— Έλληνας! . . .
Αθήνα, Νοέμβριος(11月) 1921.
Κ. Τρικογλίδης(トリコグリディス).
1. — Η ΣΟΥΠΑ ΤΗΣ ΣΟΥΠΑΣ ΤΗΣ ΧΗΝΑΣ
雁のスープのスープ
Μια μέρα, ένας χωρικός(村人) έπιασε(πιάνω捕まえる) μιαν άγρια χήνα(野雁), και την πήγε πεσκέσι(プレゼント) του Χότζα. Γιατί είπε μέσα του(考える): «Ποιος ξέρει(ひょっとして); Άνθρωπος(ホジャのこと) που ανακατεύεται(関わる) με τους μεγάλους(偉い人) είνε(είναι), και μπορεί, καμμιά ώρα, να τόνε(τον) λάβω ανάγκη(必要となる)!»
Ο Χότζας δέχτηκε(δέχομαι) με πολλές ευχαριστίες(感謝) το δώρο, περιποιήθηκε(περιποιούμαιもてなす) με τιμή(敬意) το δωρητή(贈り主), τόνε φιλοξένησε(φιλοξενώもてなす) στο σπίτι του, εκείνην τη νύκτα, και μαζύ του ευφράνθηκε(ευφραίνομαι楽しむ) τη χήνα, που η γυναίκα του την είχε κάνη(κάνει) εξαίρετη(特別な) σούπα(スープ)..
Ύστερα από καμιά βδομάδα ή δυο, ο χωρικός έτυχε να κατεβή(κατεβαίνω出かける) στην πόλι(πόλη町), κ' επειδή τον πρόλαβε(追いつく) η νύχτα, πήγε στο σπίτι του Χότζα και χτύπησε(χτυπώ) την πόρτα:
— Ποιος είνε; ρώτησε ο Χότζας.
— Είμαι ο άνθρωπος που σούφερε(σου φέρε) τη χήνα.
— Α! Κόπιασε(ようこそ、いらっしゃい)! Κόπιασε!
Και πρόθυμα(副、喜んで) του άνοιξε την πόρτα, και τον έβαλε(βάζω置く) στον οντά(部屋) του και τόνε φιλοξένησε με τις ίδιες(同じ) περιποιήσεις(もてなし) όπως και την πρώτη φορά. Γιατί είπε μέσα του: «Ποιος ξέρει;(ひょっとすると) άνθρωπος φιλότιμος(気前がいい、客) φαίνεται μπορεί να μου στείλη(στέλνω) και κανένα άλλο πεσκέσι απ' το χωριό!»
Ύστερα από κάμποσες μέρες, ήρθαν, ένα βράδυ, στο σπίτι του Χότζα μερικοί χωριάτες(村人), και του ζήτησαν φιλοξενία.
— Ποιοι είσθε(είστε) σεις; ρώτησε ο Χότζας.
— Είμαστε οι γειτόνοι(隣人) του ανθρώπου που σούφερε τη χήνα, απάντησαν εκείνοι.
Ο Χότζας τους δέχτηκε με καλωσύνη(親切), τους έβαλε(食事を出す) κ' έφαγαν, και τους κράτησε(κρατώ引き止める) να κοιμηθούν(κοιμάμαι眠る) στο σπίτι του, τη νύχτα. Μα, όταν, ύστερα από κάμποσες μέρες, παρουσιάστηκαν(παρουσιάζομαι現れる) κι'(κι) άλλοι, κ' είπαν: «Είμαστε οι γειτόνοι των γειτόνων του ανθρώπου που σούφερε τη χήνα!», ο Χότζας είπε μέσα του: «Βρε(おや), το πράμμα(困った事態), βλέπω, πάει κορδόνι(途切れなく)!» Όμως, δε μίλησε τίποτα, μόνε(単に) τους είπε:
— Καλώς ωρίσατε(ορίσατεいらっしゃい), καλώς ωρίσατε! Κοπιάστε(いらっしゃいませ) στ' αρχοντικό(屋敷) μου!
Κι' αφού τους κάθισε(κάθομαι) στον οντά(部屋) του, κ' έστρωσε(στρώνω広げる) το τραπέζι(食卓) έβαλε μπρος στον καθένα από ένα πιάτο(皿) βαθύ, γεμάτο νερό. Οι ξένοι, κοιτάχτηκαν(κοιτάζομαι互いに見る) αναμεταξύ τους κ' είπαν:
— Τι είνε τούτο;
— Είνε η σούπα της σούπας της χήνας, καταδεχθήτε(καταδέχομαι〜召し上がる) την, φίλοι μου! είπε ο Χότζας.
Φυσικά, εκείνοι πήρανε τα βρεμμένα(頭をたれて) τους και φύγανε(帰った) κ' έτσι ο Χόντζας γλύτωσε(γλυτώνω助かる) κι' απ' εκείνον που τούφερε(του φέρε) τη χήνα, κι' από τους οχληρούς(煩わらしい) γειτόνους και παραγειτόνους «εκείνου που τούφερε τη χήνα».(東洋文庫88、77頁)
2. — Ο ΚΑΛΟΣ ΤΟΠΟΣ
素敵な場所
Μια φορά, ο Χότζας ταξιδεύοντας στην Ανατολή(東) έφθασε σε μια πόλι, κ' ενώ τριγυρνούσε(τριγυρνώ歩き回る) στους δρόμους, πέρασε από ένα χαλβατζίδικο(ハルバの店), όπου μόλις είχαν φτιάξη(φτιάξει作る) χαλβά(お菓子の名前) σιμιγδαλένιο(小麦の), κ' η μυρουδιά(μυρωδιά匂い) του τόσο τον ελίγωσε(λιγώνω気絶させる), ώστε μπήκε(μπαίνω入る) ντουγρού(まっすぐ) μέσα, κι' άρχισε να παίρνη(παίρνει取る) με τα χέρια του κομμάτια(かけら) του χαλβά από την πιατέλα(皿) και να τα χάφτη(χάφτωほおばる).
— Βρε, θεοκατάρατε(罰当たりめ), τι κάνεις εκεί; φώναξε με οργή ο μάγερας(コック), και πήρε μια μαγκούρα(杖) και την κατάφερε(κατάφερω殴る) στη ράχη(背中) του Χότζα, που τώβαλε(το έβαλε) αμέσως(すぐに) στα πόδια(逃げる).
Εκείνο το βράδυ, ο Χότζας φιλοξενήθηκε(招かれる) από τον Καδή(裁判官) της πόλεως, που, απάνω στην κουβέντα(会話), έκανε λόγο(言及) και για τον τόπο(場所) εκείνον, κ' εξεθείαζε(εκθειάζω絶賛する) τα καλά του.
— Ναι! είπε ο Χότζας επιβεβαιωτικά(確信を持って). Το είδα!
Είνε πολύ καλός αυτός ο τόπος, αφού και το χαλβά(対) τόνε φιλεύουνε(φιλεύω店の人が客にハルバをごちそうする、棍棒付きで) στον άνθρωπο με ξύλο!. . . . (東洋文庫88、121頁)
3. ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ ΤΟΥ ΓΑΪΔΑΡΟΥ
ロバの知恵
Ένα πρωί, ο Χότζας κατέβηκε(κατεβαίνω) στο παζάρι(市場) και παράδωσε(παραδίδω渡す) τον γαϊδαρό(ろば) του σ' ένα μεσίτη(仲買人) για να του τον πουλήση(πουλήσει売る).
Σε λίγο, παρουσιάστηκε ένας αγοραστής(買い手), που άνοιξε το στόμα του γαϊδάρου για να καταλάβη(καταλαβαίνω理解する) από τα δόντια(歯) του την ηλικία(年齢) του, μα, κει που(〜のとき) παρατηρούσε(παρατηρώ観察する), ο γάιδαρος άνοιξε τα σαγόνια(あご) του και δάγκασε(δαγκάνω噛む) το χέρι του αγοραστή.
Σε λίγο, παρουσιάστηκε κι' άλλος αγοραστής, που ψηλάφησε(ψηλαφώ触って調べる) του γαϊδάρου τα πισινά(尻) και σήκωσε(σηκώνω持ち上げる) την ουρά(尻尾) του για να ιδή τα μηριά(μερίά腰) του αν ήταν παχύς(太い), μα, ο γάιδαρος σήκωσε τα πισινά του πόδια(後ろ足) και τούδωσε(του έδωσα) μια κλωτσά(キック).
Τότε, ο μεσίτης(仲買人) γύρισε(γυρίζω振り向く) στο Χότζα και τούπε:
— Βρε καλέ μου άνθρωπε(My good man), πάρε πίσω το γάιδαρό σου και ξεφόρτωνέ(ξεφορτώνω荷をおろす) με. Γιατί, ποιος αγοράζει ένα τέτοιο ζω(ζώο動物), που κ' εκείνον που περνά(περνώ通る) από μπρος(前) του τον δαγκάνει, κ' εκείνον που περνά από πίσω του τόνε κλωτσά;
Ο Χότζας ξεκαρδίστηκε(ξεκαρδίζομαι大笑い) απ' τα γέλια(笑い) και του απάντησε:
— Άκουσε, να σου πω(言う) την αλήθεια: εγώ δε σ' τον έφερα για να τον πουλήσης, μα, για να δουν(見る) οι άνθρωποι απ' τα καμώματά(奇妙な振る舞い) του, τι τραβώ απ' αυτόνε(わしがこいつにどれほど苦労しているかを知ってもらうためさ)!(東洋文庫88、241頁)
4. — Η ΜΟΙΡΑΣΙΑ
分配
Μια μέρα, τρεις άνθρωποι, που πηγαίνανε μαζύ, βρήκανε στο δρόμο ένα σακκί(袋) καρύδια(n.くるみの実), κ' επειδή δε μπορούσαν να συμφωνήσουν(συμφωνώ合意する) στη μοιρασιά(分配), πήγανε στο Νασρ-εν-Ντιν Χότζα και τούπαν: — Σε παρακαλούμε, Χότζα, καλό νάχης(να έχειςもしよければ), μοίρασέ(μοιράζω) μας αυτά τα καρύδια.
