς(〜しながら) σκεφτόταν αυτά τα λόγια - αν και(にも関わらす) δεν τα καταλάβαινε(未完) πέρα για πέρα(全く) - άρχισε για πρώτη φορά να φοβάται(接現φοβάμαι) λίγο. Έτσι, αποφάσισε να ψάξει(接アψάχνω) να βρει(接ア) ένα μικρό μέρος για να κοιμηθεί. Τελικά(ついに) βρήκε ένα δωματιάκι(小部屋) με μια συρταρωτή(引ける) πόρτα(引き戸), μπήκε μέσα και κλειδώθηκε(アκλειδώνομαι中から鍵をかける). Κατόπι(その後) ξάπλωσε (アξαπλώνω) και γρήγορα αποκοιμήθηκε (アαποκοιμιέμαι寝込む).
 Πολύ αργά τη νύχτα ξύπνησε(アξύπνω目が覚める) από ένα φοβερό θόρυβο. Κάποιος πάλευε(未完πάλευω相撲) κι έβγαζε(未完βγάζω出す) τρομερές(恐ろしい) κραυγές(叫び).
 Ήταν τόσο τρομακτικό(恐ろしい) που φοβόταν ακόμα και να(怖くて見れなかった) κοιτάξει(接アκοιτάζω) από μια χαραμάδα(亀裂) που υπήρχε(未完υπάρχω) στην καμαρούλα(小部屋). Απόμεινε(アαπόμενωままでいる) ξαπλωμένος κρατώντας την ανάσα(息をとめて) του απ' το φόβο του.
 Το φως που υπήρχε στο ναό είχε σβήσει, αλλά οι φρικτοί(恐ろしい) ήχοι εξακολουθούσαν (未完εξακολουθώ続いた) και γίνονταν(未完γίνομαι) όλο και πιο τρομεροί, ενώ ο ναός τρανταζόταν(未完τραντόζομαι揺れる) συθέμελα(基礎から). Μετά από πολλή ώρα έγινε(ア) ησυχία, αλλά το αγόρι δεν σάλευε(未完σαλεύω揺れる)• φοβόταν ακόμα. Δεν κουνήθηκε(アκουνίεμαι動く) μέχρι που οι αχτίδες(複αχτίδα光) του πρωινού(朝の) ήλιου μπήκαν στο δωματιάκι απ' τις χαραμάδες της μικρής πόρτας.
 Τότε βγήκε(アβγαίνω出る) απ' την κρυψώνα(隠れ家) του πολύ προσεκτικά(注意深く) και κοίταξε τριγύρω(周りを). Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν ότι όλο το πάτωμα(床) του ναού ήταν σκεπασμένο με αίμα, και στη μέση το πτώμα(死体) ενός πελώριου(巨大な), τερατώδη(名中複?怪物の) ποντικού(中属ποντίκι鼠). Ενός ποντικού δαίμονα(属δαίμονας悪魔), μεγαλύτερου κι από αγελάδα(f.乳牛)!
 Όμως ποιος ή τι θα μπορούσε να τον έχει σκοτώσει(σκοτώνω); Κανένας άνθρωπος ή άλλο(他の) πράγμα δεν φαινόταν. Ξαφνικά το αγόρι παρατήρησε(アπαρατηρώ観察する) ότι τα στόματα όλων των γατιών, που είχε ζωγραφίσει το προηγούμενο(前の) βράδυ, ήταν κόκκινα και μουσκεμένα(まみれた) στο αίμα. Κατάλαβε τότε πως το δαιμόνιο το είχαν σκοτώσει οι γάτες που είχε ζωγραφίσει. Κι ακόμα, για πρώτη φορά, κατάλαβε γιατί ο σοφός γέροντας του είχε πει ν' αποφεύγει τα μεγάλα μέρη τη νύχτα και να προτιμά τα μικρά. Από 'κει κι έπειτα το αγόρι έγινε διάσημος(有名な) ζωγράφος(画家). Όσοι πηγαίνουν στην Ιαπωνία, μπορούν ακόμα να δουν(接アβλέπω) μερικές από τις γάτες που ζωγράφισε.


3. Η ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ(感謝) ΤΟΥ ΣΑΜΕΜΠΙΤΟ

Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος που τον έλεγαν Ταβαράγια(俵屋) Τοτάρο και ζούσε στην επαρχία(地方) του 'Ομι(近江). Το σπίτι του βρισκόταν στην όχθη(岸) της λίμνης Μπίβα(琵琶湖), όχι πολύ μακριά απ' τον περίφημο(有名な) ναό Ισιγιαμαδέρα(石山寺). Είχε κάποια περιουσία(富) και ζούσε άνετα(裕福に)• ήταν όμως στα είκοσι εννιά και δεν είχε παντρευτεί ακόμα. Η μεγαλύτερη επιθυμία του ήταν να παντρευτεί μια πολύ ωραία κοπέλα(f.)• δεν είχε καταφέρει(成功する) όμως να βρει(接ア) ένα κορίτσι που να του αρέσει(接現αρέσω気にいるような).
 Μια μέρα, καθώς περνούσε(未完περνώ通過する) απ' τη μεγάλη γέφυρα(橋) του Σέτα(瀬田の大橋), είδε ένα περίεργο πλάσμα(生き物) κουλουριασμένο(蹲る) κοντά στο παραπέτο(欄干). Το σώμα του έμοιαζε(未完μοιάζω似ている) με σώμα ανθρώπου, αλλά ήταν μαύρο σαν μελάνι(墨)• το πρόσωπο του έμοιαζε δαιμονικό(悪魔), τα μάτια του ήταν πράσινα(緑) σαν σμαράγδια(エメラルド) και η γενειάδα(髭) του όμοια(形) με δράκου(属δράκος竜). Στην αρχή ο Τοτάρο φοβήθηκε πολύ. Αλλά τα πράσινα μάτια τον κοίταξαν τόσο ευγενικά(やさしく) που, αν και δίστασε(躊躇する) λίγο στην αρχή, βρήκε(アβρίσκω見つける) ωστόσο(にも関わらず) το κουράγιο(勇気) να του μιλήσει(接アμιλώ).
 Τότε κι εκείνο του είπε: «Είμαι ένα Σαμεμπίτο(鮫人) - ένας Άνθρωπος Καρχαρίας(鮫) της θάλασσας - και μέχρι πριν από λίγο καιρό ήμουν στην υπηρεσία(仕える) των Οκτώ Μεγάλων Δρακοβασιλιάδων(八大龍王), ως κατώτερος(劣る) αξιωματικός(地位の) του Παλατιού(龍宮城). Επειδή όμως έκανα ένα μικρό σφάλμα(失敗), όχι μόνο μ' έδιωξαν(アδιώχνω追い出した) απ' το παλάτι αλλά μ' εξόρισαν(アεξόριζω追放した) κι απ' τη θάλασσα. Από τότε τριγυρνώ(彷徨う) σ' αυτά εδώ τα μέρη, νηστικός(飢えて) και κουρασμένος. Αν έστω(少なくとも) και λίγο με λυπάσαι(現λυπάμαι憐れむ), σε ικετεύω, βοήθησε(命アβοήθω) με να βρω(接アβρίσκω手に入れる) μια σκέπη(屋根) και δώσε(命) μου κάτι να φάω(接アτρώω食べる)!»
 Αυτή η παράκληση(お願い) έγινε με τόσο παράπονο(悲嘆) και τόσο ταπεινά(控え目に), που η καρδιά του Τοτάρο γέμισε(アγεμίζω満ちる+με) συμπόνια(同情). «Έλα μαζί μου» είπε τότε αυτός. «Υπάρχει στον κήπο(庭) μου μια μεγάλη και βαθειά λίμνη(池), όπου μπορείς να μείνεις(接アμένω) όσον καιρό θέλεις(現), κι όσο για φαγητό(食物については), θα 'χεις άφθονο(ふんだんに)».
 Το Σαμεμπίτο ακολούθησε τον Τοτάρο στο σπίτι του και κατά πως φάνηκε(アφαινόμαι見たところ), η λίμνη του άρεσε πολύ.
 Απο 'κεί κι έπειτα, για μισό περίπου χρόνο(年), αυτός ο περίεργος καλεσμένος(ゲスト) ζούσε στη λίμνη, ενώ ο Τοτάρο του πήγαινε(未完πηγαίνω持っていく) κάθε μέρα(毎日) το φαγητό που αρέσει(接現) στα πλάσματα της θάλασσας.
 Τον έβδομο(第七) μήνα του ίδιου χρόνου, έγινε ένα γυναικείο προσκύνημα(女人詣) στο μεγάλο Βουδιστικό ναό Μιϊδέρα(三井寺), στη γειτονική(近くの) πόλη(町) Οτσού(大津). Ο Τοτάρο πήγε(ア行く) στην Οτσού για να δει(接ア) το πανηγύρι(祭り) κι απ' το πλήθος των γυναικών και των κοριτσιών(κορίτσι娘) που είχαν μαζευτεί(完μαζεύομαι) εκεί, ξεχώρισε (アξεχωρίζω見付けた) μια πανέμορφη κοπέλα(少女). Φαινόταν δεκαέξι(16) περίπου χρόνων• το πρόσωπο της ήταν φωτεινό(輝く) και αγνό(汚れがない) σαν το χιόνι, ενώ η ομορφιά(美貌) των χειλιών(唇) της έπεισε(アπείθω思わせる) τον Τοτάρο πως ό,τι κι αν έλεγαν αυτά τα χείλη, δεν μπορούσε παρά(まさに) να ηχήσει(接アηχώ響く) «γλυκά, σαν κελάηδισμα(歌声) αηδονιού(ナイチンゲール) που τραγουδά(歌う) πάνω σε δαμασκηνιά(梅の木)».
