Η παρακόρη(養女)

Η παρακόρη(養女)







Η παρακόρη(養女)

             ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ (1890-1969)
             ストラティス・ミリヴィリス


Τη λέγανε Παγώνα. Μάνα πατέρα δε θυμόταν. Από τα μικράτα(子供時代) της, παρακόρη(養女) του γιατρού. Τήνε(την) πήραν από το προσφυγικό(難民の) τ'ορφανοτροφείο(孤児院), μωρό(赤ちゃん) πράμα(πράγμα〜のころに?). Στα χέρια τους μεγάλωσε(成長する). Σα δούλα(下女) και σαν ψυχοκόρη(養女). Πάντα(いつも) της κουτόφερνε(馬鹿なことをする). Γελούσε με το τίποτα και χτυπούσε(叩く) τις φαρδιές(広い) της παλάμες(手のひら) στα γόνατα(ひざ). Και σαν(〜のときに) τέλειωνε την δουλειά(仕事) της και λείπανε τ'αφεντικά(上司) από το σπίτι, έπιανε(πιάνω始める) σπουδαίο κουβεντολόι(お喋り) με τα μωρά(幼児) της γειτονιάς(近所). Μωρουδίστικες(子供じみた) κουβέντες. Πότε(いつ) τα κάνανε τα βαφτίσια(洗礼) της τάδε κούκλας(属、これこれの人形のような子の). Τι θα τη βγάλουν(βγάζω名付ける). Γιατί το Μαράκι(Μαρία指小辞マリアちゃん) μάνισε(怒る) της Τοτούλας(トゥトゥラ) και δεν την παίζει πια. Όλο τέτοια. Έπαιζε μαζύ τους τις κουμπάρες(代母、ままごと), κάνανε βίζιτες(客), κερνιούνταν(κερνιέμαιご馳走する) μαζύ τους στα ψέματα(ごっこ). Κι' όλα αυτά με ολότελα(副まったく) μωρουδίστικα μυαλά(知力). Τα συνηριζόταν(συνερίζομαι競争する), παραπιανότανε(παραπιάνομαι関わりすぎる、けんかする) μαζύ τους σ' όλα. Στα λόγια και στα παιχνίδια(おもちゃ). Κι' είτανε(ήτανε) πια κοπέλα(少女) με φουσκωμένους(ふくらむ) κόρφους(胸) σαν(〜のとき) έκανε αυτές τις παλαβομάρες(馬鹿なこと).

Μια μέρα(ある日) η γιατρούδαινα(医師夫人), γυρίζοντας σπίτι, στάθηκε ξαφνιασμένη(驚いて) στην οξώπορτα κι' άκουσε τη φωνή της μέσα στο οξάτο(ポーチ?) να τραγουδά(歌う) ένα νανούρισμα(子守唄). Μια γλυκιά φωνή, τρυφερή(優しい) βρεγμένη(濡れたβρέχω) στο παράπονο(悲しみ) :

  Νάνι(ねんね) του και παράγγειλα(アπαραγγέλλω注文する)   στην Πόλι τα
  Προικιά(嫁入り道具) του
  στη Βενετιά(ベニス) τα ρούχα(衣装) του και τα   διαμαντικά(ダイヤモンド) του

Η γιατρούδαινα έσπρωξε(σπρώχνω押す) ξαφνικά την πόρτα κι' είδε την Παγώνα ξεστηθωμένη (ξεστηθώνω胸をはだける), να δίνει το βιζί(βυζίおっぱい) της σ'ένα κουκλομώρι(人形の赤ちゃん), καμωμένο(κάνω作る) από ένα τυλιγμένο(τυλίγω巻く) προσόψι(タオル). Τόχε(το είχε) φασκιωμένο(φασκιώνω産着でくるむ) στον κόρφο(胸) της και το κοίμιζε(寝かせる). Σαν άνοιξε ξαφνικά το πορτόφυλλο(扉), το μπρουτζένιο(μπρούτζινοブロンズの) χτυπήρι(χτυπητήριノッカー) βρόντησε(アβροντώ音がする) βαριά(重い). Η παρακόρη έκοψε(κόβω切る) το τραγούδι με το χτύπο(ノック), και πριν να καλοδεί(καλοβλέπωよく見る) την κερά(κυρά奥さん) της, γύρισε και φώναξε οργισμένη(怒って) κατά την πόρτα:

  – Μου το ξύπνησες(ξυπνώ起こす), κακοψοφονάχεις(κακό ψόφο(死) να έχειςくたばっちまえ).

Κατόπι(そのあと) συνήρθε(正気づく) μονομιάς(すぐに), πετάχτηκε(πετιέμαι飛ぶ) πάνω(上へ) κόκκινη - φωτιά(火). Κουμπώθηκε(κουμπώνομαιボタンをする), πέταξε(投げる) χάμου(地面に) το τυλιχτάρι(包んだもの) που νανούριζε(子守唄を歌う) μωρό, κι' ανοιγόκλεινε(開閉する) τα μπράτσα(腕) της κουτά(愚かに).

Ξαφνικά πήγε κοντά στη γιατρούδαινα, έπιασε το χέρι της και το φίλησε κλαίγοντας(なきながら).

– Να με συμπαθήσεις(許す), θείτσα(おばちゃん)... Δεν είχα το νου(考える) μ'(μου) σαν τόπα(το είπα)...

Κείνη τήνε κύτταξε(見る) σαστισμένη(狼狽して).

– Τρελάθηκες(τρελαίνομαι気が違う) λέγω, κόρη μου......

Είχε και ένα κορίτσι ο γιατρός. Την Αλέκα. Όμορφη και ψηλή(高い), με πολύ μαύρα μαλλιά, γιαλιστερά(γυαλιστεράピカピカ光る), και φλογερά(燃え立つ) μάτια. Σαν έγινε η Αλέκα είκοσι χρονώ(χρόνων) την αρρεβωνιάσανε (αρραβωνιάζω) μ' ένα δικηγόρο(弁護士). Κώστα(コスタス) τόνε λέγανε, κι' είταν ένα καλόκαρδο(温厚な) πρόσχαρο(楽しい) παλληκάρι(若者). Ερχότανε συχνά σπίτι και τότες στο σπίτι βούιζε(にぎやかになる) από τραγούδια, φωνόγραφα(レコードの音?), και χαρούμενα(楽しい) γέλια(笑い). Απόμενε(残る) και πολλές φορές στο τραπέζι(食事), κι' η Παγώνα πια έκανε τα πιο καλά της στο μαγέρεμα(μαγείρεμα料理). Η Παγώνα κείνη(εκείνη) τη χρονιά(年), είταν εικοσιπέντε χρονώ κοπέλλα(若い娘). Είταν ένα κορίτσι γερό(健康な) σα φοράδα(雌馬). Είχε κόκκινα χείλια(唇) κι' ένα ζευγάρι(一組の) κουτά, καστανά(栗色の) μάτια, καταμεσίς(真ん中で) στο πλατί(πλατύ広い) μούτρο(顔) με την πατημένη(πατώ踏む) μύτη(鼻).