— Μετά χαράς σας(喜んで)! απάντησε ο Νασρ-εν-Ντιν. Μα, πρώτα πέστε(命λέω) μου, πώς θέλετε να σας τα μοιράσω; σαν άνθρωπος, ή σα Θεός;
— Δίκαια(当然), σαν το Θεό! τούπαν εκείνοι.
Τότε, ο Χότζας άνοιξε το σακκί, κ' έδωσε καμιά δεκαριά(約10) καρύδια στον έναν απ' τους τρεις, καμιά εικοσαριά(約20) στο δεύτρο, και όλα τα άλλα τάδωσε στον τρίτο.
Μείναν απορημένοι οι άνθρωποι απ' αυτό, κ' οι δυο αδικημένοι είπαν με μια φωνή:
— Μα, Χότζα μου, δε μοιράζεις καλά!
— Βρε βλάκες(馬鹿), τους απάντησε, δε μούπατε(μου είπατε) να σας τα μοιράσω σα Θεός; Μάθετε(μαθαίνω学ぶ) λοιπόν, πως έτσι μοιράζει ο Θεός: σ' άλλους δίνει λίγα, σ' άλλους πολλά. Αν μου λέγατε να σας τα μοιράσω σαν άνθρωπος, θάδινα(θα έδινα), βέβαια, σ' όλους σας ίσα(等しく).(東洋文庫88、112頁)
5. — Η ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ
世界の終わり
Μια χρονιά(ある年), ο Νασρ-εν-Ντιν έτρεφε(τρέφω育てる) στο σπίτι του ένα αρνί(羊), για να το σφάξη(σφάζω屠殺する) στην εορτή(γιορτή祝日) του Κουρμπάν Μπαϊράμ(バイラム祭).
Μερικοί του φίλοι, που το ξέρανε(ξέρω), συνεννοήθηκαν(συνεννοούμαι相談する), μια μέρα, να του φτιάξουνε(φτιάχνωつくる) παιγνίδι(παιχνίδιいたずら), και πήγανε και τούπαν:
— Ω Νασρ-εν-Ντιν, τι(なぜ) κάθεσαι(あいも変わらず〜する) και το τρέφεις, και παν(πάω〜になる) οι κόποι(苦労) σου χαμένοι(無駄になる); Δεν ξέρεις πως αύριο είνε η Συντέλεια(終わり) των Αιώνων(世紀), κι' ο χαλασμός(破壊) του κόσμου, κατά πως βεβαιώνουν(βεβαιώνω確言する) οι αστρολόγοι; Σφάχτο(屠殺された動物) να(〜しよう) το φάμε(τρώω食べる), και να το ευφρανθούμε(ευφραίνομαι満足する), τουλάχιστον, στη λίγη ζωή(人生) που μας μένει.
Ο Χότζας, στην αρχή, δεν πίστεψε(πιστεύω信じる) στα λόγια τους, μα, όταν ήρθαν κι' άλλοι, πούσαν(που ήσαν) κι' αυτοί συνεννοημένοι με τους πρώτους, και τούπαν τα ίδια, έδωσε πια πίστι(πίστη信じさせる), και δίχως να χάνη(χάνω) καιρό, έσφαξε(σφαζω屠殺する) τ' αρνί.
Ύστερα, το φορτώθηκε(φορτώνομαιかつぐ) στον ώμο του, και παίρνοντας(連れて) τους φίλους του, βγήκε μαζύ τους στην εξοχή(郊外), όπου διάλεξαν ένα τερπνό(好ましい) μέρος(場所) για να ψήσουνε(ψήνω焼く) το αρνί και να καθήσουν(κάθομαι) να γλεντήσουν(γλεντώ楽しむ) ως(〜まで) την άλλη μέρα, που θάρριχνε(θα έριχνε、投げ捨てる) ο Θεός την Αιώνια Φωτιά(永遠の炎) Του και θα χαλούσε(χαλώ壊す) τον Κόσμο, κι' αυτούς μαζύ.
Ενώ ο Νασρ-εν-Ντιν καταγινόταν(καταγίνομαι従事する) ν' ανάψη(ανάβω) τη φωτιά, και να ετοιμάση όλα τ' απαιτούμενα(必要なこと), οι φίλοι του έβγαλαν(βγάζω脱ぐ) τα εξωτερικά τους ρούχα, τα παράδωσαν σ' αυτόν για να τους τα προσέχη(προσέχω注意する), και σκόρπισαν(σκορπίζω散らばる) στο λιβάδι(牧場) για να ρίξουν(ρίχνω投げる) το λιθάρι(石), ή να παίξουν(παίζω遊ぶ) άλλα(他の) παιγνίδια(遊び), ως που να ψηθή(ψήνομαι焼かれる) τ' αρνί.
Μόλις αυτοί απομακρυθήκανε(απομακρυνομαι遠ざかる) αρκετά, ο Χότζας πήρε τα ρούχα τους και τάρριχνε(τα έριχνε) ένα ένα στη φωτιά, όπου, σε λίγο, όλα κάηκαν(καίω燃える) και γενήκαν(γίνηκαν) στάχτη(灰).
Όταν, ύστερα από κάμποση ώρα(小一時間), οι φίλοι βαρέθηκαν(βαριέμαι飽きる) τα παιγνίδια, και γύρισαν να ιδούν αν ψήθηκε το αρνί, γιατί άρχισαν κιόλας να πινούν, είδαν πως έλειπαν(λείπω無い) τα ρούχα τους, κι' απόρησαν(απορώ不思議に思う) πολύ γι' αυτό.
— Χότζα, τούπαν, πούνε(πού είνε) τα ρούχα που σου τ' αφήσαμε(αφήνω任せる) να μας τα φυλάξης(φυλάγω守る);
— Αμ, με τι έψησα το αρνί; απάντησε ο Χότζας δείχνοντας(δείχνω見せる) τη φωτιά.
— Πώς;(なぜ?) Τι;(どうして?) Τάρριξες(τα έρριξες) στη φωτιά και τάκαψες(τα έκαψες、καίω燃やす);
— Ναι, ντε(そうだ)!
— Και γιατί;
— Πώς, γιατί; απάντησε ο Νασρ-εν-Ντιν. Αύριο είνε η Συντέλεια των Αιώνων, και χαλασμός του Κόσμου. Τι(どうして) τα χρειάζεστε(χρειάζομαι必要である) πια; . . . (東洋文庫88、112頁)
6. — ΟΠΟΥ ΔΕ ΦΤΕΕΙ(ΦΤΑΙΕΙ) Ο ΘΕΟΣ, ΜΑ, ΑΥΤΟΣ
悪いのは神ではなくホジャである
Κάποτε(かつて), ο Χότζας, με κάτι οικονομίες(節約) που είχε κάνη, αγόρασε(αγοράζω買う) ένα μικρό χωράφι(畑), όπου άρχισε να πηγαίνη κάθε πρωί, και να σηκώνη(σηκώνω) τα μάτια(目) του στον ουρανό, και να λέη(λέει):
— Θεέ μου, ρίξε τα μάτια Σου και ιδές(命βλέπω): αυτό είνε το χωράφι του πιστού Σου δούλου(しもべ), που ολοχρονίς Σε προσκυνάει(προσκυνώ崇拝する). Σε παρακαλώ, λοιπόν, μην το παραμελήσης(παραμελώ無視する), μόνε ρίχτου(命ρίχ' του投げる) μπόλικο(沢山) νερό για να μου καρποφορήση(καρποφορώ実をもたらす).
Κ' εξακολούθησε(εξακολουθώ続ける) να το κάνη αυτό για κάμποσον καιρό. Εννοείται(もちろん) δα(確かに) ούτε τσάπα(鍬) πήρε ποτέ του να το σκάψη(σκάβω掘る), ούτε αλέτρι(鋤) να το οργώση(οργώνω耕す), και να σπείρη(アσπέρνω種を蒔く), παρά μόνο αφέθηκε(αφήνομαι没頭する) στο έλεος(慈悲) και στη βοήθεια του Θεού.
Λοιπόν, μια νύχτα, κει που κοιμόταν(κοιμάμαι眠る), ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας άκουσε απάνω στον ύπνο(眠り) του ταραχή(騒ぎ) κι' ανεμοζάλη(暴風). Σηκώθηκε(σηκώνομαι) αμέσως κ' είδε πως είχαν ανοίξη(ανοίξει) οι καταρράκτες(滝) τ' ουρανού, κ' η βροχή(雨) έπεφτε(πέφτω未完) με τα τουλούμια(大雨).
Πήγε να μουρλαθή(μουρλαίνομαι狂喜する) από τη χαρά(喜び) του:
— Μπράβο, έλεγε, μπράβο! Δοξασμένο(讃える) τ' όνομα του Θεού, που άκουσε τη δέησί(δέηση祈り) μου! Τώρα, το χωράφι μου θα πετάξη(πετώ芽を出す) στάχυα(穂) πιο ψηλά(高い) κι' απ' το ανάστημά(背丈) μου.
Και δεν έβλεπε την ώρα, πότε(いつ) να ξημερώση(ξημερώνει夜が明ける), για να πάη να ιδή αυτό το πολύ ευχάριστο(うれしい) θέαμα.