 Ο Τοτάρο την ερωτεύτηκε(アερωτεύομαι惚れた) αμέσως. Όταν η κοπέλα έφυγε απ' το ναό, την ακολούθησε απ' την κατάλληλη(適切な) απόσταση(距離) κι ανακάλυψε(ア発見) πως έμενε(未完滞在する) για λίγες μέρες(数日) μαζί με τη μητέρα της, στο γειτονικό χωριό Σέτα. Ρωτώντας(ρωτώ) μερικούς χωρικούς(村人), έμαθε ακόμα πως την έλεγαν Ταμάνα(たまな), πως ήταν ανύπαντρη(独身) και πως η οικογένεια της δεν ήθελε να την παντρέψει (接アπαντρεύω結婚させる) με κάποιον τυχαίο(偶然の) - οι δικοί της ζητούσαν(未完ζητώ) ως δώρο αρραβώνα(結納金) μια κασετίνα(箱) με δέκα χιλιάδες(1万) πολύτιμα(高価な) πετράδια(宝石). Ο Τοτάρο επέστρεψε σπίτι του πολύ απογοητευμένος(απογοητεύομαι失望する) με την τελευταία αυτή(対格) πληροφορία(情報). Όσο περισσότερο(〜すればする程) σκεφτόταν το πρωτάκουστο(異常な) δώρο που ζητούσαν(未完ζητώ) οι γονείς του κοριτσιού, τόσο εντονότερα(ひどい) ένιωθε(未完νιώθω) ότι ποτέ δεν θα μπορούσε(未完μπορώ) να την κάνει γυναίκα του. Ακόμα κι αν(たとえ〜でも) υποθέσουμε(接アυποθέτω仮定する) ότι υπήρχαν δέκα χιλιάδες πολύτιμα πετράδια σ' όλη τη χώρα(国), μόνο ένας τρανός(偉大な) πρίγκιπας(プリンス、大名) μπορούσε(未完) να ελπίζει πως θα τα 'βρίσκε(未完βρίσκω手に入れる).
 Όμως ο Τοτάρο δεν μπορούσε να βγάλει(接アβγάζω捨てる) απ' το μυαλό του την εικόνα(姿) του όμορφου αυτού πλάσματος ούτε στιγμή. Τον κυνηγούσε(未完κυνηγώ追う) συνέχεια και δεν τον άφηνε ούτε να φάει(接アτρώω) ούτε να κοιμηθεί(接アκοιμάμαι)• κι όσο οι μέρες περνούσαν(未完περνώ過ぎる), τόσο πιο έντονη(鮮明な) έμοιαζε(未完μοιάζω〜のよう) να γίνεται(接現γίνομαι). Ώσπου(とうとう) στο τέλος ο Τοτάρο αρρώστησε(病気になった) πολύ• τόσο, που δεν μπορούσε να σηκώσει(接アσηκώνω上げる) το κεφάλι του απ' το μαξιλάρι(枕). Έτσι, έστειλε(アστέλνω人をやる) να φωνάξουν(接アφωνάζω呼ぶ) τον γιατρό.
 Ο γιατρός, αφού τον εξέτασε(アεξετάζω診察) προσεκτικά, άφησε μια κραυγή(叫び) έκπληξης(驚き). «Σχεδόν όλες οι αρρώστιες», είπε, «μπορούν να θεραπευτούν(接アθεραπεύομαι) με κατάλληλη ιατρική θεραπεία, εκτός απ' την αρρώστια της αγάπης(恋愛). Αυτή είναι προφανώς(明らかに) η αρρώστια σου και δεν έχει γιατρειά(治療法). Στα παλιά τα χρόνια ο Ρόγια-ο-Χακουγιο(瑯瑘王伯與) πέθανε(πεθαίνω死んだ) απ' αυτή την ασθένεια και πρέπει να ετοιμαστείς(接アετοιμάζομαι) κι εσύ να πεθάνεις όπως πέθανε κι αυτός». Μ' αυτά τα λόγια ο γιατρός έφυγε, χωρίς καν(〜さえ) να δώσει(接アδίνω) στον Τοτάρο κάποιο φάρμακο.
 Εκείνο τον καιρό ο Άνθρωπος Καρχαρίας(鮫), που ζούσε στη λίμνη του κήπου(庭), έμαθε(アμαθαίνω聞く) για την αρρώστια του αφέντη(主人) του κι ήρθε να μείνει(接ア) στο σπίτι για να τον φροντίζει(接現φροντίζω世話をする). Και πραγματικά(本当に), τον φρόντιζε όσο πιο στοργικά(愛情を込めて) μπορούσε(出来るだけ), συνέχεια, μέρα-νύχτα. Δεν ήξερε όμως ούτε την αιτία, ούτε πόσο σοβαρή(重い) ήταν η αρρώστια. Ώσπου, μια εβδομάδα περίπου αργότερα(後に), ο Τοτάρο, νομίζοντας πως θα πεθάνει(接ア), πρόφερε(言う) αυτά τα αποχαιρετιστήρια(別れの) λόγια(言葉).
 «Πιστεύω πως όλο αυτό τον καιρό χαιρόμουν(未完χαίρομαι嬉しい) να σε φροντίζω(接現世話をする) λόγω(〜せいで) ενός δεσμού(因縁) που υπήρχε μεταξύ μας από κάποια προηγούμενη(前の) ζωή. Τώρα όμως είμαι πραγματικά πολύ άρρωστος και μέρα με τη μέρα η αρρώστια μου χειροτερεύει (χειροτερεύω悪化する)• η ζωή μου είναι σαν πρωινή(朝の) δροσοσταλιά(霧の滴) που πεθαίνει πριν το ηλιοβασίλεμα(日没). Ανησυχώ(心配する) λοιπόν για σένα. Γιατί στη ζωή σε κρατούσε(未完κρατώ) η φροντίδα μου και φοβάμαι πως όταν πεθάνω δεν θα υπάρχει κανείς που να ενδιαφέρεται(興味をもつ) για σένα και να σε ταΐζει(食事を与える)... Φτωχέ(φτωχός貧しい) μου φίλε!... Αλίμονο(ああ)! Σ' αυτό το δύστυχο κόσμο οι ελπίδες και τα όνειρα μας δεν βγαίνουν(βγαίνω〜となる) ποτέ αληθινά(実現する)!»
 Δεν είχε προλάβει(時間をもつ) καλά καλά(やっと) ο Τοτάρο να τελειώσει αυτά που έλεγε(言い終えるやいなや) και το Σαμεμπίτο, αφήνοντας μια παράξενη(奇妙な) κι άγρια(野生の) κραυγή πόνου, άρχισε να κλαίει πικρά. Και καθώς έκλαιγε(未完κλαίω), μεγάλα αιμάτινα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν απ' τα πράσινα(緑の) μάτια του, να χαράζουν(χαράζω筋をつける) τα μαύρα του μάγουλα(頬) και στάλα στάλα(少しずつ) να πέφτουν(πέφτω落ちる) στο πάτωμα. Κι ενώ(〜の間) πέφτοντας ήταν αιμάτινα, στο πάτωμα είχαν πια γίνει σκληρά(硬い), φωτεινά(輝く) και όμορφα - είχανε γίνει πετράδια ανεκτίμητης(値のつかない) αξίας(価値), ρουμπίνια(ルビー) λαμπερά και όμορφα σαν φωτιά(炎).
 Μπροστά σ' αυτό το θαύμα, ο Τοτάρο ξαφνιάστηκε(アξαφνιάζομαι驚いた) και χάρηκε(χαίρομαι) τόσο πολύ, που ξαναβρήκε (アξαναβρίσκω回復する) τις δυνάμεις(δύναμη体力) του. Πετάχτηκε (πετιέμαι跳ね起きる) απ' το κρεβάτι(ベッド) κι άρχισε να μαζεύει(接現μαζεύω集める) και να μετρά(接現μετρώ数える) τα δάκρυα του Ανθρώπου Καρχαρία, ενώ ταυτόχρονα(同時に) φώναζε: «Η αρρώστια μου θεραπεύτηκε! Θα ζήσω(接アζώ)! Θα ζήσω!»
 Κατάπληκτος(驚いた) ο Άνθρωπος Καρχαρίας σταμάτησε αμέσως να κλαίει και ζήτησε(アζητώ) απ' τον Τοτάρο να του εξηγήσει(接アεξηγώ説明する) πώς έγινε και θεραπεύτηκε τόσο ξαφνικά(どうなって急に治ったのか). Έτσι, ο Τοτάρο του είπε για το κορίτσι που είχε δει(完見る) στο Μιϊδέρα και για το πρωτάκουστο(前代未聞) γαμήλιο(結婚の) δώρο(結納) που ζητούσε(未完ζητώ) η οικογένεια της.
 «Βέβαιος», πρόσθεσε(アπροσθέτω付け加える) ο Τοτάρο, «ότι ποτέ μου δεν θα 'βρισκα(未完βρίσκω) δέκα χιλιάδες πολύτιμα πετράδια, πίστεψα(アπιστέυω思う) πως δεν είχε κανένα νόημα(意味がない) να(意味上の主語) της κάνω πρόταση(プロポーズ) γάμου.Ένιωσα (アνιώθω) τότε πολύ δυστυχισμένος(不幸な) και στο τέλος αρρώστησα. Τώρα όμως χάρη(〜のおかげで) στο γενναιόδωρο(気前のいい) κλάμα(泣くこと) σου, έχω πολλά πολύτιμα πετράδια και νομίζω πως θα μπορέσω(接ア) να την παντρευτώ (接アπαντρέυομαι結婚する). Μόνο που(ただし) τα πετράδια δεν είναι ακόμα αρκετά• σε παρακαλώ λοιπόν, αν έχεις την καλοσύνη(親切), κλάψε(命アκλάιω) ακόμα λίγο, για να μαζέψουμε(接アμαζεύω1pl.) όλα τα πετράδια που χρειάζονται (χρειάζομαι)».
 Σ' αυτήν όμως την παράκληση το Σαμεμπίτο κούνησε(アκουνώ振る) το κεφάλι του και έκπληκτο απάντησε(アαπαντώ答える) σε τόνο(口調) αυστηρό(激しい): «Νομίζεις πως μπορώ να κλαίω όποτε θέλω; Ω, όχι! Τα πλάσματα της θάλασσας δεν κλαίνε χωρίς να νιώθουν(νιώθω) πραγματική λύπη. Έκλαψα για σένα γιατί η καρδιά μου πόνεσε πραγματικά στη σκέψη(考え) ότι θα πέθαινες. Τώρα πια δεν μπορώ να κλάψω(接アκλάιω) άλλο για σένα, γιατί μου είπες πως η αρρώστια σου θεραπεύτηκε».