Κάθε φορά που έβλεπε τους αρρεβωνιασμένους να σιγοκουβεντιάζουνε(ひそひそ話をする) μοναχοί(彼らだけ) τους κρατημένοι(κρατώ握る) από τα χέρια, σταματούσε(立ちどまる) από μακρυά(μακριά), έγερνε(γέρνω傾ける) το κεφάλι στον ώμο να τους καμαρώσει(憧れる), και χαμογελούσε(微笑む) προστατευτικά(保護するように). Ύστερα αποτραβιόταν(退く) πίσω, πατώντας(踏む) πάνω στα δάχτυλα(足の指). Γύριζε(振り返る) και τους κοίταζε και κρυφογελούσε(くすくす笑う) χι χι χι- και τους έγνεφε(γνέφω合図する) πως μαθές(副きっと), ας κοιτάνε(3pl.κοιτώκοιτάζω面倒みる) τη δουλιά(δουλειά) τους(自分たちのこと), κι' αυτή θάχει(θα έχει) το νου της να μη τους ενοχλήσει (ενοχλώ邪魔する) κανένας.

Η Παγώνα είτανε δουλεύτρα(働き者) και χρυσοχέρα(手先が器用). Ακούραστη(疲れを知らない) και πρόθημη(熱心な) γύριζε μοναχή της όλη τη λάτρα(家事) του σπιτιού. Η γιατρούδαινα είχε να το κάνει με την αξιοσύνη(有能さ) και τη γρηγοράδα(機敏さ) της(には我慢するしかなかった). Μόνο που, από τότες που η Αλέκα αρραβωνιάστηκε, θαρρείς κι(まるで〜のよう) άλλαξε ο τρόπος(様子) της. Ξεχνιότανε(ξεχνιέμαιぼんやりする) συχνά πάνω στη(〜の時に) δουλιά της και κύτταζε τα νύχια(爪) της σαν ανεφερμένη(αναφερομένη取り憑かれたように). Τα πιατικά(食器) της πέφτανε κάπου(どこか) απ' το χέρι, κι η κουζίνα δεν πήγαινε πια ρολόι(時計のように正確である) σαν και πριν. Πολλές φορές η γιατρούδαινα τη βρήκε να βαστά(持つ) στο χέρι το πιάτο και στ' άλλο την πατσαβούρα(布巾) και να στέκεται μ' ένα τρόπο χαζό(ぼんやり), σα νάκουγε(ν' άκουγε) με προσοχή(注意) κάποια κουβέντα(f.話), που μόνο το δικό της τ' αφτί την έπιανε. Της μιλούσε τότες η γιατρούδαινα και με μιας(同時に) αυτή ξεπεταγότανε(ξεπετιόταν飛び上がる) τρομαγμένη(τρομάζω怖がらせる), σα να(まるで〜のように) ξυπνούσε(目を覚ます) από βύθος(眠り). Αναστέναζε(ため息をつく), κοκκίνιζε ως(まで) τ' αφτιά και ξανάρχιζε γρήγορα-γρήγορα και νευρικά(神経質に) τη δουλιά της, με κείνο το μικρό(かすかな), το κουτό γέλιο(笑い) της.

–Χιχιχι !...

Μια μέρα η γιατρούδαινα πήγε κοντά της, την πήρε(抱く) με το καλό(やさしく), τη χάιδεψε(χάϊδεψεなでる). Από δω(εδώ) την είχε, από κει(εκείそこへ) την είχε(あれこれして) την κατάφερε να μιλήσει(口を開かせた).

– Εγώ 'μαι μάνα σου Παγώνα, εγώ 'μαι ο δυκός(δικός) σου άνθρωπος. Σα(もし〜なら) δεν ανοίξεις την καρδιά σου σε μένα σε ποιόν(誰に開くのか); Έλα πες μου. Τ' είναι που έχει, μαθές(つまり), τώρα – τώρα και βυθίζεσαι(沈む) έτσι;

Στο τέλος η Παγώνα γέλασε με τα παχιά(厚い) κατακόκκινα(真っ赤な) χείλια της. Άρχισε να σκαλίζει(ひっかく) με τα δέκα της δάχτυλα(10本の指) τη χοντρή(太い) κοτσίδα(御下げ髪) που κρεμότανε(ふらさがる) πάνω στο φουσκωμένο κόρφο(胸) της. Είπε, κυττάζοντας πάντα τα δάχτυλά της:

– Χιχιχι...Να, μαθές. Πότε, θα μ' αρρεβωνιάσετε πια κι εμένα;. Χιχι !...

Ο λόγος δεν είταν στα μπόσικα(いい加減なこと). Γιατί πολλές φορές, από τότες που άρχισε πια να κοπελλώνει(少女になる) η Παγώνα, η γιατρούδαινα της τόπε(το έπε) και το ξανάπε :

– Εσύ, κόρη μου(お前), να κάθεσαι καλά και τίμια(立派な), και για(ために) τίποτα να μη νιάζεσαι(νοιάζεσαι気にやむ). Εγώ θα σε βγάλω(接アβγάζω出す) στον κόσμο, εγώ θα σε προικίσω(持参金をつける), εγώ θα σε γνοιαστώ(νοιαστώ世話する) μ' ένα καλό παλληκάρι(若者). Πρώτα την Αλέκα και καταπόδι(すぐ後に) σένα…

Το λοιπόν τώρα η Παγώνα γύρευε(探す) το δικό της. Της γιατρούδαινας όμως δεν της καλόρθε (καλοέρχομαι気に入る、本気ではなかった) η κουβέντα. Δε μπορούσε να το χωνέψει(χωνεύωがまんする), πως θα γινότανε ν' απομείνει(あとに残る) το σπίτι της χωρίς Παγώνα. Βέβαια πως κάποτε(いつか) θα γινότανε κι αυτό. Όμως πιο βολικά(好都合な) ερχότανε να μην το συλλογιέται(συλλογίζεται). Συνήθισε(慣れる) σιγά-σιγά σε τούτη τη σκέψη(考え), πως η Παγώνα είτανε προορισμένη(運命である) να γεράσει(年を取る) έτσι κοντά τους, στη δούλεψή(勤め) τους. Τι της έλειπε;(何が不足なのか) Όλα τα καλά τους, δικά της(彼らの良いものは彼女のものである). Κ' ύστερα(そのうえ) είτανε κι ο γάμος της Αλέκας. Θα την(Παγώνα) έπαιρνε(παίρνω雇う) κοντά της(Αλέκας), να την έχει για τα παιδιά που θάρθουνε(θα έρθουν生まれてくる). Γι' αυτό δαγκάστηκε(δαγκάνομαι唇を噛む) με το λόγο(話) της παρακόρης. Απόμεινε(口もきけずに) κάμποσο(しばらく) να τη βλέπει, ύστερα είπε μουδιασμένα(麻痺した、気を取り直して?) :

– Εμ θάρθει(θα έρθει) κι η δική σου η αράδα(順番), Παγώνα. Λες(言うのかい?) πια να μην έρθει;

Η Παγώνα σήκωσε(σηκώνωもちあげる) ολόφεγγο(輝かして) το στρογγυλό(丸い) πρόσωπό της:

– Χιχι... Αμ'(αμέしかし) πότε, για(いざ!), θείτσα(おばちゃん) μ'; Πότε πια(いったい);

– Μόνο κι εύρουμε ένα καλό παλληκάρι, Παγώνα... Ένα καλό κι άξιο παλληκάρι, να σε στεφανώσουμε(結婚させる) και σένα...