Τέλος, ξημέρωσε, και, χωρίς να χάνη(χάνω失う) ούτε στιγμή, ανέβηκε στο γάιδαρό του και ξεκίνησε(ξεκινώ出発する) για το χωράφι του. Μα, όταν επλησίασε(πλησιάζω近づく) σ' εκείνο το μέρος, δε γνώρισε ούτε τον τόπο, όπου ήταν το χωράφι του, γιατί όλη γύρω(周り) η περιφέρεια(地区) είχε πλημμηρίση(πλημμυρίζω洪水になる) απ' τη βροχή, και φαινόταν σαν μιαν απέραντη(果てしのない) λίμνη(湖).
Τότε, ο Νασρ-εν-Ντιν, βλέποντας αυτήν την κατάστασι(状態) του χωραφιού του, ύψωσε(υψώνω高く上げる) τα χέρια του και τα μάτια του στον ουρανό και είπε με μεγάλη φωνή:
— Δεν φταις(φταίω悪い) εσύ, Θεέ μου! Φταίω εγώ, που(理由) φάνηκα(φαίνομαι) τόσο κουτός(愚かな), να σου δείξω(δείχνω教える) το χωράφι μου!
7. — «ΑΝ ΘΕΛΗ(ΘΕΛΕΙ) Ο ΘΕΟΣ»
「神様がお望みなら」
Άλλη μια φορά, πάλι, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας, κουβεντιάζοντας(κουβεντιάζω喋る), μια νύχτα, στο κρεββάτι(ベッド) του, με τη γυναίκα του, της είπε:
— Αύριο, αν βρέξη(βρέχω雨が降る), θα πάω στο χωράφι, αν δε βρέξη θα πάω στ' αμπέλι(ブドウ畑).
Τούπε η γυναίκα του:
— Αν θέλη ο Θεός(神様がお望みならね), άνδρα μου(あなた)!
Απάντησε ο Χόντζας:
— Βρε, θέλει δε θέλει ο Θεός, εγώ ή στο ένα θα πάω ή στο άλλο.
Τούπε πάλι η γυναίκα του:
— Χότζα, μην το λες αυτό! Λέγε «αν θέλη ο Θεός!»
Πάλι απάντησε ο Χότζας:
— Βρε, αυτό που σου λέω, γυναίκα! Αύριο, ή στ' αμπέλι θα πάω ή στο χωράφι!
Λοιπόν, εκείνην την νύχτα, έβρεξε(βρέχω雨が降る), και, το πρωί, ο Χότζας, παίρνοντας ένα καλάθι(籠), ξεκίνησε για τ' αμπέλι.
Τώρα, δεν είχε φθάση(φθάνω着く) ακόμα στο μισό το δρόμο, όταν, για κακή του τύχη, τον αντάμωσαν(ανταμώνω会う) άνθρωποι σταλμένοι από του Αντιβασιλέα(摂政) για να εισπράξουν(εισπράττω集金する) καθυστερημένους(遅れた) φόρους(税) από τους χωρικούς(村人), κ' επειδή πρώτη φορά κατέβαιναν σ' εκείνην την περιφέρεια(地区), αγγάρεψαν(αγγαρεύω押し付ける) του Νασρ-εν-Ντιν για να τους δείξη τους δρόμους.
Έτσι, ο Χότζας, άφησε(αφήνω捨てる) το δρόμο του αμπελιού, και πήγε μαζύ τους όλην την ήμερα και το βράδυ, γυρίζοντας, τον πρόλαβε(προλαβαίνω追いつく) η νύχτα, ώστε μόλις τα μεσάνυχτα έφθασε στο σπίτι του, και χτύπησε την πόρτα.
Ρώτησε η γυναίκα του από μέσα:
— Ποιος είνε;
Απάντησε:
— Αν θέλη ο Θεός, εγώ είμαι, γυναίκα!(東洋文庫88、216頁)
8. — Ο ΧΟΤΖΑΣ . . .ΞΕΜΑΥΛΙΣΤΗΣ
取り持ち屋になったホジャ
Μαζύ με τα παιδιά, που πήγαιναν στο σχολείο(学校) του Χότζα, μια χρονιά, ήταν κ' ένα αγόρι ελεύθερο, και μια κοπελλούδα σκλάβα(奴隷), και τ' αγόρι είχε πέση σε τρελλό(狂った) ερωτικό πάθος για την κόρη(少女).
Λοιπόν, μια μέρα, στο διάλειμμα(休憩), ενώ τ' άλλα παιδιά έπαιζαν στον αυλόγυρο(庭), ο μικρός ερωτευμένος πήρε την πλάκα(石盤) του κοριτσιού κ' έγραψε απάνω αυτούς τους στίχους(詩):
«Τι θα πης(πεις君いかに思いたもうや) για εκείνον, που τον έλυωσε(λιώνω打ち負かす) της αγάπης ο καημός(憧れ), κ' έχασε(失う) το λογικόν(理性、病みほうけし) του, για σένα;
»Τι θα πης για εκείνον, που ο φλογερός(燃えるような) του πόνος(痛み) τον κάνει κρυφά(密かに) να βαρειαναστενάζη(嘆く), και δεν αντέχει(耐えかねる) πια η καρδιά(心) του, στο βάρος(重荷) αυτού του μυστικού(秘め);»
Όταν η μικρούλα πήρε την πλάκα της, διάβασε τους στίχους που ήσαν(ήταν) γραμμένοι απάνω, τους έννοιωσε(νιώθω分かる) και δάκρυσε. Ύστερα, έβγαλε το κοντύλι(筆) κ' έγραψε από κάτω αυτούς τους στίχους:
«Σα(時) βλέπω έναν εραστή(恋人) έτσι για μένα να υποφέρη(υποφέρω苦しむ、耐える、やつれし), και να μ' επιθυμή(επιθυμώのぞみあこがれる), πώς μπορεί η καρδιά μου να μην του αποκριθή(αποκρίνομαι答える);
»Ναι, ό,τι θέλεις από μένα έλα πάρτο(πάρε το、あなたが欲しいものは、それを手に入れに来い), καλέ μου κι' ας πάθω ό,τι πάθω(この身に降りかかるものを我に得さしめよ).»
Τώρα, συνέβη, στο δεύτερο διάλειμμα, ο Χότζας να μείνη στην τάξι(τάξηクラス), και, περνώντας(通る) πλάι(横に) από το θρανίο(机) της μικρής σκλάβας, να πάρη από περιέργεια(好奇心) στα χέρια του την πλάκα της και να διαβάση τους στίχους του αγοριού και την απάντησι(返事) της κόρης.
Λοιπόν, τόσο συγκινήθηκε(συγκινούμαι感動する) η γέρικη(老いた) καρδιά του από το αίσθημα(感情) των δυο παιδιών, ώστε έβγαλε αμέσως από την τσέπη(ポケット) του ένα κοντύλι κ' έγραψε από κάτω αυτούς τους στίχους απευθυνομένους(宛てた) στην κόρη:
«Παρηγόρησε(παρηγορώ慰める) τον εραστή(恋人) σου, και μη φοβάσαι τις συνέπειες(結果). Κοίτα πως τώλυωσε(το έλυωσε溶かす) ο καημός, το κακόμοιρο το αγόρι!
»Ούτε απ' το δάσκαλό(教師) σου, μη φοβάσαι: Δε θα σε μαλώση(μαλώνω叱る): γιατί — ε! — κι' αυτός δοκίμασε(δοκιμάζω経験する), μια φορά, τον πόνο της αγάπης.»
Ύστερα, άφησε(置く) την πλάκα στη θέσι(θέση席) της και βγήκε από την τάξι.
Μα, μόλις βγήκε, μπήκε μέσα ο αφέντης(主人) της σκλάβας, που βλέποντας την πλάκα στο θρανίο της, την πήρε και διάβασε όσα είχαν γράψη το αγόρι, η κόρη κι' ο δάσκαλος· και παίρνοντας(手に取る) κι' αυτός ένα κοντύλι έγραψε από κάτω:
«Άμποτε(〜なりますように), ο Θεός να ευλογάη(ευλογώ祝福する) τον έρωτά(愛) σας πάντα, και να μου βγουν τα μάτια(失明する) αν(もし) δοκιμάσω(δοκιμάζω試みる) να φέρω εμπόδια(障害) στην ένωσί(結合) σας.
»Μα, όσο για το δάσκαλο, μα την ψυχή(魂) μου, στη ζήσι(ζήση一生) μου δεν είδα μεγαλείτερο(μεγαλύτερο) ξεμαυλιστή(εκμαυλιστή取り持ち屋、偉大な女衒) απ' αυτόν». (1) (cf. The Project Gutenberg EBook of The Book Of The Thousand Nights And One Night, Volume IV, 32. Loves of the Boy and Girl at School tr. by John Payne )
9. — ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣ
詩人ホジャ
Μια νύχτα, που δεν είχε ύπνο ο Νασρ-εν-Ντιν-Χοτζας τινάχτηκε(τινάζομαι飛び起きる) απάνω, ξαφνικά, και φώναξε στη γυναίκα του, που κοιμόταν:
— Σήκω, σήκω! Άναψε γρήγορα(急いで) το κερί(ろうそく) και φέρε μου χαρτί και καλαμάρι(インク) για να γράψω ένα δίστιχο(二行詩), που μούρθε(μου έρθε) στο νου, και που θα το θαυμάση(θαυμάζω称賛する) η οικουμένη(世界).
Η γυναίκα του άναψε το κερί, του έφερε το καλαμάρι κ' ένα φύλλο χαρτί, κ' εκείνος κάθησε(κάθισε) κ' έγραψε δυο γραμμές(行), βάζοντας όλη του την προσοχή(注意) στην ορθογραφία και στην καλλιγραφία(清書).