 «Τι θα κάνω λοιπόν;» ρώτησε ο Τοτάρο με παράπονο(不満). «Αν δεν βρω(接アβρίσκω手に入れる) τα δέκα χιλιάδες πολύτιμα πετράδια, δεν μπορώ να παντρευτώ το κορίτσι!»
 Το Σαμεμπίτο έμεινε(アμένω) για λίγο σιωπηλό(黙って), σαν να σκεφτόταν(未完σκέφτομαι). Ξάφνου τότε είπε: «Άκου(命現ακούω)! Σήμερα δεν μπορώ να κλάψω άλλο(これ以上〜ない). Ας(さあ〜) πάμε(πάω) όμως αύριο μαζί στη Μεγάλη Γέφυρα(橋) του Σέτα έχοντας μαζί μας λίγο κρασί(ワイン) και μερικά ψάρια. Εκεί, μπορούμε να ξεκουραστούμε(接アξεκουράζομαι休む) λιγάκι• κι όσο θα πίνουμε το κρασί και θα τρώμε τα ψάρια, θα κοιτάζω προς το παλάτι των Δράκων και θα προσπαθήσω(接アπροσπαθώ努力する), φέρνοντας στο μυαλό μου τις ευτυχισμένες μέρες που πέρασα(アπερνώ) εκεί, να νιώσω(接アνιώθω) νοσταλγία κι έτσι να μπορέσω να κλάψω».
 Ο Τοτάρο συμφώνησε(アσυμφωνώ同意する) χαρούμενος. Το άλλο πρωί, οι δυο τους, αφού πήραν(アπαίρνω持っていく) άφθονο ψάρι και κρασί μαζί τους, πήγαν(アπηγαίνω行く) στη γέφυρα του Σέτα, ξεκουράστηκαν κι έφαγαν(アτρωώ) πλουσιοπάροχα(たっぷり). Το Σαμεμπίτο, αφού ήπιε(アπίνω) πολύ κρασί, άρχισε να κοιτάζει προς το Βασίλειο(バシレウス) των Δράκων και να σκέφτεται(接現σκέφτομαι) τα περασμένα(過去). Σιγά σιγά και κάτω(もとで) απ' την επήρεια(影響) του(冠) κρασιού(n.κρασί), η ανάμνηση(記憶) των ευτυχισμένων ημερών γέμισε(γεμίζω満たす) την καρδιά του(彼の) με θλίψη(悲しみ), τον πλημμύρισε(溢れる) ο πόνος της νοσταλγίας κι έκλαψε(アκλάιω) πικρά. Έτσι, τα μεγάλα κόκκινα δάκρυα που έχυνε(未完χύνω溢れる) έπεφταν(未完πέφτω落ちる) πάνω στη γέφυρα σαν Βροχή(雨) από ρουμπίνια(ルビー)• καθώς έπεφταν, ο Τοτάρο τα μάζευε(未完μαζεύω), τα 'βαζε(未完βάζω入れる) σε μια κασετίνα και τα μετρούσε(未完μετρώ数える), ώσπου(まで) έφτασαν(アφτάνω達する) τις δέκα χιλιάδες. Τότε, έβγαλε(アβγάζω出す) μια κραυγή χαράς.
 Την ίδια περίπου στιγμή ακούστηκε (アακούγομαι聞こえた) πέρα μακριά απ' τη λίμνη, μια υπέροχη(素敵な) μελωδία, κι εμφανίστηκε(述アεμφανίζομαι現れる) στ' ανοιχτά(沖) σαν μέσα σε σύννεφο(雲の中のように), καθώς(〜しながら) ανέβαινε(未完ανεβαίνω) αργά(ゆっくり) απ' το νερό, ένα παλάτι(主) στο χρώμα του ήλιου που βασιλεύει(沈む).
 Αμέσως το Σαμεμπίτο πετάχτηκε (アπετιέμαι飛び上がった) στο παραπέτο της γέφυρας, κοίταξε και γέλασε χαρούμενο. Γυρνώντας τότε στον Τοτάρο είπε: «Μου φαίνεται πως στο Βασίλειο των Δράκων δόθηκε(アδίνομαι) γενική αμνηστία(大赦) γιατί(というのは) βλέπω(会う) τους βασιλιάδες(王) να με καλούν(接現καλώ). Σ' αποχαιρετώ(別れを告げる) λοιπόν. Χαίρομαι που είχα την ευκαιρία(機会) να σου σταθώ(接アστέκομαι〜である) σαν φίλος, σε ανταπόδοση(お礼) για την καλοσύνη(親切) που μου 'δειξες».
 Μ' αυτά τα λόγια πήδηξε(アπηδώジャンプする) απ' τη γέφυρα και κανείς δεν το ξανάδε πια. Όσο για τον Τοτάρο, πήγε(πηγαίνω持っていく) την κασετίνα με τα κοσμήματα(宝石) στους γονείς της Ταμάνα και την πήρε(アπαίρνωとる) γυναίκα του.

4 Η ΓΡΙΑ ΠΟΥ ΕΧΑΣΕ ΤΟ ΚΟΥΛΟΥΡΑΚΙ ΤΗΣ

Πριν από πολλά πολλά χρόνια, ζούσε μια αστεία(おかしな) γριούλα(よぼよぼの婆さん) που της άρεσε να γελά(接現γελώ) και να φτιάχνει(接現φτιάχνω作る) στρογγυλά(丸い) κουλουράκια(クッキー) από ρυζάλευρο(米粉).
 Μια μέρα, καθώς(〜している時) ετοίμαζε μερικά κουλουράκια για το βραδινό(夕食), κάποιο της έπεσε(アπέφτω落ちる)• κύλησε(アκυλώ転がる) μέσα σε μια τρύπα(穴), στο χωμάτινο(土の) πάτωμα της μικρής της κουζίνας(台所) κι εξαφανίστηκε (アεξαφανίζομαι見えなくなる). Η γριά(老婆) προσπάθησε(アπροσπαθώ) να το φτάσει(接アφτάνω届く) βάζοντας(βάζω入れる) το χέρι της μέσα στην τρύπα, όταν ξαφνικά η γη άνοιξε(ανοίγω開く) και η γριούλα έπεσε μέσα.
 Έπεφτε(未完) για πολλή ώρα, αλλά δεν χτύπησε (アχτυπώ当たる) καθόλου, κι όταν ξαναστάθηκε(アστέκομαι) στα πόδια της, είδε ότι βρισκόταν σ' ένα δρόμο ίδιο με(〜と同じ) το δρόμο του σπιτιού της. Ήταν πολύ φωτεινά(明るい) εκεί κάτω(そのあたり). Υπήρχαν ατέλειωτα(果てしない) χωράφια(畑) με ρύζι(米), μα δεν έβλεπες(未完βλέπω) ψυχή(一人も). Δεν ξέρω πώς έγινε αυτό, αλλά φαίνεται πως η γριά είχε βρεθεί (完βρίσκομαι) σε κάποια άλλη χώρα.
 Ο δρόμος στον οποίο είχε βρεθεί ήταν πολύ κατηφορικός(下りの). Έτσι, αφού μάταια(無駄に) έψαξε(アψάχνω探す) το κουλουράκι της, σκέφτηκε πως θα πρέπει να 'χε κυλήσει στην κατηφόρα(f.下り坂), και άρχισε να κατεβαίνει φωνάζοντας: «Το κουλουράκι μου, το κουλουράκι μου! Πού είναι το κουλουράκι μου;»
 Μετά από λίγο είδε στην άκρη του δρόμου έναν πέτρινο Τζίζο(地蔵) και είπε: «Ω Τζίζο, Κύριε μου, μήπως είδες το κουλουράκι μου;» Κι ο Τζίζο απάντησε: «Ναι, το 'δα(είδα) το κουλουράκι σου, πέρασε από μπροστά μου κυλώντας προς τα κάτω. Καλύτερα όμως να μην προχωρήσεις(接現προχωρώ進む) άλλο(これ以上〜するな), γιατί κάτω 'κει ζει ένα κακό Όνι(鬼), που τρώει ανθρώπους».
 Η γριά όμως γέλασε μόνο και συνέχισε (συνέχιζω続ける) να τρέχει στον κατήφορο(m.下り坂), φωνάζοντας: «Το κουλουράκι μου, το κουλουράκι μου! Πού είναι το κουλουράκι μου;»
 Έτσι, έφτασε σ' ένα άλλο άγαλμα του Τζίζο και το ρώτησε: «Ω Τζίζο, ευγενικέ μου Κύριε, μήπως είδες το κουλουράκι μου;»
 Κι ο Τζίζο είπε: «Ναι, το 'δα το κουλουράκι σου να περνά(接現περνώ) πριν από λίγο, αλλά δεν πρέπει να συνεχίσεις, γιατί εκεί κάτω υπάρχει ένα κακό Όνι που τρώει ανθρώπους».
 Εκείνη όμως αρκέστηκε(アαρκούμαι満足する) να γελάσει(接アγελώ) και συνέχισε να τρέχει φωνάζοντας και πάλι: «Το κουλουράκι μου, το κουλουράκι μου! Πού είναι το κουλουράκι μου;»
 Έτσι έφτασε σ' έναν τρίτο Τζίζο και τον ρώτησε: «Ω Τζίζο, αγαπημένε(親愛なる) μου Κύριε, μήπως είδες το κουλουράκι μου;»
 Ο Τζίζο όμως είπε: «Μη μιλάς πια για το κουλουράκι σου. Έρχεται το Όνι. Κρύψου(命アκρύβομαι隠れる) εδώ, πίσω απ' το μανίκι(袖) μου και μην κάνεις(接現κάνω) θόρυβο(音)».