Από κείνη τη μέρα η Παγώνα έγινε ακόμα πιο χαζή(ぼんやり), πιο ονειροπαρμένη(空想にふける). Κ' η γιατρούδαινα, κάθε φορά που η παρακόρη σήκωνε πάνω της τα αγαθά(純真さ) της μάτια, έβλεπε μέσα τούτο το άφωνο(無言の) ρώτημα(質問):

–Το βρήκατε(探す), θείτσα μ', το παλληκάρ';

Όταν η γυναίκα του γιατρού τους είπε την(この) καινούργια(新しい) «λόξα(きまぐれ)» της Παγώνας, την ίδια βραδιά που την ξεμολόγησε(εξομολόγησε告白する), οι δυο αρρεβωνιασμένοι γέλασαν κάμποσο. Ο γιατρός ωστόσο σήκωσε τα μάτια από τη φημερίδα(εφημερίδα), κύτταξε τη γυναίκα του πάνω από τα γυαλιά(めがね) και είπε, σαν αστεία(冗談) ― σα σοβαρά(まじめ)

– Αυτό δηλαδή, είναι ζήτημα(問題). Η Παγώνα έχει όλα τα δικαιώματα(権利) να διαιωνίσει(永久にする) το είδος(種) της. Και συ έχεις την υποχρέωση(義務) να τη βοηθήσεις.

Από κείνη τη μέρα όλοι να κάνουν κέφι(気晴らし) με τη λόξα της παρακόρης. Μιλούσανε μπροστά της(彼女の前では) συναμεταξύ(間に) τους για το ζήτημα της, μ' έναν τρόπο που έδειχνε(δείχνω見せる) πως για τίποτ' άλλο δεν τους ένοιαζε(非人称νοιάζει気にかかる) εξόν(除いて) από αυτό: Να(〜であるべき) βρούνε(見つける) της Παγώνας έναν καλό γαμπρό(婿). Νάναι(να είναι) όμορφος, νάναι λεβέντης(若者), νοικοκύρης(裕福な), νάναι και καλοψουνιστής(買い物上手). Κ' η Παγώνα πια, χτυποκαρδούσε (χτυποκάρδιζεどきどきする) όσο τους άκουγε, κοκκίνιζε, χιχι, και τ' αγαθά της μάτια(主) τους κύτταζαν έναν-έναν, γεμάτα αφοσίωση(忠実), σα μάτια σκυλίσια(犬の).

Μια νύχτα, σαν αποφάγανε(αποτρώγω食べおえる) κ' ύστερα, ο αρραβωνιαστικός της Αλέκας, πιωμένος(πίνω酒を飲む) λιγάκι(ちょっと), λέει έτσι ανόητα(愚かな):

–Ε, Παγώνα, τέλειωσαν(動) ξέρεις τα ψέματα(主).

Η Παγώνα απομένει να τον κυττάξει με ανοιχτό(開いた) στόμα, με τον αδειανό(空の) δίσκο στο χέρι. Ο κύριος Κώστας τρίβει(こする) τις παλάμες(手のひら) κι αποσώνει(終える).

Το γαμπρό ντε(ほら)! Αυτό. Τόνε βρήκα. Λοιπόν, ορίστε(ご覧!), πάει(あの事は進んで), τέλειωσε(もう終わっている), κι αυτό... Δεν τέλειωσε δηλαδή ολότελα(全部ではない), αλλά δεν μπορεί, θα γίνει...

– Η ώρα η καλή(お幸せに!), λέει κ' γιατρούδαινα μες(μέσα) από τη βαθιά πολυθρόνα(肘掛け椅子) της.

Η Παγώνα είναι κόκκινη, θέλει να χαμογελάσει(微笑む) και πάλι μαζεύει(つぼめる) τα παχιά χείλια της. Γυρίζει λοιπόν τα μάτια της από τον έναν στον άλλο.

Και πώς τόνε λένε; Ρωτά η Αλέκα. Ο δικηγόρος χωρίς δισταγμό(躊躇) λέει στην τύχη(成り行き任せで):

Τόνε λένε... Γιώργο. Μάλιστα : Γιώργο!

– Γιώργο! Λέει κ' η Παγώνα με θαυμασμό, κι να αποθέτει(置く) στο τραπέζι το δίσκο μην την απασχολεί(従事させる) τίποτ' άλλο(主). Ξαναλέει τόνομα(το όνομα) σιγά, σαν προσευχή(祈り) :

– Γιώργο !!

– Γιώργο – τι άλλο(それから?); ξαναρωτάει η Αλέκα.

Κι ο γιατρός, που διαβάζει κάτω από το μεγάλο γλόμπο(電球) τις βραδυνές εφημερίδες(夕刊) του, αποσώνει με ένα τίτλο από τελευταίες(最新の) ειδήσεις(ニュース). Λέει επίσημα(正式に).

–Γεώργιος Κλεμανσώ.

– Ακριβώς λέει κι ο δικηγόρος. Γεώργιος Κλεμανσώ. Αυτό είναι τόνομά(τ' όνομά) του. Ένα παιδί(若者) σου λέω, χρυσή καρδιά(気だてがいい). Και όμορφος ! Λεβέντης. Μόνο ένα κακό : Που έχει μουστάκια. Κάτι(すごい) μουστάκες(濃い髭), να !!

Το πρόσωπο της Παγώνας αστράφτει(光る). Χιχι! Λέει:

– Δεν πειράζει. Μένα μ' αρέσει νάχει(να έχει) τα μουστάκια τ' !

Θέλει να ρωτήσει χίλια πράματα για το Γιώργο. Να μάθει(接ア) πώς είναι, να μάθει πού κάθεται, να μάθει πότε θα τον δει. Και μόνο ρωτάει ντροπαλά(恥ずかしげに):

– Πού... δ'λεύει(δουλεύει);

–Μμ, είναι λιγάκι μακρυά(μακριά) αλήθεια(実は), κάνει(言う) πάλι ο δικηγόρος. Δουλεύει στο Παρίσι... Στη Γαλλία...