Όταν τέλειωσε(τελειώνω終える), του είπε η γυναίκα του:
— Άνδρα μου(あなた), δε μου διαβάζεις και μένα(私) αυτό το δίστιχο που θα σε δοξάση(δοξάζω有名にする);
— Μετά χαράς σου! Άκου και θαύμαζε:
«Μέσα σε μια πυκνή και πράσινη(緑の) φυλλωσιά(葉),
»ένας κότσυφας(黒鳥) με κόκκινη μύτη(くちばし)».
»Ε; Τι σου λέει; . . .(東洋文庫88、15頁)
10. ΤΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ
シャツ
Μια μέρα, η γυναίκα του Χότζα έπλυνε(アπλένω洗う) το πουκάμισό(シャツ) του, κι αφού πέρασε τα μανίκια(袖) του σε μια βέργα(竿), το κρέμασε(κρεμάωつるす) στην άκρη(端) του χαγιατιού(ベランダ), και τ' άφησε εκεί τη νύχτα, για να στεγνώση(στεγνώνω乾く).
Τώρα, τη νύχτα, τούρθε(του ήρθε〜したくなる) του Χότζα να κάνη(κάνει) το ψιλό(細い) του νερό(おしっこ), και σηκώθηκε για ναύγη(να βγει) έξω.
Μα μόλις άνοιξε την πόρτα, είδε στο φως του φεγγαριού(月) το πουκάμισο που σάλευε(σαλεύω揺れる) από τον αέρα στο χαγιάτι(ベランダ). κι έσκασε(σκάω破裂する) η χολή(癇癪) του, γιατί το πήρε πως ήτανε ληστής(泥棒). Μπήκε αμέσως μέσα, άρπαξε το τόξο(弓) του, κι έρριξε ένα βέλος(矢) καταπάνω στο φανταστικό επισκέπτη(訪問者).
Ύστερα, μαντάλωσε(μανταλώνωかんぬきを掛ける) καλά την πόρτα, κι έπεσε πάλι να κοιμηθή(κοιμάμαι).
Λένε(噂では), μα ποιος ξέρει; πως εκείνην τη νύχτα, ο Νασρ-εν-Ντιν, επειδή εμποδίστηκε(εμποδίζομαι妨げられる) να πάη στο «μέρος(トイレ)», κατουρήθηκε(κατουριέμαι尿意を抑えられない) απάνω του, και πως άκουσε φωνές πολλές γι' αυτό από τη γυναίκα του(そのことで妻に罵倒された), που τότε μόνο έπαψε(παύωやめる) τις γκρίνιες(愚痴) και μέρεψε(μερεύω静まる), όταν της είπε την αφορμή(原因、泥棒のこと) . . .
Το πρωί, μόλις εξύπνησε(ξυπνώ目覚める), ο Χότζας, παίρνοντας τη γυναίκα του, βγήκε έξω για να ιδή τι απόγινε(απογίνομαι〜となる) ο άνθρωπος που χτύπησε(襲う) τη νύχτα.
Μα, είδε πως ήταν το πουκάμισό του, κρεμασμένο στο χαγιάτι, και τρυπημένο(貫く), από τη μια μεριά(側) ως στην άλλη, από το βέλος.
Τότε γύρισε(戻る) με θαυμασμό(驚き) στη γυναίκα του και της είπε:
— Μωρέ(ねえ) γυναίκα, να δοξάζης(δοξάζω褒める) το Θεό, που(理由) δεν έτυχε(たまたま〜) να το φορώ(着る) το πουκάμισο(わしがこのシャツを着ていないことを神に感謝しろ), αλληώτικα(αλλιώτικαさもなければ) θάσουν(θα ήσουν), σήμερα, χήρα(寡婦), κακομοίρα(さもなければ、今ごろお前は寡婦だ)!(東洋文庫88、156頁)
11 — ΤΑ ΠΑΛΗΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ
古い月
Κάποτε, ο Χότζας πήγαινε σε κάποιο χωριό(村), και στο δρόμο αντάμωσε(ανταμώνω会う) ένα τσομπάνο(τσοπάνη羊飼い) που τούπε:
— Πες μου(tell me), Χότζα! Αλήθεια(本当に) είσαι δάσκαλος(教師) του Νόμου(法) και της Θρησκείας(宗教), όπως λένε, και σοφός(賢者);
— Αμ, τι θαρρείς(θαρρώ考える); του απάντησε ο Νασρ-εν-Ντιν
— Άκου, λοιπόν: Έχω από πολύν καιρό μιαν απορία, που ρώτησα πολλούς ως τώρα διαβασμένους(博学の), περαστικούς(通行人) από τούτα τα μέρη(場所), μα, κανείς δεν μπόρεσε(μπορώ) να μου το λύση. Αν μπορέσης εσύ, θα σε πω στ' αλήθεια μεγάλον άνθρωπο, και σοφό, που δεν παραβγαίνει(παραβγαίνω競争する) μπρος του(自分と比べて) ούτε ο Σολομώντας(ソロモンもあなたにはかなわない).
— Λέγε να την(απορία) ακούσωμε(ακούσουμε), τούπε ο Χότζας, κ' εκείνος άρχισε:
— Όταν βγαίνει το νέο φεγγάρι(新月), βγαίνει μικρό και λίγο-λίγο μεγαλώνει ως που γίνεται σαν το τροχό(車輪) της άμαξας(馬車). Ύστερα αρχίζει νέο φεγγάρι. Τι γίνεται το παληό(古い) φεγγάρι; Εδώ! . . . Μπορείς να μου πης;
— Ου! Καϋμένε(καημένε哀れな奴め)! είπε ο Νασρ-εν-Ντιν. Τόσο πράμμα δεν ξέρεις; Τα παληά φεγγάρια κόβουνται(切られる) σε ψιλές(薄い)-ψιλές φέτες(スライス) και γίνονται αστραπές(稲光). Δε βλέπεις κάθε φορά που βροντά(βροντώ雷が鳴る), πως λάμπουν(光る) σα σπαθιά(刀);
— Μπράβο! Μπράβο! Χότζα μου! . . . Να σε φιλήσω! . . . φώναξε ο τσομπάνος μ' ενθουσιασμό. Είσαι, στ' αλήθεια, σοφός άνθρωπος . . . Ναι! Έτσι είνε . . . Κ' εγώ αυτή τη γνώμη είχα! (2)(東洋文庫88、40頁)
12. — ΤΟ ΚΑΖΑΝΙ ΠΟΥ ΓΕΝΝΑ
鍋の出産
Μια φορά, ο Νάσρ-Ντιν-Χότζας δανείστηκε(δανείζομαι借りる) από το γείτονά του ένα καζάνι(大鍋), για να βράση(βράζω煮る), όπως έλεγε(彼が言うには), μούστο(ぶどう液).
Ύστερα από μερικές ημέρες, γύρισε(返す) στο γείτονα το καζάνι, μαζύ μ' ένα μικρόν τέντζερε(鍋).
Ρώτησε ο γείτονας:
— Τι είνε αυτός ο τέντζερες, Χότζα;
Αποκρίθηκε ο Νασρ-εν-Ντιν:
— Τόνε γέννησε(γεννώ産む) το καζάνι σου, τις μέρες που τώχα(το είχα) στα χέρια μου.
Ο γείτονας δέχτηκε με χαρά τον τέντζερε, ευχαρίστησε(ευχαριστώ感謝する) τον Νάσρ-εν-Ντιν, θερμά(熱心に) και του ζήτησε συμπάθειο(ホジャが同情を求める) για την ενόχλησί(面倒) που τούδωσε(του έδωσε) το καζάνι του με τον τοκετό(お産) του.
Ύστερα, από κανένα μήνα(月), ο Νασρ-εν-Ντιν δανείστηκε πάλι από το γείτονά του το καζάνι, μα, τούτη τη φορά, δεν του το επέστρεψε(επιστρέφω返す) πια.
Ο γείτονας βλέποντας πως περνούσε ο καιρός κι' ο Χόντζας δεν τούφερνε πίσω το καζάνι, πήγε, μόνος του, στο σπίτι του μια μέρα, και το ζήτησε. Ο Χότζας του αποκρίθηκε:
— Ζωή σε λόγου σου(お気の毒に)! Το καζάνι σου πέθανε!
— Πώς; αναφώνησε(αναφωνώ大声を出す) ο γείτονας. Πεθαίνει ποτέ το καζάνι;
— Μπα(おやおや)! είπε ο Χότζας. Πως γεννάει, το πιστεύεις, πως πεθαίνει, δεν το πιστεύεις;
— Εγώ δεν τ ακούω αυτά(そんな話聞くわけにはいかない), απάντησε ο γείτονας, αγριεμένος(激しく). Να πάμε στον Καδή(裁判官) να μας κρίνη(κρίνω裁く).
— Και στον Καδή, και στο Σουλτάνο, ακόμα, αν θέλης πάμε. Σήκω(命アσηκώνομαι立つ)!
Πήγαν, λοιπόν, στο δικαστήριο(裁判所), κι' όταν ήρθε η σειρά(順番) τους ο Χότζας μίλησε πρώτος κ' είπε στον Καδή:
— Καδή μου, κάθε πράμμα που γεννά, δεν πεθαίνει;
— Βέβαια(確かに死ぬ), είπε ο Καδής(裁判官).
— Λοιπόν, εξακολούθησε(εξακολουθώ続ける) ο Νασρ-εν-Ντιν, όταν γέννησε το καζάνι του ανθρώπου από δω(ここにいるこの人の大鍋), αυτός δέχτηκε με χαρά και το καζάνι και το μικρό του. Τώρα, το καζάνι του πέθανε και δεν το πιστεύει. Σε παρακαλώ, κρίνε μας!