 Σε λίγο το Όνι έφτασε, σταμάτησε και χαιρέτησε(アχαιρέτω挨拶する) τον Τζίζο, λέγοντας: «Καλημέρα(おはよう) Τζίζό-Σαν!» Ο Τζίζο είπε κι αυτός καλημέρα πολύ ευγενικά. Ξαφνικά το Όνι μύρισε(μυρίζω匂いをかぐ) τον αέρα δυο-τρεις φορές κάπως(少し) καχύποπτα(疑わしそうに) και είπε δυνατά(大声で): «Τζίζο-Σαν, Τζίζο-Σαν! Μου μυρίζει άνθρωπος κάπου εδώ γύρω. Εσένα;»
 «Ω!», είπε ο Τζίζο, «ίσως να σου φάνηκε(アφαινόμαι)». «Όχι, όχι! » είπε το Όνι, μυρίζοντας ξανά τον αέρα. «Μου μυρίζει άνθρωπος.» Έτσι η γριά δεν κρατήθηκε(アκρατίεμαι辛抱する) άλλο κι άρχισε να γελά: «Τε-χε-χε! » Τότε το Όνι, απλώνοντας(απλώνω伸ばす) το μεγάλο τριχωτό(毛むくじゃら) του χέρι πίσω απ' το μανίκι του Τζίζο, την τράβηξε(τραβώ引く) έξω, ενώ εκείνη ακόμα γελούσε(未完γελώ): «Τε-χε-χε!» «Α, χα!» φώναξε το Όνι. Τότε ο Τζίζο είπε: «Τι θα της κάνεις της καλής γριούλας; Δεν πρέπει να της κάνεις κακό». «Δεν θα την πειράξω(接アπειράζω困らせる)», είπε το Όνι. «Θα την πάρω (接アπαίρνω連れて行く) όμως σπίτι να μας μαγειρεύει(接現μαγειρεύω料理をする)». «Τε-χε-χε!» γελούσε η γριά. «Πολύ καλά», είπε ο Τζίζο, «θα 'σαι όμως στ' αλήθεια(本当に) καλός(親切にする) μαζί της; γιατί(というのは) αν δεν είσαι, θα θυμώσω(怒る) πολύ(もし親切にしないと怒るからね)». «Δεν θα την πειράξω», υποσχέθηκε (アυπόσχομαι約束する) το Όνι, «μόνο που κάθε μέρα θα μας κάνει λίγες δουλειές(f.δουλειά仕事). Καλημέρα Τζίζο-Σαν!»
 Έτσι, το Όνι πήρε(アπαίρνω) τη γριά κι αφού κατέβηκαν(アκατεβαίνω下る) όλο το δρόμο, έφτασαν σ' ένα μεγάλο, βαθύ ποτάμι(川), όπου υπήρχε μια βάρκα(小舟): Την έβαλε(アβάζω) στη βάρκα και την πέρασε (アπερνώ移す) στην απέναντι(副) όχθη(岸) του ποταμού, στο σπίτι του.
 Ήταν ένα πολύ μεγάλο σπίτι. Την οδήγησε(連れて行く) (アοδηγώ) κατευθείαν(まっすぐ) στην κουζίνα και της είπε να ετοιμάσει(接アετοιμάζω) κάτι για να δειπνήσουν(接アδειπνώ夕食する) ο ίδιος και τ' άλλα Όνι που ζούσαν(未完ζω) μαζί του.
 Της έδωσε μια μικρή ξύλινη(木製の) κουτάλα(しゃもじ) για το ρύζι και είπε: «Πρέπει πάντοτε να βάζεις(接現βάζω) ένα μόνο σπυρί(粒) ρύζι στο τσουκάλι(椀). Ανακατεύοντας(ανακατεύω混ぜる) αυτό το σπυρί μέσα στο νερό μ' αυτή την κουτάλα, το σπυρί θ' αρχίσει να πολλαπλασιάζεται(増える), ώσπου το τσουκάλι θα γεμίσει». Έτσι η γριά έβαλε στο τσουκάλι ένα μόνο σπυρί ρύζι, όπως της είχε πει(過去完λέω) το 'Ονι κι άρχισε να το ανακατεύει με την κουτάλα. Καθώς ανακάτευε, το ένα σπυρί έγινε(アγίνομαι) δύο, μετά τέσσερα, μετά οκτώ, μετά δεκαέξι, τριάντα δύο, εξήντα τέσσερα και ούτω(そういうふうに) καθ' εξής. Κάθε φορά που κουνούσε(未完κουνώ振る) την κουτάλα, η ποσότητα (量) του ρυζιού αύξανε(未完αυξάνω)• σε λίγα λεπτά(分) το μεγάλο τσουκάλι ήταν γεμάτο(いっぱい).
 Μετά απ' αυτό, η αστεία γριούλα έμεινε αρκετό καιρό στο σπίτι του Όνι και μαγείρευε(未完μαγειρεύω) γι' αυτό και για όλους τους φίλους του, κάθε μέρα. Το Όνι δεν την πείραξε, ούτε την τρόμαξε(怖がらせる) ποτέ και το μαγείρεμα(料理) είχε γίνει πολύ εύκολο, χάρη στη μαγική κουτάλα.
 Βέβαια, επειδή τα Όνι τρώνε(現τρώω) πολύ(大食い) περισσότερο απ' τον άνθρωπο, έπρεπε να μαγειρεύει(接現μαγειρεύω) πολύ, πάρα πολύ μεγάλες ποσότητες ρυζιού.
 Όμως ένιωθε μοναξιά(孤独) κι ήθελε πάρα πολύ να επιστρέψει στο σπιτάκι της και να ξαναφτιάξει(接アφτιάχνω作る) τα κουλουράκια της. Έτσι, μια μέρα που όλα τα Όνι είχαν βγει(過去完βγαίνω) έξω, σκέφτηκε πως ήταν ευκαιρία να το σκάσει(接アσκάζω脱走).
 Πρώτα πρώτα(まず第一に), πήρε τη μαγική κουτάλα και την έβαλε(アβάζω) κάτω απ' τη ζώνη(帯) της. Έπειτα, κατέβηκε(アκατεβαίνω降りる) στο ποτάμι. Κανένας δεν την είχε δει(完見る) και η βάρκα ήταν εκεί. Μπήκε(アμπαίνω入る) μέσα κι έσπρωξε(アσπρώχνω押す) με το κουπί(櫂), κι επειδή μάλιστα κωπηλατούσε(未完κωπηλατώ船をこぐ) πολύ καλά, σύντομα άφησε πολύ πίσω της την όχθη.
 Αλλά το ποτάμι ήταν πολύ πλατύ(広い), δεν είχε καλά καλά(やっと) διασχίσει(完διασχίζω渡る) το ένα τέταρτο της απόστασης ώς την άλλη όχθη, και τα Όνι γύρισαν(アγυρίζω) όλα στο σπίτι. Είδαν ότι η μαγείρισσα(料理人) τους είχε φύγει(完φεύγω) και μαζί μ' αυτήν και η μαγική κουτάλα. Έτρεξαν (アτρέχω) αμέσως στο ποτάμι και είδαν τη γριά να κωπηλατεί(接現κωπηλατώ) γρήγορα και ν' απομακρύνεται(接現απομακρύνομαι去る).
 Ίσως να(おそらく〜である) μην ήξεραν(未完ξέρω) κολύμπι(泳ぎ), πάντως(とにかく) δεν είχαν άλλη βάρκα και σκέφτηκαν πως ο μόνος τρόπος να πιάσουν(接アπιάνω捕まえる) την αστεία γριούλα ήταν να πιουν(接アπίνω) όλο το νερό του ποταμού πριν φτάσει(接ア) στην απέναντι όχθη.
 Έτσι γονάτισαν κι άρχισαν να πίνουν τόσο γρήγορα, που πριν ακόμα φτάσει η γριά στα μισά της απόστασης, το νερό είχε κατέβει(完κατεβαίνω引いた) αρκετά.
 Όμως, η γριά συνέχισε να τραβάει(接現τραβώ引く) κουπί, ώσπου(〜まで) το ποτάμι έγινε τόσο ρηχό(浅い), που τα Όνι σταμάτησαν να πίνουν κι άρχισαν να το διασχίζουν(渡る) με τα πόδια.
 Τότε, πέταξε(アπετώ投げる) το κουπί της, έβγαλε(アβγάζω取り出す) τη μαγική κουτάλα απ' τη ζώνη της κι άρχισε να την κουνάει(振る), κάνοντας γκριμάτσες(しかめる) τόσο αστείες(おかしい), που όλα τα Όνι ξέσπασαν(ξεσπάω急に〜する) σε γέλια(笑い).
 Καθώς όμως γελούσαν(未完γελώ), άρχισαν να βγάζουν(出す) άθελα(思わず) τους όλο το νερό που είχαν πιει και το ποτάμι ξαναγέμισε(アγεμίζω満ちる). Τα Όνι δεν μπορούσαν να περάσουν(接アπερνώ渡る) απέναντι(反対に), έτσι η αστεία γριούλα έφτασε στην άλλη πλευρά σώα και αβλαβής(無事に) κι άρχισε να τρέχει την ανηφοριά(上り坂) όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
 Δεν σταμάτησε να τρέχει, ώσπου(まで) ξαναβρέθηκε(ξαναβρίσκομαι) στο σπίτι της.
 Από 'κει κι έπειτα ήταν πολύ ευτυχισμένη(うれしい), γιατί μπορούσε να φτιάχνει(接現φτιάχνω) κουλουράκια όποτε ήθελε(未完θέλω). Εξάλλου(さらに) είχε και τη μαγική κουτάλα για να κάνει ρύζι.
 Άρχισε λοιπόν να πουλάει(接現πουλώ売る) τα κουλουράκια της στους γείτονες(近所) και στους περαστικούς(通行人) και πολύ σύντομα έγινε πλούσια.

5. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΕΡΕΑ ΚΟΓΚΙ

Πριν από χίλια περίπου χρόνια ζούσε στον περίφημο(有名な) ναό Μίϊδέρα(三井寺), στην Οτσού(大津) της επαρχίας του Όμι(近江), ένας σοφός ιερέας που λεγόταν(未完λέγομαι) Κόγκι(興義). Ήταν ένας σπουδαίος(すぐれた) ζωγράφος. Ζωγράφιζε το ίδιο(〜と同じように) ωραία(うまく) Βούδες(複対Βούδας), όμορφα τοπία(風景), ζώα(ζώο動物) και πουλιά(n.πουλί鳥), περισσότερο όμως του άρεσε να ζωγραφίζει ψάρια(ψάρι魚).