-Τι δ'λειά κάνει; ρωτάει πάλι η Παγώνα.

-Τι δουλειά; Υπουργός(大臣). Πρωθυπουργός(総理大臣), λέει ο κύριος Κώστας κι όλοι γελούν. Γελά μαζύ(μαζί) κ' η Παγώνα. Κουνά(揺する) πάνω-κάτω το κεφάλι. Λέει:

Ξέρω... Στα γιαπιά(工事現場)... Πουργός(工事現場の下働きΥπουργόςの聞き違い) είναι...

- Α, μπράβο... Να, που το βρήκες(分かる). Πουργός βέβαια. Και τι! Πρωθυπουργός. Παναπεί(πάει να πειつまり) πάνω από όλους τους πουργούς(下働きの上に立つ人間だ).

Η γιατρούδαινα πια γελά με μεγάλες φωνές, και το κόκκινο πρόσωπό της(パゴナ) γίνεται μελιτζανί(茄子の色), σαν αποπληχτικό(αποπληκτικό卒中の).

Ε, αυτό είταν. Από κείνη τη στιγμή η Παγώνα ξαναβρήκε(再び見つける) τα παλιά(παλαιά) της(昔の自分). Ξεφτέρι(隼、やり手) στη δουλειά. Το φαρδί(広い) πρόσωπό της λαμποκοπούσε(輝く). Και το τραγούδι δεν της απόλειπε(欠ける) από το στόμα μέσα στην κουζίνα και στο πλυσταριό(洗濯場). Η γλυκιά φωνή της κελαϊδούσε(κελαηδούσεさえずる) μερακωμένη(熱心な?) τραγούδια της αγάπης :

  Όταν σε βλέπω κ' έρχεσαι μες(中に) στ' άλλα παλληκάρια,

  εσύ σαι(είσαι) ο βασιλικός(バジル、王の) και κείνα τα κλωνάρια(枝).

  Όταν σε βλέπω έρχεσαι, σαν λεμονά(レモンのように) φουντώνω(茂る).

  Βάζω(させる) τ' αηδόνια(ナイチンゲール) και λαλούν(語る) και 'γω σε καμαρώνω(誇る).

Όλα για το Γιώργο, για το Γιώργο τον Κλεμανσώ.

Η γιατρούδαινα, πια, να πετάξει(飛ぶ) από τη χαρά της(うれしさのあまりに).

- Αμ' πού σου κατέβηκε(ひらめく), την ευκή(ευχή願い) μου νάχεις(να έχεις)(神のみ恵みあれ、ありがとう)! Έλεγε στο γαμπρό της. Χρυσή(素晴らしい) νάναι η ώρα που το σοφίστηκες(考え出す), γυιέ(γυιός息子) μου. Ξαναβρήκα την ησυχία μου. Κ' η καρδιά μου, που φυλλότρεμε(震える?) σαν(〜の時) της παράδινα(渡す) σερβίτσιο(食器セット) στα χέρια, πήγε στο τόπο της(元の場所).

Ένα απόγευμα η Παγώνα είδε από την κουζίνα της το δικηγόρο, να παίρνει φωτογραφίες μέσα στην αυλή την Αλέκα. Σαν τέλειωσε πήγε κοντά του. Τον παρακάλεσε(頼む):

- Δεν γίνεται, λέγω μαθές(ひょっとして) κυρ Κώστα, να μου κάν'(κανε?) κι μένα ένα πολιτραίτου(πορτραίτοポートレート); Δεν το θέλω, μαθές, για λόγου μου(私のためではない). Στο Παρίσ' θέλω να το στείλω. Στου Γιώργου, μαθές.

- Για τον Κλεμανσώ; Γέλασαν οι αρραβωνιασμένοι.

- Για τον Κλιμανσώ, μαθές(確かに).

- Αμ(うん), πώς δε γίνεται, λέει πρόθυμα(熱心に) ο κύριος Κώστας. Πήγε μέσα(家の中) κι άλλαξε(着替え), έβαλε τα καλά(晴れ着) της, έβαλε μια γαλάζια(青い) κορδέλλα(リボン) στη χοντρή(太い) πλεξούδα(御下げ髪) και την έρριξε μπροστά, πάνω στον κόρφο(胸) της, να φαίνεται καλά ο φιόγγος(φιόγκος蝶結び). Έβαλε και τα γιαλένια(γυαλένιαガラスの) της τα βραχιόλια(ブレスレット), έβαλε και κολώνια(κολόνιαコロン) να μυρίζει... Και την τελευταία στιγμή, που ο κύριος Κώστας της έλεγε να κυττάζει μέσα στην τρύπα(穴) του φακού(レンズ), να δει(見る) που θα βγει(出る) ένα πουλάκι(小鳥), η Παγώνα του κάνει : «στάσου(στέκομαι待つ)». Πήρε(取る) και από την γλάστρα(植木鉢) ένα γαρύφαλο(カーネーション) και το κρατά(持つ) στο χέρι να βγει κι αυτό πάνω στο «πολιτραίτο». Την άλλη μέρα κιόλας της έφερε τη φωτογραφία ο κυρ Κώστας. Η Παγώνα την πήρε και ξεμονάχιασε(脇へ連れて行く) την Αλέκα να της γράψει ένα ραβασάκι(恋文) «στου παιδί». Έλεγε εκείνη κ' έγραφε η Αλέκα. Και σαν τέλειωσε, πήρε το γράμμα, έβαλε και την φωτογραφία, έβαλε κ' ένα μαντηλάκι(ハンカチ指小辞) μαβί(青い), που είχε κεντημένη(κεντώ刺繍する) σε μιαν άκρη του μια κόκκινη καρδούλα(καρδίαハート指小辞) περασμένη(περνώ) σε σαΐτα(矢). Όλα μαζύ τάκλεισε(τα έκλεισε) σ' ένα φάκελλο(封筒) που γύρεψε(γυρεύω探す) της Αλέκας και τάδωσε(τα έδωσε) του Κώστα. «Να τα στείλης, μαθές, στου Παρίσ' να πάρ'(πάρει受け取る) ο Γιώργος Ο Κλιμανσός».

Ο Κώστας τα πήρε, υποσχέθηκε πως μετά χαράς(喜んで) θα της κάνει τούτη τη χάρη(親切) και να μη νιάζεται. Όλα αυτά, σε μια βδομάδα το πολύ(せいぜい), θα βρισκόντανε σίγουρα(確かに) στα χέρια του Κλεμανσό. Το γλέντι(遊び) έπαιρνε δρόμο(続く). Κάθε φορά που ο δικηγόρος ερχότανε σπίτι, η Παγώνα, που γνώριζε την περπατησιά(足取り) του, έτρεχε και του άνοιγε πριν βαρέσει(打つ) ακόμα το χτυπητήρι(ノッカー). Τόνε ρωτούσε :

-Τίποτα;

Κείνος(εκείνος) καταλάβαινε πως ρωτούσε αν είχε κανένα νέα από το Παρίσι κι' έλεγε:

- Ακόμα τίποτα.