Ο Καδής, μην μπορώντας ν' αναιρέση(αναιρώ取消す) την προηγούμενη(先行する) απόφασί(決定) του, ότι κάθε πράμμα που γεννά, πεθαίνει, έδωσε δίκηο(δίκιο正しいと言う) στο Νασρ-εν-Ντιν-Χότζα κ' έστειλε το γείτονά του να χαίρεται(χαίρομαι享受する) τον τέντζερέ του.(東洋文庫88、96頁)
13. — Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ ΠΟΥ . . . «ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ»
人間になれないロバ
Μια μέρα, δυο απατεώνες(詐欺師) είδαν το Νασρ-εν-Ντιν Χότζα να γυρίζη από τ' αμπέλι του, σέρνοντας(σέρνω引く) πίσω του το γάιδαρό του από το καπίστρι(馬勒). Κ' είπε ο ένας στον άλλον:
— Έρχεσαι να του τον(ロバ) πάρουμε(παίρνω奪う);
— Με τι τρόπο;
— Μη σε νοιάζη(νοιάζω悩ませる)! Έλα μαζύ μου και θα δης(δεις見る)!
Λοιπόν σηκώθηκε, πλησίασε σιγά σιγά το γάιδαρο, τούβγαλε(του έβγαλε) το καπίστρι, παράδωσε το ζω(ζώο) στο σύντροφό(仲間) του, πέρασε το καπίστρι στο δικό του το λαιμό(首) κ' εξακολούθησε να περιπατή(περιπατώ歩く) πίσω από το Χότζα.
Μα, όταν είδε πως ο σύντροφός του ήταν πια αρκετά μακρυά(μακριά), και δε φαινόταν(見える), στάθηκε στη μέση(真ん中) του δρόμου, και δεν το κουνούσε(動かない).
Ο Χότζας, αναμμένος από το θυμό, γύρισε πίσω για να ιδή(ιδεί知る) «τι διάβολος μπήκε, πάλι(どんな悪魔が乗り移ったのか)» στο πεισματάρικο(頑固な) το ζω του, και δεν προχωρούσε(προχωρώ前進する), μα, έμεινε με το φράσι(文句) ατέλειωτη(言い終わらない) στο στόμα του, βλέποντας πως αντί γάιδαρο έσερνε(σέρνω引く) πίσω του έναν άνθρωπο καπιστρωμένο(馬勒をつけた).
— Ποιος είσαι συ; του φώναξε.
— Αχ! Χότζα μου! αποκρίθηκε ο λωποδύτης(かっぱらい). Η ιστορία η δική μου είνε καταπληκτική(驚くべき), και θλιβερή(悲しい) συνάμα(同時に), κι' αν θέλης άκουσέ την: Έχω μια γρηά(γριά老女) μάννα(μάνα母), καλή και θεοφοβούμενη(敬虔な). Λοιπόν, μια μέρα, πήγα σπίτι σκνίπα(泥酔して) στο μεθήσι(μεθύσι酔い), κ' εκείνη, η κακομοίρα, με μάλωσε, όπως κάνει κάθε μάννα καλή(良い母なら誰でもするように) που βλέπει το παιδί της να παραστρατή(παραστρατώ堕落する). Όμως, εμένα δεν μου άρεσαν(αρέσω気に入る) τα λόγια της, και, παίρνοντας μια μαγκούρα, της έσπασα(σπάωなぐる) τα πλευρά(肋骨) της. Τότε, με καταράστηκε(καταριέμαι呪う), κι' αμέσως ο Θεός με μεταμόρφωσε σε γάιδαρο, και μ' έρριξε στα χέρια σου όπου έμεινα ως τούτη το στιγμή. Λοιπόν, τώρα, που γυρίζαμε απ' τ' αμπέλι, δεν ξέρω πώς μούρθε(μου έρθε), ξαφνικά, στο νου μου η μάννα μου, κ' η καρδιά μου σφίχτηκε(σφίγγομαι締め付けられる) απ' τη λύπη και τη λαχτάρησε(λαχταρώ熱望する). Είπα μέσα μου: «Θεέ μου! Κάνε το θαύμα να γίνω(接ア1s.γίνομαι) πάλι άνθρωπος σαν πρώτα, και ποτέ πια δε θα την πικράνω(接アπικραίνω悲しませる).» Και, ξαφνικά, βλέπω πως πήρα πάλι την πρώτη μου μορφή. Ο Θεός, μεγάλη Του η χάρι(χάρη), άκουσε τη δέησί(δέηση祈り) μου!
Ο Χότζας ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό και έκραξε(κλάζω叫ぶ).
— Μεγάλος είσαι Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου!
Ύστερα, γυρίζοντας στο λωποδύτη τούπε:
— Άει, παιδί μου, στη μαννούλα(母ちゃん) σου και πρόσεχε(注意する), άλλη φορά, μην τη δυσαρεστής(δυσαρεστώ悲しませる). Και συμπάθα(命συμπαθάω許す) με κ' εμένα για το παίδεμα(訓練) που σούκανα(σου έκανα) και για το ξύλο(殴ること) που έφαγε(アτρώω食らう) από μένα η ράχη(背中) σου. Βλέπεις, δεν τώξερα(το ήξερα)(わかるだろ、知らなかったんだよ).
Γύρισε στο σπίτι, ζαλισμένος(めまいがする) από τη λύπη κι' από τη στενοχώρια(不安), σαν νάχε(να είχε) πιή κρασί. Βλέποντάς τον έτσι η γυναίκα του, τούπε:
— Τι έπαθες, άνδρα μου; Και πού είνε ο γάιδαρος;
Απάντησε ο Νασρ-εν-Ντιν:
— Ξέρεις τι ήταν αυτός ο γάιδαρος; Άκου και θαύμαζε!
Και της αφηγήθηκε(αφηγούμαι話す) την ιστορία του λωποδύτη.
— Πω! Πω! Άνδρα μου, αναφώνησε εκείνη. Τι αμαρτία κάναμε(未完) να χρησιμοποιήσουμε(χρησιμοποιώ使う) έναν άνθρωπο για γάιδαρο! Τώρα, θα μας παιδέψη(παιδεύω苦しめる) ο Θεός στην Κόλασι(Κόλαση地獄) γι' αυτό!
Κ' έταξε(τάζω誓う) να κάνη ελεημοσύνες(施し) στους φτωχούς(貧民), και εννενήντα εννιά(99) μετάνοιες(後悔、悔改) για να τους(ホジャたち) συγχωρήση(συγχωρώ許す) ο Θεός.
Τώρα, επειδή ο Νασρ-εν-Ντιν είχε ανάγκη από(必要とする) ένα γάιδαρο, κατέβηκε στο παζάρι για ν' αγοράση έναν. Και κει που τριγυρνούσε βλέπει ένα ντελάλη(触れ人) να κρατά(κρατώ) για πούλημα(販売) τον ίδιο το γάιδαρό του.
Τρέχει μονομιάς(すぐに), και ζυγώνοντας(近づく) το στόμα του στο αφτί(αυτί耳) του ζώου τούπε:
— Ου!(おい) Να χαθής(接アχάνομαι消えうせろ), να χαθής!(馬鹿者!) Θα πήγες(アπηγαίνω推量) πάλι κ' έγεινες σκνίπα στο μεθήσι(また、酔っ払って家に帰ったんだろう), και βάρεσες(βαρώ傷つける) τη δύστυχη τη μάννα σου. Έλα, λοιπόν, πίσω στο σταύλο(厩舎) μου, γιατί συ δε γίνεσαι άνθρωπος! (3)
Κι' αφού απόδειξε πως ήταν δικός του, τον πήρε πίσω, πάλι.(cf. The Project Gutenberg EBook of The Book Of The Thousand Nights And One Night, Volume IV, 41. The Simpleton and the Sharper tr. by John Payne 東洋文庫88、252頁)
14. — ΤΑ ΠΑΣΟΥΜΑΚΙΑ
婦人靴
Μια φορά, τούτυχε(του έτυχε) του Χότζα ανάγκη να πάη(πάει) σε μιαν άλλη πόλι, όπου κάτι(いくつかの) υποθέσεις(用事) τόνε κράτησαν(引き止める) κάμποσον καιρό(しばらく).
Πριν φύγη(出かける), είχε ρωτήση(ρωτώ問う) τη γυναίκα του τι ήθελε να της φέρη για πεσκέσι στο γυρισμό του, κ' εκείνη τον είχε παρακαλέση να της αγοράση ένα ζευγάρι(ペア) χρυσοκέντητα(金飾りの) πασουμάκια(πασούμι婦人靴、指小辞) που λέγανε πως έφτιαχναν(φτιάχνω作る) στην πολιτεία(町) εκείνη, ωραία και γερά(強い).
Ο Χότζας με προθυμία(快く) της το υποσχέθηκε(υπόσχομαι約束), μα, ενώ βρισκόταν ακόμα στην ξένη πόλι, πληροφορήθηκε(πληροφορούμαι情報を得る) πως στην απουσία(不在) του η γυναίκα του είχε πιάση(πιάνω手に入れる) πολλούς ερωμένους(恋人). Και σαν ήρθε, τέλος, ο καιρός για να γυρίση, της αγόρασε ένα ζευγάρι πρόστυχες(安物の) παντόφλες από χαρτόνι(ボール紙), αντίς, όπως επιθυμούσε εκείνη, χρυσοκέντητα πασουμάκια.
— Βρε άνδρα, δεν ντράπηκες(アντρέπομαι) τα μούτρα(顔) σου να μου φέρης τέτοιες πρόστυχες παντόφλες, που δε θα βαστήξουν(βαστώ耐える) ούτε μια ημέρα; ξεφώνησε(叫ぶ) με θυμό η γυναίκα του σαν τις είδε(彼女がそれを見たとき).