 Κάθε φορά που είχε καλό καιρό(天気) και τα θρησκευτικά(宗教的な) του καθήκοντα(主、義務) το(出かけること) επέτρεπαν(未完επιτρέπω許す), πήγαινε στη λίμνη Μπίβα(琵琶湖) κι έβαζε(βάζω〜させる) τους ψαράδες (ψαρά漁師) να του πιάσουν(πιάνω) ψάρια, χωρίς να τα τραυματίσουν(接アτραυματίζω傷つける), έτσι ώστε μετά να τα ζωγραφίζει την ώρα που κολυμπούσαν(未完κολυμπώ泳ぐ) μέσα σ' ένα μεγάλο δοχείο(鉢) με νερό. Αφού τα ζωγράφιζε και τα τάιζε(餌をやる) σαν χαϊδεμένα(愛する) παιδιά, τα ελευθέρωνε πηγαίνοντας τα πίσω στη λίμνη ο ίδιος. Οι ζωγραφιές του με τα ψάρια έγιναν(ア) στο τέλος τόσο γνωστές, που οι άνθρωποι έρχονταν από πολύ μακριά για να τις δουν(接ア).
 Αλλά την πιο(最も) ωραία του ζωγραφιά με ψάρια, δεν την έκανε(描いた) βλέποντας τα ψάρια ζωντανά(生きているのを見ながら), αλλά όπως τα θυμόταν(未完θυμάμαι思い出す) από ένα όνειρο. Μια μέρα δηλαδή, την ώρα που καθόταν(κάθομαι座った) στην άκρη της λίμνης κι έβλεπε τα ψάρια να κολυμπούν(接現κολυμπώ), πήρε(アとる) έναν υπνάκο(うたたね) κι ονειρεύτηκε(アονειρεύομαι夢を見る) ότι έπαιζε(未完παίζω) με τα ψάρια κάτω απ' το νερό. 'Οταν ξύπνησε (アξυπνώ目覚めた), το όνειρο ήταν ακόμα τόσο καθαρό(はっきり), που μπόρεσε να το ζωγραφίσει, κι αυτή τη ζωγραφιά, που την κρέμασε(κρεμώ掛ける) σε μία κόγχη(床の間) του δωματίου του στο ναό, την ονόμασε Το Ψάρι του Ονείρου(夢応の鯉魚).
 Κανείς δεν μπορούσε να πείσει(接アπείθω) τον Κόγκι να πουλήσει(接アπουλώ売る) κάποια από τις ζωγραφιές του με τα ψάρια.
 Ήταν πρόθυμος(快く〜する) ν' αποχωριστεί (接アαποχωρίζομαι別れる) κάποιο απ' τα τοπία του ή κάποιον από τους πίνακες(絵) που παρίσταναν(未完παριστάνω描いた) πουλιά ή λουλούδια. Έλεγε όμως ότι δεν θα πούλαγε(条未完πουλώ) ζωγραφιά ζωντανού(生きた) ψαριού σε άνθρωπο ικανό(出来る) να σκοτώσει(接アσκοτώνω殺す) ή να φάει(接アτρώω) ψάρι. Κι επειδή οι άνθρωποι που ήθελαν(未完) ν' αγοράσουν(接アαγοράζω買う) τους πίνακες του έτρωγαν(未完τρωώ食べる) όλοι (←)τους ψάρια, τα χρήματα(お金) τους δεν μπορούσαν να τον δελεάσουν (接アδελεάζω誘う).
 Ένα καλοκαίρι ο Κόγκι αρρώστησε (アαρρωσταίνω病になる), μέσα σε μια βδομάδα(一週間もすると) δεν μπορούσε πια να μιλήσει(接ア) και να κουνηθεί (接アκουνιέμαι動く) καθόλου, έτσι που έλεγες πως(=that) ήταν πεθαμένος(死んだ). Είχαν μάλιστα γίνει(完γίνομαι) και οι ετοιμασίες(準備) για την κηδεία(葬儀) του, όταν οι φίλοι του ανακάλυψαν (アανακαλύπτω発見) πως το σώμα του ήταν αρκετά ζεστό(暖かい) κι αποφάσισαν να αναβάλουν(接アαναβάλλω延期する) την κηδεία για λίγο, για να παρακολουθήσουν (接アπαρακολουθώ観察する) την κατάσταση του σώματος αυτού, που έμοιαζε(未完) νεκρό.
 Το απόγευμα της ίδιας μέρας ο Κόγκι ξαφνικά συνήλθε(アσυνέρχομαι回復する) και ρώτησε εκείνους που τον πρόσεχαν(未完προσέχω見守る): «Πόσο καιρό έμεινα(アμένω) έτσι, χωρίς επαφή(接触) με τον γύρω κόσμο(まわりの世界);»
 «Πάνω(以上) από τρεις μέρες», απάντησε ένας βοηθός. «Νομίζαμε(未完) πως ήσαστε(未完) νεκρός(死んだ) και μάλιστα σήμερα το πρωί οι φίλοι και οι ενορίτες(檀家) σας συγκεντρώθηκαν (アσυγκεντρώνονται集まる) στο ναό για την κηδεία σας. Κάναμε(未完κάνω) όλες τις ετοιμασίες, μετά όμως, βλέποντας πως το σώμα σας δεν είχε παγώσει(完παγώνω冷たくなる) εντελώς, αναβάλαμε(アαναβάλλω) την κηδεία και τώρα χαιρόμαστε (現χαίρομαι喜ぶ) πολύ που έγινε έτσι».
 Ο Κόγκι κούνησε(アκουνώうなづく) το κεφάλι του ικανοποιημένος(満足して). Ύστερα είπε: «Θέλω κάποιος από σας να πάει(πάω行く) αμέσως στο σπίτι του Τάιρα νο Σούκε(平の助), όπου αυτή τη στιγμή οι νέοι(若者たち) γλεντούν(γλεντώ宴会する) -τρώνε(現τρώω) ψάρι και πίνουν κρασί- και να τους πει(接ア) ότι ξαναγύρισα (アγυρίζω戻った) στη ζωή και ότι τους παρακαλώ(頼む), αν έχουν(現) την καλοσύνη(親切), να αφήσουν(接アαφήνω) το γλέντι τους και να έρθουν(接アέρχομαι) αμέσως κοντά μου, γιατί έχω να τους πω μια θαυμάσια ιστορία!... Ακόμα», συνέχισε ο Κόγκι, «θέλω αυτός που θα πάει(行く) να δει(見る) τι κάνουν ο Σούκε και τ' αδέρφια του• να δει αν(〜かどうか) πράγματι γλεντούν, όπως το είπα».
 Τότε ένας βοηθός πήγε αμέσως στο σπίτι του Τάιρα νο Σούκε και με έκπληξη του αντίκρισε (αντικρίζω遭遇する) τον Σούκε, τον αδερφό (←)του Τζούρο(彼の弟十郎) και τους βοηθούς του, να γλεντούν όπως ακριβώς είχε πει ο Κόγκι. 'Ομως, αμέσως μόλις άκουσαν(アακούω) το μήνυμα(伝言), άφησαν τα ψάρια και το κρασί κι έφυγαν και οι τέσσερις βιαστικά(急いで) για το ναό.
 Ο Κόγκι ξαπλωμένος(横たわって) σ' ένα ντιβάνι(ソファ) όπου τον είχαν μεταφέρει(μεταφέρω移した), τους υποδέχτηκε(アυποδέχομαι歓迎する) καλοσωρίζοντάς(歓迎する) τους μ' ένα χαμόγελο(笑み), κι αφού αντάλλαξαν μερικές ευχάριστες(楽しい) κουβέντες, είπε στον Σούκε: «Και τώρα, φίλε, σε παρακαλώ να μου απαντήσεις σε μερικές ερωτήσεις που θα σου κάνω. Πρώτα απ' όλα πες(命λέω) μου, αν έχεις την καλοσύνη, αν σήμερα αγόρασες(αγοράζω買う) ή όχι, ένα ψάρι από τον Μπάνσι(文四) τον ψαρά».
 «Μα, ναι», απάντησε ο Σούκε. «Πώς το ξέρετε(現) όμως;»
 «Σε παρακαλώ, μη βιάζεσαι(接現βιάζομαι急ぐ)», είπε ο ιερέας. «Αυτός ο ψαράς(漁師) ο Μπάνσι, πέρασε(通過する、入る) σήμερα την πόρτα της αυλής(屋敷) σου, έχοντας στο καλάθι(かご) του ένα μεγάλο ψάρι, μακρύ(長い) ίσαμε(約) τρία μέτρα. Ήταν νωρίς τ' απόγευμα, εσύ και ο Τζούρο είχατε μόλις αρχίσει να παίζετε χαρτιά(カード) και ο Καμόρι παρακολουθούσε (アπαρακολουθώ) το παιχνίδι(遊び) τρώγοντας ένα ροδάκινο(桃), έτσι δεν είναι;(そうではないか?)»
 «Έτσι», είπαν μαζί ο Σούκε και ο Καμόρι(掃守), ενώ η έκπληξη τους όλο και(ますます) μεγάλωνε(大きくなる). «Όταν ο Καμόρι είδε το μεγάλο αυτό ψάρι», συνέχισε ο Κόγκι, «συμφώνησε αμέσως να το αγοράσει(全然ア), κι όχι μόνο πλήρωσε(接アπληρώνω代価を払う) το ψάρι, αλλά έδωσε στον Μπάνσι και μερικά ροδάκινα σ' ένα δίσκο(盆) και τρεις κούπες(盃) κρασί. Τότε φωνάξατε(呼んだ) το μάγειρα(料理人)• ήρθε, κοίταξε(見る) το ψάρι και το θαύμασε. Μετά, σύμφωνα(〜にしたがって) με τις διαταγές(指図) σας, το τεμάχισε(アτεμαχίζω切る) και το ετοίμασε για το γλέντι σας... Δεν έγιναν όλα όπως τα λέω;» ,
 «Ναι», απάντησε ο Σούκε, «αλλά το γεγονός(事実) ότι ξέρετε τι συνέβη(アσυμβαίνω起こる) στο σπίτι μας σήμερα, μας εκπλήσσει(現εκπλήσσω驚かす). Πείτε μας παρακαλώ, πώς τα μάθατε(アμαθαίνω) όλα αυτά;»
 «Ας(さあ〜しよう) πω λοιπόν την ιστορία μου», είπε ο ιερέας. «Ξέρετε ότι σχεδόν όλοι πίστευαν(未完πιστέυω) πως ήμουν νεκρός, εσείς οι ίδιοι ήσασταν (未完είμαι) πριν λίγο εδώ για την κηδεία μου. Πριν τρεις μέρες, όμως, δεν σκέφτηκα καθόλου πως μπορούσα(かもしれない) να 'μαι σοβαρά άρρωστος. Θυμάμαι μονάχα(ただ) ότι ένιωσα αδύναμος και πολύ ζεστός κι ότι θέλησα να βγω(接アβγαίνω出る) έξω να δροσιστώ(接アδροσίζομαι涼む). Νομίζω μάλιστα ότι σηκώθηκα(σηκώνομαι起き上がる) απ' το κρεβάτι μου με μεγάλη προσπάθεια(努力), κι ότι βγήκα (アβγαίνω出る) έξω στηριζόμενος(στηρίζομαι支える) σ' ένα μπαστούνι(杖)... Ίσως βέβαια όλα αυτά να είναι η φαντασία(空想) μου, αλλά σύντομα θα κρίνετε(接現κρίνω) από μόνοι(主) σας(あなた達だけで) αν λέω αλήθεια ή όχι. Θα σας διηγηθώ (接アδιηγούμαι) τα πάντα ακριβώς όπως φαίνεται ότι συνέβησαν...