Τη ρωτούσε κατόπιν(あとで) κ' η γιατρούδαινα σοβαρά:

- Δεν είχαμε τίποτα από το Γιώργο, Παγώνα;

Κ' η Παγώνα έκανε με τα χέρια της, με το κεφάλι της, με τα φρύδια(眉) της, με όλο της το κορμί(体) :

-Τς. Τίποτα ακόμα, θείτσα μ' !

Όπου(そうこうするうちに) μια μέρα, να κ' έρχεται ο Κώστας όλο γέλια(笑み) και χαρές. Κρατούσε ένα φάκελλο ψηλά(高く), πάνω από το κεφάλι του, τον κουνούσε(κυνώ) και φώναζε:

- Να δούμε(見る) τώρα, Παγώνα, τι σιχαρίκια(συχαρίκια吉報の褒美) μου δώσεις για τούτο ! Να δούμε τι θα μου δώσεις !

Αμ' το περίμενε κείνη. Τόδε στον ύπνο(睡眠) της ολοζώντανο(まざまざと). Μια γρηά(γριά老婆) γειτόνισσα(隣人), που είχε πεθάνει χρόνια τώρα(何年も前に). Τη θεια(おば) Περμαχούλα(ペリマフラおばさん). Με κόκκινο τσεμπέρι(頭巾、スカーフ). «Τόξερε(το έξερε) κείνη. Νεκρός - μαντάτα(便り). Σημαδιακό(占い) τόνειρο(το όνειρο). Και το κόκκινο - γλήγορο(γρήγορο至急)». Σκούπισε(拭く) τα βρεμμένα(βρέχω濡らす) χέρια στην ποδιά(エプロン) της. Κατόπιν τα ξανασφούγγισε(拭く) ένα-ένα δάχτυλο και έπιασε το φάκελλο. Είτανε άσπρο, άσπρο, σαν περιστέρια(鳩) της χαράς. Τα χέρια της τρέμανε, πετούσε(踊る) όλη. Γελούσε, τόβλεπε(το έβλεπε), το έδινε με το ένα χέρι της στο άλλο, κύτταξε έναν-έναν γύρω στο πρόσωπο και γελούσε σαστιμένη(σαστίζω動揺させる).

- Χιχι! Να(ね), είδες; Τόξερα(το έξερα) 'γω.

- Έλα δα, άνοιξέ το, να δούμε τι σου γράφει ο Κλεμανσός !

Κάνει(言う) η Αλέκα. Τότε η Παγώνα συλλογιέται(συλλογίζεται) πως, αλήθεια, πρέπει να το ανοίξει, να το σκίσει(裂く), πως. Το γράμμα δεν είναι ένα δώρο σαν(〜のような) ένα κέντημα(刺繍) να πούμε(言うなれば), σαν ένα μαντήλι(ハンカチ). Από μέσα έχει την ψίχα(実), σαν το μυγδαλάκι(アーモンド指小辞). Κάνει(〜しようとする) να το σκίσει λοιπόν και δεν αποκοτά(αποκοτώ勇気を出す). Τα δάχτυλα της δεν κάνουν. Το δίνει της Αλέκας και την παρακαλεί να τ' ανοίξει. Αυτή το κόβει(切る) από τη μια μεριά με μια φουρκέτα(ヘヤピン). Ίσια(まっすぐ) και προσεχτικά (προσεκτικά念入りに). Βγάζει από μέσα μια έξοχη(素晴らしい) φωτογραφία. Είναι ένας περίφημος θεατρίνος(俳優) του κινηματογράφου, στο ρόλο(役) ενός εργατικού(労働者). Φορά(着る) κασκέτο(帽子) με κεραμίδι(つば), σαν κι' αυτά που βάζουν οι μηχανικοί(エンジニア). Φοράει ποδιά της δουλειάς(仕事). Είναι ξεμανίκωτος(袖なし), ξεστήθωτος(ξεστήτος胸をはだけた), με τα μπράτσα(腕) γερά(健康な), τριχωτά(毛深い). Όμορφος ! Χαμογελά(微笑) σαν άγγελος(天使) κ' έχει μουστάκι(口ひげ), αχ(ああ), ένα γραμμένο(美しい), μαύρο μουστάκι. Ο Κλεμανσός ! Είναι να(〜するほど) χάνεις(失う) το νου σου(気を失う). Δεν χορταίνει(飽きさせる) να τόνε βλέπει. Κάνει χι - χι - χι, περνά τα κόκκινα χέρια της πάνω στη φωτογραφία, σα να θέλει να τόνε δει με την αγγιξιά(触ること) της, με τις ρώγες των δαχτυλιών(指先) της.

- Ωραίο παιδί ! Σκύβουν(かがみ込む) και θαυμάζουν όλοι. Να τον χαίρεσαι(おめでとう), Παγώνα. Και στις χαρές σας(お幸せに) !

Παρακαλεί την Αλέκα να της διαβάσει το γράμμα :

- Κάνει νάμαστε(να έμαστε) και μεις(εμείς) μπροστά να τ' ακούμε; Ρωτά στοχαστικά(思慮深い) η γιατρούδαινα.

Κ' η Παγώνα ανεβάζει(上げる) πάλε σα φτερούγες(翼) τα μπράτσα(腕) και λέει συγκινημένη(συγκινώ感動させる):

- Ομ! Ομ! Εμ πώς δα(まさに), θείτσα μ'; Και γιατί, μαθές, δεν κάνει; Σεις τώρα είσαστε(ήσαστε) η μάνα μ',σεις κι ο πατέρας μ' !

Και βουρκώνουν(涙でいっぱいになる) τα μάτια της.

Η Αλέκα διαβάσει το γράμμα. Αμ(しかし)' γράμμα είτανε κείνο(主) ή μούρλια(狂気). Πως(手紙の内容) πήρε(受け取る) το γράμμα της, την φωτογραφία της, και το μαντηλάκι της. Πως τρελλάθηκε(τρελαίνομαι惚れ込む) από τη χαρά του(うれしさのあまりに). Τι μορφιές(ομορφιές美しさ) και τι νιάτα(若さ) ! Και κείνη η κόκκινη καρδούλα με τη σαΐτα, τι τεφαρίκι(逸品) πράμα ! Αχ, και βαχ(ああ残念). Και πάλι βαχ. Δεν έβλεπε την ώρα(しびれを切らす) να σηκωθεί(立ち上がる) νάρθει(να έρθει) στην Ελλάδα. Να παντρευτούνε, να χαρούνε(χαίρομαι楽しむ) τα νιάτα τους, να'νοίξουνε(接アανοίγω) σπίτι. Πότε; Μπορεί(かもしれない) λέει να περάσει(接アπερνώ過ぎる) κάμποσος καιρός(主、一定の期間).