Κι' ο Χότζας:
— Σώπα(命アσωπαίνω黙れ) γυναίκα, γιατί με τη δουλειά(仕事) που άρχισες τώρα, δέκα χρόνια θα τις έχης αυτές τις παντόφλες και δεν θα σου καταλυούνται(καταλύομαι壊れる)(今日から始めたお前の仕事=夫婦喧嘩) . . .
15. — «ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΣΥΝΗΘΙΣΕ . ..»
「やっと仕込んだのに」
Μια φορά, ο Χότζας απεφάσισε(αποφασίζω決める), για λόγους(理由) οικονομίας, να συνηθίση(συνηθίζω習慣づける) το γάιδαρό του να μην τρώη(τρώω), κ' έπαψε να του δίνη(δίνω与える) φαΐ(食物).
Φυσικά το δυστυχισμένο ζώο ψόφησε(ψοφώ死ぬ) ύστερα από λίγες μέρες από ασιτία(餓死).
Κι' ο Χότζας, βλέποντας σωριασμένο(倒れた) χάμου(χάμω地面に) το κουφάρι(死体), ανεφώνησε με απογοήτευσι(失望) και αγανάκτησι(立腹):
— Να πάρη(παίρνω) ο διάολος(διάβολος) να πάρη(悪魔に喰らわれろ、こんちくしょう)! Τώρα που έμαθε(μαθαίνω学ぶ) μια χαρά(とんとん拍子に) να μην τρώη, τώρα βρέθηκε να μου ψοφήση(ψοφώ死ぬ), το τρισκατάρατο(悪魔、くそ)!(東洋文庫88、118頁)
16. — ΚΑΥΓΑΣ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΤΟΥ
夢の中の喧嘩
Μια νύχτα, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας είδε στο ύπνο του, πως κάποιος φίλος του τού χάριζε(χαρίζω恵む) εννιά φλουριά(金貨), κι' αυτός καυγάτζιζε(καυγαδίζω喧嘩する) μαζύ του, απαιτώντας(απαιτώ要求する) να του τα κάνη δέκα.
Ξαφνικά, άνοιξε τα μάτια του, και βλέποντας πως δεν είχε τίποτα στα χέρια του, τάκλεισε(τα έκλεισε) πάλι, αμέσως, κι' απλώνοντας(απλώνω広げる) το χέρι του, φώναζε;
— Έλα, άει στο διάολο(ちくしょう)! Δος(Δώσε) τα, κι' ας είν' κ' εννέα!(九枚でもいいからくれ)(東洋文庫88、27頁)
17. — Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΨΑΡΙΟΥ
魚の話
Όταν ο Νασρ-εν-Ντιν ήταν νέος, πήγε(持っていく), μια Παρασκευή, στη γυναίκα του ένα ψάρι ζωντανό(生きた), κι' αφού τη διέταξε(διατάζω命じる) να το μαγερέψη(μαγειρεύω料理する) και να τώχη(το έχει) έτοιμο(用意しておく), όταν θα γύριζε(未完γυρίζω) από το Τζαμί(モスク), μετά τη Μεγάλη Προσευχή(大祈祷), έφυγε και πήγε στις δουλειές του.
Τώρα(当時彼の妻は近所の男たちと遊び屋まわっていた), η γυναίκα του εκείνη ήταν τρελλή(狂った) κ' ελαφρόμυαλη(愚かな), και τάπαιζε(τα έπαιζεいちゃつく) μ' όλους τους νέους της γειτονιάς(近所), και για τούτο, ο Χότζας την έδιωξε(διώχνω追い出す), αργότερα, όταν(←) την κατάλαβε(καταλαβαίνω気付く), και πήρε άλλη(再婚).
Λοιπόν, εκείνην την ημέρα, ενώ ο άνδρας της ήταν ακόμα στο Τζαμί, ήρθε ένας της φίλος και την προσκάλεσε(招待) σ' ένα γάμο(友人の結婚) που θα γινόταν στο σπίτι του.
Εκείνη δέχτηκε με χαρά, και ρίχνοντας το ψάρι μέσα σ' ένα κιούπι(壺) με νερό, έφυγε μαζύ του κ' έλειψε(留守にする) μιαν αλάκαιρη(ολάκαιρηまるまる) βδομάδα, ως την ακόλουθη Παρασκευή (4) , ενώ ο Χότζας την εζητούσε(ζητώ探す) από σπίτι σε σπίτι, χωρίς κανείς να μπορέση να του δώση πληροφορίες(情報) πού ήταν(妻の居場所).
Ήταν, λοιπόν, έξω φρενών(怒り心頭) εναντίον(対して) της, κι' όταν την είδε, (την επόμενη παρασκευή) νάρχεται(να έρχεται), ώρμησε(ορμώ突進する) απάνω της, την περιέλουσε(περιλούζωあびせる) με τα πιο βρωμερά(βρομερά汚い) επίθετα(形容詞) και χύμηξε(χύμω飛びかかる) ναν(να αν) τη χτυπήση(χτυπώ殴る) με μια μαγκούρα(杖で殴りかねなかった).
Μα, εκείνη τούφερε(του έφερε) το ψάρι ζωντανό από το κιούπι, κι' αφού τώβαλε(το έβαλε) μπροστά του έμπηξε(μπήγω声を立てる) τέτοιες αγριοφωνάρες(怒鳴り声), ώστε μαζώχτηκαν(μαζώνομαι集まる) όλοι οι γειτόνοι να ιδούνε τι συμβαίνει.
Τότε, τραβώντας(τραβώ引っ張る) τα μαλλιά(髪の毛) της και ξεσχίζοντας(ξεσχίζωひっかく) τα μάγουλά(ほほ) της με τα νύχια της, τους είπε τα παράπονά(不満) της, κι' ανάφερε(ανάφερω言及する) με τι τρόπο της φέρθηκε(φέρνομαι振舞う) ο άνδρας της, «ο κακούργος(人でなし), που βάλθηκε(βάζομαι〜しようとする) να την πεθάνη(πεθάνει殺す)».
Είπε κι' αυτός τα παράπονά του, μα, κανείς δεν ήθελε να τον πιστέψη, γιατί όλοι πήγανε με το μέρος(味方する) της γυναίκας, κι' όλοι, με μια φωνή, είπαν:
— Δεν μπορεί νάνε(να είνε) έτσι όπως το λες, γιατί, πώς μπορούσε το ψάρι να μείνη(μείνει) ζωντανό όλον αυτόν τον καιρό;
Και γέλασαν μαζύ του, και τόνε κορόιδεψαν(からかう), και τον έβγαλαν(推測する) πως ήτανε τρελλός.
Λένε πως ποτέ(けっして) από τότε ο Χότζας δεν έβαλε στο σπίτι του ψάρι, κι' όταν, μια φορά, ένας φίλος του τόνε ρώτησε το γιατί, του απάντησε.
— Άκουσε, φίλε μου: μια φορά, πήγα ένα ψάρι σπίτι μου και μ' έβγαλαν(βγάζωみなす、呼ぶ) τρελλό, τη δεύτερη φορά, ασφαλώς(きっと) θα με δέσουν(δένωつぎにはわしをふんじばるだろう).( The Project Gutenberg EBook of The Book Of The Thousand Nights And One Night, Volume IV, 50.The Woman's Trick Against Her Husband)
18. — Η ΣΥΝΤΑΓΗ
処方箋
Μια μέρα, ο Εμίρης(首長) του τόπου, βγαίνοντας σε περίπατο(散歩) στην εξοχή(郊外), με το γραμματικό(秘書) του, αντάμωσε στο γυρισμό(帰路) του το Νασρ-εν-Ντιν, που πήγαινε με το γάιδαρό του στ' αμπέλι(ぶどう畑), και θέλοντας να γελάση(γελώ笑う) λιγάκι, είπε του γραμματικού του να τόνε ρωτήση από πού ερχόταν.
Λοιπόν, ο γραμματικός τόνε ρώτησε.
— Πούθε(どこから) έρχεσαι, Νασρ-εν-Ντιν;
— Από τη Βασσόρα(バソラ)! απάντησε εκείνος.
— Και πού πας, με το καλό(プリーズ);
— Στη Βαγδάτη(バグダッド).
— Και τι πας να κάνης(κάνεις) εκεί;
— Πάω να ζητήσω(ζητώ) γιατρικό(薬) για τα μάτια μου, αποκρίθηκε ο Χότζας.
Ο Εμίρης έσκυψε(σκύβωかがむ) στ' αφτί του γραμματικού του και τούπε:
— Πες του κι' άλλες σαχλαμάρες(また馬鹿なことを言って笑おうぜ) να γελάσωμε!
— Πασσά(パシャ、ご主人さま) μου, είπε ο γραμματικός, αυτός είνε βρωμόγλωσσα(口が悪い) και φοβούμαι πως δε θα μπορέσωμε(μπορέσουμε) να τα βγάλωμε(βγάζουμε) πέρα(やりとげる), μαζύ του.
— Βρε, κάνε αυτό που σου λέω! διέταξε(命ずる) ο Εμίρης, κι' ο γραμματικός άρχισε:
— Αν σου πω, εγώ, ένα γιατρικό(薬の話をする), τι θα μου δώσης γι' αμοιβή(お返し);
Είπε ο Χότζας:
— Βρε, κάνε συ το καλό(親切), και κάτι θα βρω(見つける) να σου δώσω γι' αμοιβή(謝礼), Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που αναγνωρίζει(認める) μιαν ευεργεσία(親切).
— Λοιπόν, δάνεισέ(δανείζω貸す) μου τ' αφτιά σου, κι' άκου μια συνταγή(処方箋) που δεν την έχω δώση(δώσει) ακόμα ούτε στο παιδί μου.