 » Μόλις βγήκα απ' το σπίτι στον καθαρό αέρα, άρχισα να νιώθω πολύ ελαφρύς(軽い)• ελαφρύς σαν πουλί που ανοίγει τα φτερά(羽) του και αφήνει το δίχτυ(網) ή το καλάθι που το 'χάνε(未完χάνω逃す) κλεισμένο(κλείνομαι閉じ込められる).Περιπλανήθηκα(περιπλανιέμαιさまよう) για πολλή ώρα, ώσπου έφτασα στη λίμνη. Τα νερά ήταν τόσο ωραία και γαλανά(青い), που ένιωσα μια έντονη(強い) επιθυμία να κολυμπήσω(接アκολυμπώ). Έβγαλα(βγάζω脱ぐ) τα ρούχα μου, έπεσα(アπέφτω) στο νερό και άρχισα να κολυμπώ. Με έκπληξη συνειδητοποίησα(アσυνειδητοποιώ悟った) ότι μπορούσα να κολυμπήσω(接ア) πολύ γρήγορα και με μεγάλη επιδεξιότητα(器用さ) παρόλο που(にも関わらず) πάντοτε, πριν απ' αυτή μου την αρρώστια, ήμουν πολύ κακός κολυμβητής... Νομίζετε πως ό,τι σας λέω αυτή τη στιγμή είναι απλώς ένα ανόητο(馬鹿げた) όνειρο. Ακούστε όμως! Καθώς απορούσα(未完απορώ戸惑う) μ' αυτή την πρωτόγνωρη (前例のない) ικανότητα(技術) μου να κολυμπώ, αντιλήφθηκα (アαντιλαμβάνομαι気づく) πολλά όμορφα ψάρια να κολυμπούν χαμηλότερα(下に) και γύρω μου κι άξαφνα ένιωσα να τα ζηλεύω(羨む) για την ευτυχία τους, γιατί όσο καλός κολυμβητής κι αν(たとえ〜でも) είναι ένας άνθρωπος, ποτέ δεν θα μπορέσει(接アμπορώ) να χαρεί(接アχαίρομαι楽しむ) το νερό όπως ένα ψάρι.
 »Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένα πολύ μεγάλο ψάρι έβγαλε(βγάζω出す) το κεφάλι του πάνω απ' το νερό(水面に) μπροστά μου, και μου μίλησε μ' ανθρώπινη φωνή λέγοντας: "Αυτή σου η επιθυμία μπορεί εύκολα να πραγματοποιηθεί (接アπραγματοποιούμαι). Παρακαλώ, περίμενε(命現) εδώ μια στιγμή!" Τότε το ψάρι ξαναβυθίστηκε (βυθίζομαι潜る) στο νερό• δεν το 'βλεπα(未完) πια κι έτσι περίμενα(未完).
 »Μετά από λίγα λεπτά αναδύθηκε (アαναδύομαι浮上する) απ' το βυθό της λίμνης - καθισμένος στη ράχη(背中) του ίδιου μεγάλου ψαριού που μου είχε μιλήσει - ένας άνθρωπος(主) που φορούσε(未完φορώ) κορόνα κι επίσημα(正装の) ρούχα πρίγκιπα(属プリンス) και μου είπε: "Έρχομαι σ' εσένα μ' ένα μήνυμα από το Δράκο Βασιλιά(龍王), που γνωρίζει την επιθυμία σου να χαρείς(接アχαίρομαι楽しむ) για λίγο τον τρόπο που ζούνε(現ζώ) τα ψάρια. Επειδή έσωσες(σώζω救う) τη ζωή πολλών ψαριών κι επειδή έδειχνες(未完δείχνω) πάντοτε συμπόνια(シボニヤ同情) στα ζωντανά πλάσματα, ο Θεός σου χαρίζει(くださる) τώρα την εμφάνιση(姿) του Χρυσού Ψαριού, για να μπορέσεις ν' απολαύσεις(接アαπολαύω楽しむ) τις χάρες(χάρη好意) του Υδάτινου(水の) Κόσμου. Πρέπει όμως να προσέξεις(接アπροσέχω注意する) να μη φας(接アτρώω) ψάρι ή οτιδήποτε(何であれ) φτιάχνεται(φτιάχνομαι作られる) από ψάρι, όσο(どれほど〜でも) ωραία κι αν μυρίζει(臭う) κι ακόμα να μη σε πιάσει(接アπιάνω) ψαράς(漁師) και να μη χτυπήσεις(接アχτυπώ打つ) στο σώμα με κανέναν τρόπο".
 »Με αυτά τα λόγια ο αγγελιαφόρος και το ψάρι του έφυγαν και χάθηκαν(アχάνομαι消える) στα βαθιά νερά. Κοιτάχτηκα(アκοιτάζομαι自分を見る) και είδα ότι όλο μου το σώμα είχε σκεπαστεί(接アσκεπάζομαι覆われる) με λέπια(うろこ) που έλαμπαν(未完λάμπω輝く) σαν το χρυσάφι(金) κι ότι είχα βγάλει(βγάζω手に入れる) πτερύγια(ひれ).
 Συνειδητοποίησα τελικά ότι στην πραγματικότητα(本当に) είχα μεταμορφωθεί (完μεταμορφώνομαι) σε χρυσόψαρο. Εκείνη τη στιγμή ήξερα ότι μπορούσα να κολυμπήσω και να πάω(接ア行く) όπου ήθελα(未完).
 »Από 'κει κι έπειτα, μου φάνηκε(アφαίνομαι) ότι κολύμπησα πολύ μακριά, φτάνοντας έτσι σε πολλά ωραία μέρη(μέρος場所). Μ' ευχαριστούσε(未完ευχαριστώ喜ばす) απλά(単に) και μόνο να κοιτάζω το φως του ήλιου να χορεύει(踊る) πάνω στο γαλάζιο(ライトブルー) νερό ή ακόμα να θαυμάζω την ωραία αντανάκλαση(反映) των λόφων και των δέντρων πάνω σε ακίνητες(動かない) και απάνεμες(風のない) επιφάνειες(表面)... Θυμάμαι ιδιαίτερα(特に) την ακτή(岸) ενός νησιού - ή του Οκιτσουσίμα(沖津島) ή του Τσικουμπουσίμα(竹生島) - που η αντανάκλαση της στο νερό έμοιαζε με κόκκινο τοίχο(壁)... Μερικές φορές πλησίαζα στην ακτή τόσο πολύ που μπορούσα να δω τα πρόσωπα(顔) και ν' ακούσω τις φωνές των περαστικών(通行人), άλλοτε πάλι κοιμόμουν(未完κοιμάμαι眠る) πάνω στο νερό, ώσπου ξυπνούσα(未完ξυπνώ) τρομαγμένος(驚く) απ' τον ήχο κάποιου κουπιού(櫂) που πλησίαζε(未完πλησίαζω). Το βράδυ είχε ωραίο φεγγάρι(月の光), αλλά δεν ήταν λίγες και οι φορές που με τρόμαξαν(驚かす) οι φωτισμένες(光る) ψαρόβαρκες(漁船) του Κατασέ, που 'βγαίναν(未完βγαίνω出る) πυροφάνι(かがり火).
 »Όταν ο καιρός ήταν άσχημος(悪い), πήγαινα στα βαθιά. Πήγαινα πολύ χαμηλά - και στα χίλια πόδια ακόμα - κι έπαιζα(未完παίζω遊ぶ) στο βυθό της λίμνης. Όταν όμως πέρασαν δυο-τρεις μέρες ευχάριστης περιπλάνησης(彷徨い), άρχισα να πεινώ(空腹になる) πολύ κι επέστρεψα σ' αυτή τη γειτονιά(近所) ελπίζοντας πως θα 'βρισκα(条未完βρίσκω見つける) κάτι να φάω(接アτρώω). Εκείνη ακριβώς την ώρα έτυχε(アτυχαίνω) να ψαρεύει(接現ψαρεύω) ο Μπάνσι, ο ψαράς. Πλησίασα (アπλησίαζω) το αγκίστρι(釣り針) που 'χε κατεβάσει(完κατεβαίνω) στο νερό. Πάνω σ' αυτό υπήρχε ένα δόλωμα(餌) για ψάρια(魚) που μύριζε(臭う) ωραία. Την ίδια στιγμή θυμήθηκα(アθυμάμαι) την προειδοποίηση(警告) του Δράκου Βασιλιά κι απομακρύνθηκα (アαπομακρύνομαι遠ざかる) κολυμπώντας, λέγοντας στον εαυτό μου: "Όπως και να 'χει(とにかく), δεν πρέπει να φάω τροφή(食物) που να περιέχει(接現περιέχω含む) ψάρι - Είμαι ένας πιστός(信者) του Βούδα".