Όμως κείνη να(手紙の言葉) μη το πιάσει(襲う) μεράκι(悲しみ). Να κάνει λέει(〜と書いてある), πομονή(υπομονή忍耐) και νάχει μόνο το νου της στη δουλειά, όπως τον έχει και κείνος. Να μη ξεχνά(忘れる) το νοικοκεριό(νοικοκυριό家事) και κουζίνα. Και τ' άλλα πια είναι δική του έγνια(έγνοια面倒を見ること). Να κάνει κουράγιο(がんばる) ως που(ωσπου〜まで) να τελειώσει ένα μεγάλο γιαπί(工事現場) που δουλεύει, και τότες πια θα σηκωθεί με το καλό(ちゃんと) νάρθει...

Η Παγώνα άκουγε, κρεμασμένη(κρεμιέμαιぶら下がる) από το στόμα της Αλέκας. Τα μάτια της καρφωμένα(καρφώνω釘付けにする) μέσα στα μάτια του κοριτσιού. Παρακολουθούσανε την κίνηση(動き) που κάνανε τα νινιά(赤ん坊、瞳?) των ματιών της Αλέκας, περπατώντας(進む) πάνω στις αράδες(順番に) από τη μια άκρη(手紙の端から端) ως την άλλη. Και στο κάθε τι(κάθετιことごとく) που άκουγε, έκανε με το κεφάλι και με τα μάτια «ναι, ναι». Έπινε τα λόγια του αγαπημένου της ευτυχισμένη(幸せな), ευτυχισμένη. Αυτό το γράμμα έγινε πια το φυλαχτό(お守り) της. Τόχε στον κόρφο της και κάθε τόσο(ときどき) έβαζε το χέρι, να νιώσει το φάκελλο.

Κι αυτός(封筒) έκανε «τσικ τσικ» μες από το μπούστο(バスト) της, τάχα(まるで〜) εδώ ειμ' εγώ, Παγώνα και να μην νιάζεσαι. Η αγάπη είταν, ο Γιώργος ο Κλεμανσός είταν, ο δικός(家族) της ανθρωπος είταν. Το παλληκάρι με τα τριχωτά μπράτσα και το γραμμένο μουστάκι. Ο γλυκομάτης(優しい目の). Πουργός δούλευε, πρωθυπουργός κιόλας, να τελειώσει εκείνο το γιαπί στο Παρίσι. Κι αυτή στρώθηκε(στρώνομαι腰を据える) πάλι σαν πρώτα(昔のように). Δούλευε και στιγμή δεν στεκότανε(休む), από την κουζίνα στην πλύση(洗濯), από την πλύση στο σίδερο, κι από το σίδερο στο σφουγγαρόπανο(モップ). Για(〜のために) κείνον(εκείνον) δούλευε, με το τραγούδι στο στόμα δούλευε, σαν που δούλευε και κείνος. Και σαν αποσχολούσε(働く) τα μεσάνυχτα κ' ύστερα, όταν πια όλοι μέσα στο σπίτι κοιμόντανε(寝る), ανέβαινε κι αυτή να συχάσει(ησυχάσει休む) στο πατάρι(ロフト). Εκεί γδυνότανε(服を脱ぐ) να πέσει(寝る), γλυκά και βαριά κουρασμένη(疲れて) σ' όλο το κορμί. Γδυνότανε κ' είχε κοντά της τη φωτογραφία του Γιώργου. Του Γιώργου. Του κουβέντιαζε, χαμογελούσε. Τον ακουμπούσε(触れる) στο καφτό(καυτό熱) της μάγουλο(頬). Τον έσφιγγε(抱きしめる) στο σφιχτό(締付けた) της τον κόρφο, που ξεπεταγότανε(飛び出す) σπαρταριστός(生き生きとした) μόλις(〜するやいなや) έκανε να ξεκουμπώσει(ボタンを外す) το στενό μπουστάκι(ボディースーツ). Τόσες φορές έβαλε(βάζωさせる) την Αλέκα να της διαβάσει το γράμμα, που τόξερε πια απ' έξω(暗記する). Ακόμα(さらに) έμαθε πού(どこに) ακριβώς γράφει «αγάπη μου Παγώνα», πού λέει «σε φιλώ(キスする) στο στόμα, πού είναι κείνο το «αχ ! και βαχ ! και παλι αχ !».

Έκλεινε(閉じる) τα μάτια και το ξανάλεγε(リピート) όλο, από την αρχή ως το τέλος, ν' ακούσει τη φωνή της, να νανουρίζει(子守唄を歌う) ερωτικά(愛の) με τα λόγια τα δικά του(彼の言葉).

Και το πρωί πρωί με το γλυκοχάραμα(夜明け), πάλι η Παγώνα στο πόδι(起きて), κι ο Γιώργος ο Κλεμανσός να της χαμογελά μαργιόλικα(いたずらっぽく) από τη φωτογραφία. "Όλο(いつも) να της χαμογελά και να της λέει:

Μην ξεχνάς τη δουλειά σου Παγώνα. Το νου σου στη δουλειά σου. Κάνε υπομονή(忍耐), αγάπη μου, κ' έρχομαι... Να τελειώσω καμμιά φορά(いつか) το γιαπί κι έρχομαι... Μια μέρα, στα καλά καθούμενα(κάθομαιだしぬけに), σηκώθηκε(σηκώνομαι起きる) η Παγώνα από τη μαύρη νύχτα, τέλειωσε βιαστικά-βιαστικά(大急ぎで) τις δουλειές της, λούστηκε(λούζομαι入浴する), στολίστηκε(化粧する). Κορδέλλες(リボン) από δω, φιογγάκια(蝶結び、指小辞) από κει...

- Σε καλό σου(ごきげんよう、おやおや), κόρη μ',της λέει η γιατρούδαινα που την είδε να κατεβαίνει σαν Ανάσταση(復活祭). Τι έπαθες κ' έβαλες τα καλά(晴れ着) σου;

Η Παγώνα κοκκίνισε κ' έκανε με το στενοχωρεμένο (στενοχωρώうろたえる) γέλιο(笑い) της:

-Χιχι, θείτσα ξέχασες... χρονιάρα μέρα(祭日) πούχουμε(που έχουμε) σήμερα; Κείνη ξακολουθούσε(〜し続ける) να τη βλέπει ακόμα με απορία(疑問) από πάνω ως κάτω. Κ' η Παγώνα ξήγησε(εξήγησε説明する):

-Χιχι, θείτσα, δεν είναι μαθές, τ' Αγιού Γιωργιού(聖ヨルゴス) σήμερα;

Αλήθεια. Τόχανε(το είχανε) ξεχάσει σιγά-σιγά(いつの間にか) όλοι εκεί μέσα(そこにいるみんな), πως είτανε ένας Γιώργος Κλεμανσός κάπου(どこかに), αρρεβωνιαστικός της Παγώνας. Και τώρα, να που(?) το μάθανε(έμαθαν) ξαφνικά πως γιόρταζε η παρακόρη. Γιόρταζε από μέσα κι απ' έξω(心から身なりから). Μια χαρά έφεξε(φέγγω輝く) μέσα της(彼女の心の内) ετούτη(αυτή) η μέρα(今日は). Σα να γιόμισε(γέμισε満たす) μονομιάς η καρδιά της από κλαδιά(枝) ανοιξιάτικα(春の), από ανθισμένες μυγδαλιές(αμυγδαλιέςアーモンド).