— Λέγε, ακούω, είπε ο Νασρ-εν-Ντιν, κι' ο γραμματικός άρχισε:
— Πάρε τρεις ουγγίες(オンス) δροσερό(涼しい) αεράκι, (προτίμησε το Μπάτη(海風)), τρεις ουγγίες ακτίνες(光線) του ήλιου, άλλες τόσες ακτίνες του φεγγαριού, κι' άλλο τόσο φως της λάμπας. Ανακάτεψέ(ανακατεύω混ぜる) τα όλα αυτά καλά κι' άφησε τα τρεις μήνες στον αέρα. Ύστερα βάλε τα σ' ένα γουδί(すり鉢) δίχως πάτο(底) και τρίφτα(τρίβωすりつぶした) καλά ως που να γίνουν(3pl.) σκόνη(粉). Βάλε τη σκόνη σ' ένα τρυπητό(ふるい), κι' άφησέ τη στον αέρα άλλους τρεις μήνες. Ύστερα, βάζε απ' αυτό το γιατρικό στα μάτια σου, τρία δράμια(キログラム) κάθε βράδυ όταν κοιμάσαι, και, με τη βοήθεια του Νασρ-εν, θα βρης(βρεις) τη γιατρειά(治療) σου.
Τώρα, όταν ο Χότζας άκουσε αυτά, έγειρε(γέρνω傾ける) μπρος όλο το κορμί(体) του, καθώς καθόταν απάνω στο γάιδαρό του, κι' άφησε(任せる) να του φύγη μια βροντερή(雷のような) πορδή(おなら) (5) , και τούπε:
— Αυτό για πληρωμή(報酬) της συνταγής σου. Κι' όταν την ακολουθήσω και βρω, όπως λες, τη γιατρειά μου, θα πάω, μα το Θεό(神かけて), να σου αγοράσω(買う) μια σκλάβα, που θα σε υπηρετήση(υπηρετώ仕える) με τέτοιον τρόπο ώστε να σε στείλη μια ώρα αρχήτερα(αρχύτεραさっさと) στον άλλο κόσμο(あの世). Κι' όταν ο Θεός σε ρίξη(ρίχνω) στα καζάνια(鍋) της Κολάσεως(Κολάσης地獄), αυτή θ' αλείψη(αλείφω塗る) τη μούρη(顔) σου με τριάντα δράμια κόπρο(うんこ) από τη θλίψι(悲しみ) της, και τριάντα δράμια κάτουρο(尿) από τα κλάματά(涙) της και θα πη(πει): «Ω σκατόγερε(くそったれ), πέθανες; Στο διάολο και πάρα πέρα(くたばれ)!»
Ακούοντας αυτά ο Εμίρης, έσκασε από τα γέλια και παίρνοντας το γραμματικό του έφυγε βιαστικά απ' εκεί, από φόβο μην τον αρχίση(αρχίζω) κι' αυτόνε ο Χότζας.(The Project Gutenberg EBook of The Book Of The Thousand Nights And One Night, Volume IV, 52. Jaafer the Barmecide and the Old Bedouin)
19. — «ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ ΤΙ ΕΚΑΝΕ Ο ΘΕΟΣ!»
「神は知っていた」
Κάποτε, ο Χότζας κατέβηκε στον κήπο(庭) του και ξαπλώθηκε(ξαπλώνομαι横になる) κάτω από μια καρυδιά(f.クルミの木). Και βλέποντας, κει που καθόταν, τις κολοκυθιές(f.カボチャ草) και τις πεπονιές(f.メロンの木), που ήσαν πιο πέρα(向こうに), φορτωμένες(乗せて) από θεώρατες(θεόρατες巨大な) κολοκύθες(f.カボチャの実) και πεπόνια(n.メロンの実), μπήκε σε σκέψεις για τον τρόπο που δημιούργησε(δημιούργω創造する) ο Θεός τον κόσμο.
«Περίεργο πράγμα, αλήθεια,» έλεγε. «Αυτός ο Θεός δεν ήξερε τι έκανε. Έδωσε σε τόσο λιγνά(細い) χαμόδενδρα(低木) τόσο θεώρατους καρπούς(実), και σ' ένα δένδρο τόσο μεγάλο σαν(〜のように) αυτήν την καρυδιά, τόσο μικρούλικους καρπούς, ενώ — αν πας(πάω) με τη λογική(論理的に行くなら) — το σωστό(正しくは) ήταν να κάνη το αντίθετο.»
Μα, ενώ συλλογιζόταν έτσι κι' απορούσε μέσα του, φύσηξε(φυσώ吹く) αέρας δυνατός κ' ένα καρύδι(n.くるみの実) έπεσε από την καρυδιά και τόνε χτύπησε στο κούτελο(額) με τέτοια ορμή που του προξένησε(προξενώ引き起こす) δυνατόν πόνο.
Τότε τινάχτηκε απάνω, και ξεφώνησε με θαυμασμό.
— Μπρε(βρεどうだ), ήξερε τι έκανε ο Θεός! Δεν τώχα(το είχα) σκεφθή(σκέφτομαι) καλά(私の考えたことは間違っていた). Γιατί για σκέψου(命σκέφτομαι) αν(もし) το καρύδι που έπεσε και με χτύπησε ήταν μεγάλο και βαρύ σαν ένα πεπόνι ή σα μια κολοκύθα, τι θα γενόμουν(γινόμουν)! Θα μούκανε(μου έκανε) λυώμα(つぶす) το κεφάλι μου και θα πήγαινα(逝く) άψαλτος(賛美歌なしで).(東洋文庫88、161頁)
20. — Ο ΧΟΤΖΑΣ ΚΑΔΗΣ
裁判官ホジャ
Την εποχή που ο Χότζας εκτελούσε(εκτελώ実行する) χρέη(義務) Καδή(属), παρουσιάστηκαν, σ' αυτόν, μια μέρα, δυο άνθρωποι για να τους δικάση(δικάζω裁く).
— Ποια είνε η διαφορά(争い) σας; τους ρώτησε.
Είπε ο πρώτος:
— Αυτός ο άνθρωπος μου δάγκασε τ' αφτί.
— Δεν του το δάγκασα εγώ, Καδή μου, μόνος του το δάγκασε(自分で噛んだ).
Ο Νασρ-εν-Ντιν αφού σκέφθηκε(σκέφτομαι) λιγάκι τους είπε:
— Καλά, πηγαίνετε, κ' ελάτε(命έρχομαι) σε λίγο ν' ακούσετε την απόφασί μου.
Όταν έφυγαν αυτοί, ο Χότζας μπήκε μέσα στον οντά του, κι' αφού έκλεισε την πόρτα, προσπάθησε(προσπαθώ試みる) να δαγκάση τ' αφτί του. Παιδεύτηκε(παιδεύομαι頑張る) ώρα πολλή, ως που ζαλίστηκε(めまいがする) κ' έπεσε χάμου κ' έσπασε το κεφάλι του.
Ακούοντας τον κρότο(大声) η γυναίκα του, έτρεξε(τρέχω走る) τρομαγμένη(驚いて), και τόνε ρώτησε απ' έξω:
— Τι έπαθες, Χότζα μου;
— Τίποτα, γυναίκα! Μια δοκιμή(試し), μια δοκιμή! . . . της είπε από μέσα ο Νασρ-εν-Ντιν, ενώ έπλενε(πλένω洗う) την πληγή(傷) του κ' έδενε(δένω縛る) το κεφάλι του μ' ένα μαντήλι(スカーフ).
Κ' έτσι με δεμένο κεφάλι γύρισε στο δικαστήριο(裁判所) και κάθησε στην έδρα(席) του.
Σε λίγο μπήκαν μέσα οι δύο αντίδικοι(訴訟当事者). Μόλις τους είδε ο Χότζας, έγνεψε(γνέφωうなずく) στον έναν, (σ' εκείνον που είχε δαγκομένο το αφτί) και τούπε:
— Βρε παιδί, πρόσεχε μη δαγκάνης άλλη φορά τ' αφτί σου, μην πέσης(πέφτω) καμμιά ώρα, και σπάσης(σπάω割る) το κεφάλι σου(こんど自分の耳を噛むときは気をつけなさい、転んで頭を割らないように), σαν κ' εμένα . . . Κοίτα!(見てくれこれを) . . . (東洋文庫88、203頁)
21. — Ο ΧΟΤΖΑΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ
恋するホジャ
Την εποχή, που ο Χότζας ήταν δάσκαλος κι' ανύπαντρος(独身) ακόμα, ένας πολύ στενός(親密で) κι' αγαπητός(愛する) του φίλος, περνώντας, μια μέρα, έξω απ' το σχολείο του, τώδε(το είδε) κλειστό κ' είπε μέσα του(独り言): «Κάποιος πέθανε, σήμερα, του Χότζα. Είνε χρέος(義務) μου να πάω να τον συλλυπηθώ(συλλυπούμαι悔やみを言う) και να τον παρηγορήσω(παρηγορώ慰める)».
Πήγε και τόνε βρήκε μονάχο(一人で), κλεισμένο στον οντά του, καθισμένο σταυροπόδι(足を組んで) απάνω στον καναπέ(ソファ), με το σαρίκι(ターバン) του βγαλμένο(脱いだ) απ' το κεφάλι, και το μέτωπό(額) του δεμένο με το μαντήλι του πένθους(喪), κι' όλην την ώρα να κλαίη και να χτυπιέται και να μην παύη μηδέ στιγμή το θρήνος(嘆き) και το μοιρολόι(葬送歌).