 »Παρ'όλα αυτά, μετά από λίγο η πείνα(飢え) μου έγινε τόσο έντονη, που δεν μπόρεσα ν' αντισταθώ (接アαντιστέκομαι抵抗する) στον πειρασμό(誘惑). Έτσι ξαναγύρισα κολυμπώντας στο αγκίστρι, ενώ σκεφτόμουν ότι ακόμα κι αν(たとえ〜でも) μ' έπιανε(条未完πιάνω) ο Μπάνσι, δεν θα μου έκανε κακό γιατί ήταν φίλος μου παλιός(古い). Δεν κατάφερνα όμως να απαγκιστρώσω (接アαπαγκιστρώνω鈎をはずす) το δόλωμα, και καθώς η μυρωδιά(臭い) της τροφής μ' έκανε(させる) να χάσω(接アχάνω失くす) την υπομονή(我慢) μου, το κατάπια (アκαταπίνω飲み込んだ) ολόκληρο(まるごと) με μια χαψιά(ひと飲みで). Αμέσως ο Μπάνσι τράβηξε(引く) την πετονιά(釣り糸) του και μ' έπιασε(アπιάνω). Του φώναξα "Τι κάνεις; Με πονάς(πονώ)!" Φαίνεται όμως ότι δεν μ' άκουγε(未完ακούω) και γρήγορα πέρασε(アπερνώ通す) ένα σπάγκο(糸) μέσα απ' το στόμα μου. Μετά, με πέταξε(アπετώ投げる) στο καλάθι του και μ' έφερε σπίτι σας.
 »Εκεί, όταν άνοιξαν(3pl.) το καλάθι, είδα εσένα και τον Τζούρο να παίζετε χαρτιά στο νότιο(南の) δωμάτιο και τον Καμόρι να σας παρακολουθεί(接現παρακολουθώ観察する) τρώγοντας ένα ροδάκινο. Σε λίγο βγήκατε(アβγαίνω) όλοι σας στη βεράντα(ベランダ) για να με δείτε(接ア) και χαρήκατε (アχαίρομαι喜ぶ) πολύ που ήμουν ένα τόσο μεγάλο ψάρι. Σας φώναξα όσο πιο δυνατά μπορούσα(未完): "Δεν είμαι Ψάρι! Είμαι ο Κόγκι - ο Κόγκι ο ιερέας! Σας παρακαλώ αφήστε με να γυρίσω πίσω στο ναό!" Εσείς όμως χειροκροτούσατε (アχειροκροτώ拍手する) απ' τη χαρά σας και δεν δώσατε καμία σημασία(注目する) στα λόγια μου.
 »Έτσι ο μάγειρας σας με πήγε(持っていく) στην κουζίνα και με πέταξε(投げる) βίαια(乱暴に) επάνω σ' ένα σανίδι(まな板), όπου υπήρχε ένα τρομερά κοφτερό(よく切れる) μαχαίρι(包丁). Με το αριστερό του χέρι με πίεσε(アπίεζω押す) προς τα κάτω, ενώ με το δεξί(δεξής,n) έπιασε(πιάνωつかむ) το μαχαίρι• του φώναξα: "Πώς μπορείς να με σκοτώνεις τόσο απάνθρωπα! Είμαι ένας πιστός του Βούδα! Βοήθεια(助け)! Βοήθεια!" Την ίδια στιγμή όμως ένιωσα το μαχαίρι να με χωρίζει(別ける) στα δύο• ήταν ένας φρικτός(おぞましい) πόνος! Άξαφνα τότε ξύπνησα και είδα ότι βρισκόμουν(未完) εδώ, στο ναό».
 Όταν ο ιερέας τελείωσε την ιστορία του, έκπληκτα τα αδέρφια άρχισαν να σκέφτονται και ο Σούκε του είπε: «Θυμάμαι τώρα ότι είχα προσέξει(προσέχω気づく) πως όση ώρα κοιτάζαμε το ψάρι, το στόμα του κουνιόταν(未完κουνιέμαι動く), δεν ακούγαμε όμως καμιά φωνή... Τώρα πρέπει να στείλω στο σπίτι έναν υπηρέτη(召使) με τη διαταγή(命令) να πετάξει(πετώ) τα υπολείμματα(残り) του ψαριού στη λίμνη».
 Σύντομα ο Κόγκι ανάρρωσε(アαναρρώνω全快する) κι έζησε(アζώ) τόσο που μπόρεσε να κάνει πολλές ακόμα ζωγραφιές. Λένε ότι πολύ καιρό αφού πέθανε, μερικές από τις ζωγραφιές του με ψάρια έτυχε(アτυχαίνω) κάποτε(ある時) να πέσουν(接アπέφτω) στη λίμνη κι ότι τα ψάρια ξεκόλλησαν(アξεκολλώ離れる) αμέσως απ' το μετάξι(絹) ή το χαρτί(紙), όπου ήταν ζωγραφισμένα, και κολύμπησαν(ア) πέρα μακριά!


6. ΟΥΡΑΣΙΜΑ

Πριν από χίλια τετρακόσια χρόνια, ο μικρός ψαράς, Ουρασίμα Τάρο, ξεκίνησε(ξεκίνώ) με τη βάρκα του απ' την ακτή του Σουμινόγιε(住之江). Καθώς ψάρευε(未完ψαρέυω釣りをする), το αγόρι άφησε τη βάρκα του να παρασυρθεί (παρασύρομαι漂う). Ήταν μια παράξενη βάρκα(浦島太郎の船), χωρίς χρώματα και πηδάλιο(舵), σε σχήμα(形) που πιθανότατα δεν έχετε ξαναδεί(完ξαναβλέπω) ποτέ σας. Παρ' όλα αυτά, μετά από χίλια τετρακόσια χρόνια, μπορεί κανείς ακόμα να δει τέτοιες βάρκες, αραγμένες (αραζω係留する) σε παλιά ψαροχώρια(漁村), στις ακτές της Ιαπωνικής Θάλασσας.
 Μετά από μεγάλη αναμονή(待機), ο Ουρασίμα έπιασε κάτι και το τράβηξε πάνω. Δυστυχώς, ήταν μονάχα μια χελώνα(亀).
 Οι χελώνες όμως είναι αφιερωμένες (献身的な) στο Δράκο Θεό της Θάλασσας κι έχουν διάρκεια(寿命) φυσικής ζωής χίλια - μερικοί λένε και δέκα χιλιάδες - χρόνια. Γι' αυτό είναι μεγάλο λάθος να τις σκοτώνει κανείς. Έτσι, το αγόρι έλυσε απαλά(優しく) το πλασματάκι(生き物) απ' την πετονιά του και το ελευθέρωσε με μια προσευχή(祈り) στους Θεούς.  Δεν έπιασε όμως τίποτε(何も) άλλο. Η μέρα ήταν πολύ ζεστή• η θάλασσα, ο αέρας και τα πάντα τριγύρω ήταν πολύ πολύ σιωπηλά(無言な). Έτσι, ο Ουρασίμα νύσταξε(νυστάζω) πολύ κι αποκοιμήθηκε μέσα στη βάρκα του, που κυλούσε (κυλώ流れる) πάνω στο νερό.
 Καθώς κοιμόταν, περιτριγυρισμένος (περιτριγυρίζω取り巻く) από θάλασσα, ονειρεύτηκε(アονειρεύομαι夢を見る) ένα όμορφο κορίτσι ντυμένο στα κόκκινα και μπλε(青い), με μακριά(長い) μαύρα μαλλιά που χύνονταν στην πλάτη(背中) της μέχρι τα πόδια, όπως και της κόρης ενός πρίγκιπα, πριν από χίλια τετρακόσια χρόνια.
 Ήρθε γλιστρώντας(γλιστρώ滑る) πάνω στο νερό, απαλά(ソフトな) σαν τον αέρα, στάθηκε(アστέκομαι) πάνω απ' το αγόρι που κοιμόταν στη βάρκα, το ξύπνησε(起こす) μ' ένα ελαφρό άγγιγμα(触れること) και είπε:
 «Μην τρομάζεις. Ο πατέρας μου, ο Δράκος Βασιλιάς της Θάλασσας, μ' έστειλε σε σένα επειδή έχεις καλή καρδιά. Σήμερα άφησες ελεύθερη μια χελώνα. Έτσι τώρα θα πάμε στο παλάτι του πατέρα μου στο νησί, όπου το καλοκαίρι δεν πεθαίνει ποτέ, κι αν θέλεις, θα γίνω η λουλουδένια γυναίκα(花嫁) σου και θα ζήσουμε εκεί για πάντα ευτυχισμένοι».
 Ο Ουρασίμα την κοίταζε κι ο θαυμασμός(驚き) του όλο και μεγάλωνε• ήταν ομορφότερη απ' οποιοδήποτε άλλο ανθρώπινο πλάσμα και δεν μπορούσε παρά να την αγαπήσει(愛さずにはいられない). Έτσι, έπιασαν από ένα κουπί ο καθένας(各々) κι άρχισαν να κωπηλατούν μαζί και ν' απομακρύνονται. Στις δυτικές(西の) ακτές μπορεί ακόμα(今でもそんな光景は見られる) να συναντήσει (接アσυναντώ会う) κανείς ανδρόγυνα(夫婦) να κωπηλατούν μαζί, την ώρα που οι ψαρόβαρκες κινούνται αθόρυβα(静かに) μες(=μέσα) στο χρυσάφι του δειλινού(夕暮れ).
 Γλίστρησαν(γλιστρώ) απαλά και γοργά(素早く) προς το νότο(南), πάνω στο σιωπηλό γαλάζιο νερό, ώσπου έφτασαν στο νησί όπου το καλοκαίρι δεν πεθαίνει ποτέ και στο παλάτι του Δράκου Βασιλιά της Θάλασσας. Εκεί, παράξενοι υπηρέτες - πλάσματα της θάλασσας - τους υποδέχτηκαν με ρούχα επίσημα και χαιρέτησαν (χαιρέτω挨拶する) τον Ουρασίμα ως γαμπρό(婿) του Δράκου Βασιλιά.
 Έτσι η κόρη του Θεού της Θάλασσας έγινε γυναίκα του Ουρασίμα• ο γάμος(結婚式) έγινε με λαμπρότητα(豪華) θαυμαστή(素晴らしい) και στο παλάτι του Δράκου η χαρά(喜び、結婚式) ήταν μεγάλη.