Και βέβαια πως έπρεπε να γιορτάσουν. Ο αρραβωνιαστικός της Αλέκας είπε κ' έβγαλαν(βγάζω) σοκολατάκια(チョコレート) και λικέρ(リキュール). Τσουγκρίσανε(ぶつける) τα ποτηράκια(コップ指小辞) και χαιρετίσαν(祝う) όλοι τους. Ήπιε(πίνω) κι' η Παγώνα το ποτηράκι της.

- Στην υγειά(健康に!) του λοιπόν! Να σου ζήση(ζήσειお元気で!), Παγώνα, και γλήγορα στις χαρές σας(良き日を!) !

- Αμήν(アーメン), έλεγε η Παγώνα κ' έτρεμε τ' αχείλι(唇) της. Νάστε(να έστε) καλά(お元気で). Χίλια χρόνια νάστε καλά...

Έτσι περνούσαν οι μέρες(日々). Και την κάθε μια(καθεμία) τήνε ξεπροβόδιζε(見送る) χαρούμενα η παρακόρη. Γιατί η κάθε μέρα που έφευγε για να (それぞれの一日が)της φέρει πιο κοντά τη μέρα της ζωής της. Αλήθειας(αλήθεια本当に), πότε πια θα τέλειωνε και κείνο το γιαπί ! Αμ' είναι θαρείς (θαρρείς思う) και σπίτια αυτα που σηκώνουν(立てる) εκεί πέρα(向こうで) στη Φραγκιά, στην Αμέρικα, παιδί μου; Κάστρα(城) είν' αυτά, δεν είναι σπίτια. Με δέκα πατώματα, ακούς(ακούω2s.); Με είκοσι, με τριάντα πατώματα, ξέρει κανείς! Δεν πειράζει. Τι να γίνει;(どうしろと?どうでもいい) Η Παναγιά(聖なる) η χαριτωμένη(聖母マリア) να τον(彼) έχει γερό(健康な), κι ο Αη-Γιώργης(聖ゲオルギオス) ο καβαλλάρης(καβαλάρης騎士) να τον παραστέκεται(守る) στην ξενητιά(外国). Όσο για ελόγου της(彼女自身), κείνη, την πάσαν ωρα είταν έτοιμη να τον καλοδεχτεί(受け入れる). Η καρδιά της έφεγγε(輝く) σαν ένα ξωκκλησά(小教会) κι που περιμένει τη λειτουργία(ミサ) του. Αμέ;(確かに、もちろん) Ένα κλησάκι(εκκλησάκι指小辞) είταν η καρδιά της, συγυρισμένο (συγυρίζω整頓する), παστρικό(清潔な), μ' όλα τα καντηλάκια(キャンドル指小辞) του αναμμένα(ανάβω点火する). Κερί(蝋燭) της μέλισσας(蜜蜂) μοσκοβολούσε(香りがする) και βάγια(棕櫚), και μαντζουράνες(ハーブ). Για τη θρησκεία(宗教) του ξενητεμένου(ξενιτεύομαι異国に移住する) ξαγρυπνούσε(徹夜する). Πότε νάρθει κείνο τ' αντρίκιο(αντρίκειο男の) χέρι, το τριχωτό, να βαρέσει(βαρώ打つ) για τη μεγάλη δοξολογία(賛歌) όλα τα σήμαντρα(鐘) κι όλες τις καμπάνες(鐘). Μα νύχτα έρθει, μα αυγή(夜明け) έρθει, έτσι θα τόβρει(το βρει非人称) να τον περιμένει. Να φεγγοβολά(光る) και ν' αστράφτει(輝く)...

Και κάποτε βράδισε(βράδιασε) ένα βράδι. Ένα χλιο(生暖かい) καλοκαιριάτικο βράδι. Είτανε κι ο κύριος Κώστας στο σπίτι και δεν θ' αργούσε πια ο γάμος της Αλέκας. Είχανε κάνα(κανένα約) - δυο ώρες που αποφάγανε. Παίζανε χαρτιά στη σάλα(サロン), κατόπι(そのあと) βάλανε(つける) και το φωνόγραφο. Η γιατρούδαινα πήρε το πανεράκι(籠) με το μάλλινο(毛糸の) γελέκο(ベスト), πούπλεκε(που έπλεκε編む) του γιατρού. Κείνος, όπως πάντα, είτανε χαμένος(いなくなる) πίσ' από τις φημερίδες(εφημερίδες) του. Χτυπήσανε το κουδούνι(ベル) νάρθει(να έρθει) η Παγώνα. Μασούσε(μασώ噛む) μαστίχη (μαστίχαガム). Το φωνόγραφο έπαιζε ένα χαρούμενο σκοπό(曲). Ένα κόρο(コーラス) από φωνές παλληκαριών και κοριτσιών(若い男女). Τραγουδούσαν και χτυπούσανε τα τακούνια(ヒール) με διαβολεμένο(激しい) ρυθμό.

  Ω - λαλ - λα! Ώ - λαλ -λα!

  Τι χαρά πόχουν(που έχουν) τα νιάτα !

  O - λαλ - λα! Ώ - λαλ - λα!

Κατόπιν παίρνανε το γύρισμα(リフレイン) τα μαντολίνα(主マンドリン) και το ξαναλέγανε.

  'Ώ - λαλ - λα! Ό - λαλ - λα!

–"Ακου(命), της λέει η Αλέκα, δε μας κάνεις τη χάρη(親切), Παγώνα, να κατεβάσεις ένα καρπούζι(スイカ) στο πηγάδι(井戸), να κρυώσει(冷やす)

– Μετά χαράς(喜んで)! κάνει η Παγώνα, και αποτραβιέται(退く) αργά - αργά(ゆっくり), γιατί της αρέσει ν' ακούει κείνο το χαρούμενο τραγούδι. Όμως, σαν ξεμάκρυνε(遠ざかる) λίγο από την τζαμόπορτα(ガラス戸), κοντοστάθηκε(κοντοστέκομαι急に立ち止まる) ξαφνικά, σα να καρφώθηκαν(καρφώνομαι釘付けになる) χάμου(地べたに) τα πόδια της. Ακουσε το γιατρό που είπε ζωηρά(はっきりと) τόνομα του Γιώργου. Σταμάτησε(σταματώやめる) να μασά(噛む) τη μαστίχη της, πήγε πιο κοντά κ' έστησε(στήνω立てる) αφτί. Άκουσε τη μιλιά(話) του καθαρά(はっきりと), να βγαίνει(出て来る) πίσω από τις φημερίδες.