 Για τον Ουρασίμα κάθε μέρα που περνούσε ήταν γεμάτη(+対) καινούρια(新しい) θαύματα και νέες απολαύσεις(楽しみ)• θαύματα του βυθού που του 'φερναν οι υπηρέτες του ωκεάνιου Θεού κι απολαύσεις αυτής της μαγεμένης(魔法の) γης, όπου το καλοκαίρι δεν πεθαίνει ποτέ. Έτσι πέρασαν τρία χρόνια.
 Παρ' όλα αυτά όμως, ο μικρός ψαράς ένιωθε ένα βάρος στην καρδιά του, κάθε φορά που σκεφτόταν τους γονείς του, που περίμεναν μοναχοί. Έτσι, στο τέλος, παρακάλεσε τη γυναίκα του να τον αφήσει να γυρίσει σπίτι του για λίγο μόνο, ίσα ίσα(まさに) όσο να(〜するまで) πει δυο κουβέντες στον πατέρα του και τη μητέρα του. Μετά θα ξαναγύριζε(条未完γύριζω) βιαστικά κοντά της.
 Ακούγοντας αυτά τα λόγια, η κοπέλα άρχισε να κλαίει, και για πολλή ώρα συνέχισε να κλαίει σιωπηλά. Μετά του είπε: «Αφού(理由) το θέλεις πρέπει βέβαια να πας(πάω行く). Φοβάμαι πολύ που φεύγεις• φοβάμαι πως ποτέ δεν θα ξαναδούμε(接ア) ο ένας τον άλλο(互いに). Θα σου δώσω όμως να πάρεις(接アπαίρνω) μαζί σου ένα μικρό κουτάκι(小箱). Αν κάνεις(κάνω) ό,τι σου πω, θα σε βοηθήσει(接アβοηθώ) να γυρίσεις(接ア) κοντά μου. Μην το ανοίξεις. Μην το ανοίξεις σε καμιά περίπτωση(いかなる場合も), ό,τι κι αν συμβεί(何が起ころうと)! Αν το ανοίξεις, δεν θα μπορέσεις να επιστρέψεις και δεν θα με ξαναδείς ποτέ πια!»
 Τότε του έδωσε ένα κουτάκι από λάκα(漆), δεμένο(δένομαι結ぶ) μ' ένα μεταξωτό(絹の) κορδόνι(紐). (Αυτό το κουτί μπορεί ακόμα σήμερα να το δει κανείς στο ναό του Καναγκάουα, δίπλα στην ακτή• οι ιερείς του ναού κρατούν επίσης την πετονιά του Ουρασίμα Τάρο και κάποια παράξενα κοσμήματα που έφερε μαζί του απ' το βασίλειο του Δράκου.)
 Ο Ουρασίμα, ωστόσο, καθησύχασε (καθησυχάζωなだめる) τη γυναίκα του και της υποσχέθηκε(υπόσχομαι約束する) ότι ποτέ, ποτέ δεν θ' άνοιγε το κουτί. Δεν θα χαλάρωνε(緩める) καν το μεταξωτό κορδόνι. Έτσι, διασχίζοντας(διασχίζω別れる) το καλοκαιρινό φως, άφησε πίσω του τη θάλασσα που 'ναι πάντα γαλήνια(穏やか) - το σχήμα του νησιού, όπου το καλοκαίρι δεν πεθαίνει ποτέ, ξεθώριασε(ξεθωριάζω色褪せる) πίσω του σαν όνειρο - και είδε ξανά μπροστά του τις κορφές(頂き) των γαλάζιων βουνών της Ιαπωνίας να χάνονται (χάνομαι) μέσα στην άσπρη(白い) λάμψη(輝き) του βορινού(北の) ορίζοντα(属、水平線).
 Τέλος, γλίστρησε ξανά στον όρμο(入江) του χωριού του. Στεκόταν και πάλι στη γνωστή παραλία(海岸). Καθώς κοίταζε όμως, ένιωσε μεγάλη αμηχανία(当惑) και μια περίεργη αμφιβολία(疑い).
 Το μέρος, παρ' ότι(〜にも関わらず) ήταν ίδιο(自分の), ήταν συγχρόνως(同じ) και διαφορετικό. Το καλύβι(あばら家) των γονιών του είχε εξαφανιστεί(接アεξαφανίζομαι消滅する). Υπήρχε βέβαια ένά χωριό, αλλά τα σχήματα των σπιτιών ήταν παράξενα• το ίδιο(同様に) και τα δέντρα και τα χωράφια, ακόμα και τα πρόσωπα των ανθρώπων.
 Σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά(特徴的な) πράγματα που θυμόταν(θυμάμαι), είχαν εξαφανιστεί. Ο ναός του Σίντο φαινόταν να 'χε ξαναχτιστεί (ξαναχτίζομαι建て変えられる) σε καινούρια τοποθεσία(位置). Στις γειτονικές πλαγιές(山腹) τα δάση(δάσος森) δεν υπήρχαν πια. Μόνο το κελάρυσμα(水音) του μικρού χειμάρρου(急流), που διέσχιζε το χωριό, και το σχήμα των βουνών παρέμεναν ίδια. Όλα τ' άλλα ήταν άγνωστα και καινούρια. Μάταια προσπάθησε να βρει το σπίτι των γονιών του. Οι ψαράδες τον κοιτούσαν(未完κοιτώ) απορημένοι (απορώ), κι αυτός όμως, δεν θυμόταν να 'χε ξαναδεί αυτά τα πρόσωπα ποτέ του.
 Πέρασε τότε, στηριζόμενος σ' ένα μπαστούνι, ένας γέροντας κι ο Ουρασίμα τον ρώτησε πώς θα μπορούσε να πάει στο σπίτι της οικογένειας Ουρασίμα. Ο γέρος όμως, έκπληκτος, τον έβαλε (βάζωさせる) να επαναλάβει (επαναλαμβάνω繰り返す) την ερώτηση πολλές φορές και τέλος φώναξε: «Ουρασίμα Τάρο! Από πού έρχεσαι και δεν ξέρεις την ιστορία; Ουρασίμα Τάρο! Πάνε(πάω時が過ぎる) πάνω από(〜以上) τετρακόσια χρόνια που πνίγηκε(アπνίγομαι溺死する)• στο νεκροταφείο(墓地) μάλιστα υπάρχει ένα μνημείο(墓) αφιερωμένο (αφιερώνω捧げる) στη μνήμη του. Οι τάφοι των δικών του είναι κι αυτοί στο ίδιο παλιό νεκροταφείο, που δεν χρησιμοποιείται (χρησιμοποιούμαι使われる) πια. Ουρασίμα Τάρο! Πώς μπορείς να ρωτάς πού είναι το σπίτι του; Τι ανοησία(ナンセンス)!»
 Και συνέχισε το δρόμο του κουτσαίνοντας (κουτσαίνωびっこをひく), γελώντας με την αφέλεια(無邪気) της ερώτησης. Ωστόσο, ο Ουρασίμα πήγε στο νεκροταφείο του χωριού - στο παλιό νεκροταφείο που δεν χρησιμοποιούσαν πια - και βρήκε εκεί τον τάφο του, τους τάφους του πατέρα του, της μητέρας του και των συγγενών(συγγενής親類) του κι ακόμα τους τάφους πολλών άλλων ανθρώπων που ήξερε. Κι ήταν τόσο παλιοί, σκεπασμένοι (σκεπάζομαι) με τόσα βρύα(βρύοこけ), που ήταν δύσκολο να διαβάσει(読む) κανείς τα ονόματα στις πλάκες(πλάκα石板).
 Ήταν σίγουρος πως είχε πέσει (πέφτω〜となる) θύμα(えじき) μιας περίεργης ψευδαίσθησης(錯覚), έτσι ξεκίνησε(ξεκινώ) για την παραλία, κρατώντας(手に持つ) πάντα το κουτί, το δώρο της κόρης του Θεού της Θάλασσας. Όμως, τι είδους(είδοςどんな種類の) ψευδαίσθηση ήταν αυτή; Και τι να(いったい) υπήρχε τάχα(いったい) στο κουτί; Και δεν μπορούσε άραγε το περιεχόμενο (περιέχομαι含まれる) του να 'ταν κι η αιτία της ψευδαίσθησης(箱の中身が原因ではなかろうか); Η αμφιβολία νίκησε την πίστη(信義) του κι απερίσκεπτα(向こう見ずに) αθέτησε (αθετώ破る) την υπόσχεση(約束) που 'χε δώσει στην αγαπημένη του. Έλυσε το μεταξωτό κορδόνι κι άνοιξε το κουτί!
 Αμέσως, χωρίς κανένα θόρυβο, ξεπήδησε(ξεπηδώ湧き出る) απ' το κουτί αέρας, λευκός(白い) και ψυχρός(冷たい) σαν φάντασμα(幻), που υψώθηκε (υψώνομαι上がる) γύρω σαν καλοκαιρινό σύννεφο(雲), κι άρχισε να φεύγει μακριά προς το νότο, πάνω απ' τη σιωπηλή θάλασσα. Τίποτε άλλο δεν υπήρχε στο κουτί.
 Κατάλαβε τότε, πως είχε μόλις καταστρέψει(完καταστρέφω破壊する) την ευτυχία του και πως ποτέ πια δεν θα μπορούσε να επιστρέψει στην αγαπημένη του, την κόρη του Βασιλιά του Ωκεανού. Έτσι, πάνω στην απελπισία(絶望) του, άρχισε να θρηνεί(θρηνώ号泣する) και να κλαίει πικρά.
 Μόνο για μια στιγμή όμως, γιατί ξαφνικά άρχισε ν' αλλάζει(αλλάζω変わる). Ένα ρίγος(ふるえ) τον διαπέρασε(διαπερνώ) ολόκληρο• τα δόντια(δόντι歯) του έπεσαν• το πρόσωπο του ζάρωσε(皺がよる)• τα μαλλιά του έγινα άσπρα σαν το χιόνι• τα άκρα(手足) του μαράθηκαν (μαραίνομαι衰える)• οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν (εγκατέλειπω見捨てる)• σωριάστηκε (σωριάζομαι倒れる) στην άμμο(砂) άψυχος, τσακισμένος(τσακίζομαιやつれる) απ' το βάρος τετρακοσίων χειμώνων(χειμώνας冬).


2021.1.2 Tomokazu Hanafusa / メール
ホーム