–...ο Κλεμανσώ; Ρωτούσε η γιατρούδαινα. Και ο γιατρός έλεγε με τεμπέλικη(怠惰な) φωνή του :

Ναι... Βέβαια... Ορίστε(ほら) : «Παρίσιοι. Χθες την πρωίαν(朝) απέθανε ο Γεώργιος Κλεμανσώ, πρωθυπουργός κ. λ. π.(και τα λοίπα)»(新聞の記事).

Έχει και λεπτομέρειες(詳細). Πέθανε ξαφνικά, με τα ρούχα(服) του, ξεψύχησε(息を引き取る) έτσι ντυμένος...

Η παρακόρη ένιωσε να χάνεται ο αγέρας(空気) γύρω της. Ακούμπησε(寄りかかる) με το κεφάλι(頭) της με όλη τη ράχη(背) της στον τοίχο(壁). Ένιωσε τη δροσεράδα(冷たさ) της λαδομπογιάς(ペンキ) στην πλάτη(背中). Έγινε μια μικρή σιωπή μέσα και μόνο το φωνόγραφο ακουγότανε(ακούγομαι聞こえる): Ώ - λαλ - λα! Ώ - λαλ -λα! Κατόπιν η φωνή της Αλέκας, που έκανε τάχα με μεγάλη έγνια !

–Συφορά(災難) μας !... Και τώρα... πώς θα τ' ακούσει η Παγώνα;

Δεν ήθελε άλλο(もう沢山だ). Σύρθηκε(はう) σιγά-σιγά, τοίχο τοίχο. Ένιωσε το κορμί της ξαφνικά βαρεμένο(βαραίνω重い) από μια φοβερή κούραση(疲労). Βαστούσε(背負う) τον τοίχο και πήγαινε. Αρχισαν οι μασέλες(あご) της να μασάνε(噛む) τη μαστίχη, και μέσα στο μυαλό(脳) της χιλιάδες μαντολίνα παίζανε χορευτικά(ダンスの), χιλιάδες τακούνια χτυπούσανε πεισματάρικα(執拗に) το ρυθμό. Ώ - λαλ - λα ! "Ώ - λαλ - λα! Κι ολοένα(ずっと) συλλογιζότανε πως πήγαινε να βάλει(置く) το καρπούζι(スイカ) να κρυώσει. Το καρπούζι...

Γύρω(周りに) της αυτό το αδειανό(真空). Δεν είναι αγέρας να γιομίσει(満たす) τα πλεμόνια(肺) της. Και τα πόδια της, μολύβια(鉛) ασήκωτα(重い).

Βγήκε στο οξάτο, κατόπι κατέβηκε στην αυλή, στο κηπάκι(庭). Πήρε το καρπούζι στα χέρια και προχώρησε στο πηγάδι. Ο κουβάς(桶) είταν εκεί πλάι(側に), κ' η αυλή γιομάτη(γεμάτη) φεγγάρι(月). Ένα πελώριο(巨大な) φεγγάρι. Έτρεχε από παντού η φέξη(φέξιμο月明かり?) του σαν ασημένιο(銀の) νερό. Πλημμύριζε(氾濫する) την αυλή, κρουνέλλιζε(奔流) από τα κεραμίδια(瓦) της κουζίνας, ξεχείλιζε(あふれる) τον κουβά. Έτρεχε ακόμα και μέσα στο πηγάδι. Η Παγώνα στάθηκε, απόθεσε(置く) μέσα στο κουβά το καρπούζι, κι άρχισε να τόνε(το) κατεβάζει, αμολώντας(ゆるめる) σιγά-σιγά το σκοινί(ロープ). Έτσι, χεριά(手のひら分) στη χεριά, χωρίς να βιάζεται καθόλου. Μασούσε ολοένα τη μαστίχη και κατέβαζε το καρπούζι. Σαν ακούμπησε(届く) ο κουβάς στο νερό, έκανε από τα βαθιά(深い) ένα «πλουτς(ぽちゃん)». Τότες κείνη σταμάτησε ν' αφήνει το σκοινί και το στερέωσε(固定する), κόμπο(結び目), στο σιδερένιο χαλκά(輪). Πάντα χωρίς να βιάζεται. Κατόπι, σαν τέλειωσε και τούτη η δουλειά, σηκώθηκε, έβγαλε(脱ぐ) τα παπούτσια(靴) της και τάβαλε(τα έβαλε) με τάξη(整列) παράμερα(わきへ), το ένα κοντά στο άλλο. Ύστερα έκανε το σταυρό(十字を切る) της, πιάστηκε(πιάνομαιつかま) από τις μασκάλες(脇の下) στα χείλια(縁?) του πηγαδιού(井戸), πιάστηκε(ぶら下がる) με τα χέρια της στο σκοινί κι άρχισε να κατεβαίνει σιγά-σιγά. Έψαχνε(ψάχνω探る) με τα δάχτυλα των ποδιών της στις πέτρες, δεξιά και ζερβά(左), σκάλωνε(σκαλώνωよじる) τα πόδια της και κατέβαινε με ανοιχτά(開いた) σκέλια(両足). Κάθε φορά που μετατόπιζε(移動する) το πόδι της πιο κάτω, άφηνε κι από μια χεριά σκοινί. Από πάνω(上) της έτρεχε το φεγγάρι, ποτάμι(川). Κατόπι χάθηκε(アχάνομαι) το φεγγάρι, σκοτείνιασε(σκοτεινιάζω暗くなる) ολότελα(完全に) και μόνο το τραγούδι ερχόταν ακόμη από μέσα, από βαθιά(奥). Τα μαντολίνα ξαναλέγαν επίμονα(執拗に) το σκοπό, και τα τακούνια χτυπούσαν χορευτικά και νικητήρια(勝利の).

  Τι χαρά πόχουν τα νιάτα !

  Ώ - λαλ - λα!

Κάποτε άγγισε(触れる) το πόδι της στο νερό. Ξαφνιάστηκε(驚く). Έψαξε(ψάχνω探す) με το πόδι. Ένιωσε και το σίδερο του κουβά στη φτέρνα(かかと). Της ήρθε δυνατό ανατρίχιασμα(戦慄).

Ανέβηκε(戦慄が) σα σύγκρυο(悪寒) από κάτω, από την αρίδα(足) ως πίσω στο πετσί(皮) του κεφαλιού. Κοντοστάθηκε(ためらう) μια στιγμή με κλειδωμένες(閉じた) μασέλες. Ύστερα ξανάρχισε να κατεβαίνει μέσα στο κρύο νερό.

Πατημασιά(足跡) την πατημασιά.

Χεριά στη χεριά !...

2021.1.19 Tomokazu Hanafusa / メール
ホーム