Άμα τον είδε σ' αυτήν την κατάστασι ο φίλος του, ράγισε(ραγίζω割れる、張り裂ける) η καρδιά του, και τούπε:
— Ζωή σε λόγου σου, Χότζα! Μα, δεν πρέπει να κάνης έτσι, καϋμένε(καημένε)! Ε! Απ' το Θεό ήτανε(神のおぼしめしだ)! Μη δα όλοι μας δε θα πάμε απ' αυτόν το δρόμο;(みんなこの道をゆくじゃないか) Υπομονή(忍耐)! Τι θα κάνης με το κλάμα(泣くこと); Μπορείς να τον ξαναφέρης(ξαναφέρω取り戻す) πίσω; . . . Μα, πες μου, αλήθεια, ποιος σου πέθανε;
— Αχ! φίλε μου, μου πέθανε το πιο ακριβό(貴重な) κι' αγαπημένο πλάσμα(生き物) που είχα στον κόσμο.
— Ποιος; Ο πατέρας σου;
— Όχι!
— Η μητέρα σου;
— Όχι!
— Ο αδελφός σου;
— Όχι!
— Κανένας συγγενής(親戚) σου;
— Όχι!
— Τότε, ποιος;
— Η αγαπημένη μου!
— Ου! Καϋμένε! Θλιβερό(悲しい), δε σου λέω, μα, υπάρχουν τόσες άλλες στον κόσμο, και πιο ωραίες!. . .
— Δεν την είδα ποτέ μου, για τούτο δε μπορώ να κρίνω αν υπάρχουν άλλες ωραιότερες απ' αυτήν στον κόσμο!
Σ' αυτά τα λόγια(言葉), απόρησε πολύ ο φίλος του και τόνε ρώτησε:
— Και πώς την αγάπησες, αφού ποτέ σου δεν την είδες;
Απάντησε ο Χότζας:
— Άκουσε: Προχθές το πρωί καθόμουν στο παράθυρό μου, όταν, ξαφνικά, άκουσα έναν άνθρωπο, που περνούσε από το δρόμο, να τραγουδάη(τραγουδώ歌う) αυτό το τραγουδάκι.
«Ω Αμίνα, γλυκειά κι' ωραία Αμίνα!
»Οι χάρες(優美) σου με σκλάβωσαν(σκλαβώνω虜にする),
»και τα νάζια(色気) σου μου κομμάτιασαν(κομματιάζω引きちぎる)
»την καρδιά μου.
»Ω Αμίνα, αγγελοκάμωτη(αγγελοκαμωμένος天使の姿の) Αμίνα!
»Δος μου(Δωσ' μου) πίσω την καρδιά μου,
Κι' ας είν' κομματιασμένη . . .»
»Άμα άκουσα αυτόν τον άνθρωπο να λέη αυτά τα λόγια, καθώς περνούσε από το δρόμο, είπα μέσα μου: «Βέβαια, αν η Αμίνα δεν ήτανε γυναίκα που να μην υπάρχη όμοια της στον κόσμο, οι ποιητές δε θα την εξυμνούσαν με ωδές και τραγούδια. Για τούτο την αγάπησα τρελλά. Μα, δυο μέρες κατόπι(後に), δηλαδή σήμερα το πρωί, ο ίδιος άνθρωπος πέρασε πάλι από κάτω, τραγουδώντας ένα λυπητερό(悲しげな) τραγούδι που τέλειωνε μ' αυτούς τους στίχους:
«Πάνε, πάνε: η Αμίνα κι' ο γάιδαρός της,
»έφυγαν, και δεν ξαναγυρίζουν πια . . .»
»Κατάλαβα, τότε, πως πέθανε η Αμίνα, η αγαπημένη μου Αμίνα, και για τούτο κλαίω(泣く) και θρηνώ για το χαμό(喪失) της. Αχ! Πού θα ξαναβρώ μια τέτοια Αμίνα;
22. — ΤΟ ΖΩΔΙΟ ΤΟΥ
ホジャの星座
Κάποιος, μια μέρα, ρώτησε το Χότζα:
— Σε ποιο ζώδιο(星座) γεννήθηκες(γεννιέμαι);
— Στο ζώδιο του Τράγου(ヤギ), απάντησε ο Νασρ-εν-Ντιν.
— Μα, δεν υπάρχει κανένα ζώδιο νάχη(να έχει) αυτό το όνομα! παρατήρησε(παρατηρώ述べる) ο φίλος του.
— Όταν ήμουνα μικρό παιδί, η μητέρα μου μούλεγε(μου έλεγε) πως γεννήθηκα στο ζώδιο του Αιγόκερου(Αιγόκεροςヤギ座).
— Έτσι, λέγε, λοιπόν(ほら見ろ)! Γιατί Αιγόκερος θα πη(πει意味する) κατσικάκι(子ヤギ), όχι τράγος(ヤギ).
— Βρε ηλίθιε(馬鹿), απάντησε ο Χότζας, από τότε πέρασαν καμμιά εξηνταριά(60) χρόνια: το παιδί γένηκε(γίνηκε,γίνομαι) γέρος(老いた) με άσπρα γένια(あご髭), και το κατσικάκι δε γένηκε τράγος;(東洋文庫88、52頁)
23. — Η ΠΩΛΗΣΗ ΤΗΣ ΓΕΛΑΔΑΣ
雌牛の売却
Μια μέρα, ο Χότζας κατέβασε στο παζάρι τη γελάδα(αγελάδα雌牛) του, και την τριγυρνούσε πέρα δώθε(あちこち), μα, κανείς δε βρισκόταν να την αγοράση.
Έξαφνα, ένας ντελάλης(触れ人) τον πλησιάζει και του λέει:
-Από το πρωί, και δεν μπόρεσες ακόμα να πουλήσης τη γελάδα σου; Δος μου την σε μένα(私) και θα δης(δεις) πως θα σ' την(σου την) πουλήσω άψε σβύσε(またたく間に)!
-Πάρ' την! είπε ο Χότζας.
Ο ντελάλης πήρε τη γελάδα, κι' άρχισε να την τριγυρνά μέσα στο παζάρι διαλαλώντας(διαλαλώ呼び売をする) τα χαρίσματά(魅力) της, λέγοντας.
-Ποιος παίρνει αυτήν τη γελάδα; Είνε έξη(έξι) μηνών έγκυος(妊娠した), και πρωτάρα(初産) τεσσάρων χρονών.
Κ' έτσι, δεν άργησε(αργώ遅れる) να βρη αγοραστή(東洋文庫88、257頁).
24. — ΠΕΘΑΜΕΝΟΣ ΒΓΑΝΕΙ ΣΕ ΠΕΡΙΠΑΤΟ
死人の散歩
Ένα πρωί, ο Νασρ-εν-Ντιν βγήκε λίγο έξω από την πόλι, για ν' αναπνεύση αέρα, όταν είδε από μακρυά μερικούς καβαλλάρηδες(馬に乗った人) νάρχουνται(να έρχουνται) προς το μέρος του.
Του πέρασε ιδέα(考え) πως ήσαν λησταί και κακούργοι κ' ήθελαν να του πάρουν τη ζωή, κι' απ' το φόβο του έτρεξε μέσα σ' ένα νεκροταφείο(墓地) που ήταν εκεί κοντά, κι' αφού έβγαλε βιαστικά όλα τα ρούχα του, χώθηκε(χώνομαι隠れる) και ξαπλώθηκε γυμνός μέσα σ' έναν τάφο.
Μα, οι καβαλλάρηδες τον είχαν πάρη νόγα(παίρνω νόγα気づく), και πλησιάζοντας τούπαν:
-Βρε άνθρωπε, γιατί είσαι πλαγιασμένος(横になる) εδώ μέσα;
Ο Νασρ-εν-Ντιν, μη θέλοντας να φανερώση(φανερώνω見せる) τους φόβους του, απάντησε:
-Είμαι από τους πεθαμένους που αναπαύουνται(αναπαύομαι休む) σε τούτο το νεκροταφείο, και, σήμερα την αυγή(夜明け), βγήκα απ' του τάφο μου για να κάνω ένα μικρόν περίπατο με τη δροσιά(わたしは墓から出て涼みがてら散歩をしていただけです)!(東洋文庫88、6頁)
25. — «ΝΑ ΠΑΩ ΑΚΟΜΑ ΠΙΟ ΠΕΡΑ;»
「もっと行くべきか」
Μια νύχτα, κει που κοιμόταν ο Χότζας μαζύ με τη γυναίκα του, έξαφνα, αυτή του λέει απάνω στον ύπνο της(眠りながら):
— Άιντε(άντε) πιο πέρα(もっともっと来て!、性行為のこと), καϋμένε(あなただめね)! Go on, you poor man.
Ο Νασρ-εν-Ντιν σηκώνεται αμέσως, ντύνεται(ντύνομαι), βγαίνει έξω, και τραβάει(τραβώ出かける) κατά την εξοχή.
Δεν έπαψε να οδοιπορή(οδοιπορώ歩く) όλην την νύκτα, και την άλλη μέρα ως το μεσημέρι(正午), όταν αντάμωσε ένα γνωστό του.
— Στην πόλι κατεβαίνεις(向かう); του είπε.
— Ναι, Χότζα μου, έχεις καμιά παραγγελία(注文) να μου δώσης;
— Ναι, θα σε παρακαλέσω να περάσης από το σπίτι μου και να ρωτήσης τη γυναίκα μου: «Να πάω ακόμα πιο πέρα(もっと行くべきか), ή φτάνει πια ως εδώ(もうこれでいいか);(東洋文庫88、228頁)
26. — ΤΟ ΚΟΨΙΜΟ ΤΟΥ ΑΦΑΛΟΥ
ホジャ、臍の緒を切る
Όταν, μια φορά, η γυναίκα του Χότζα έκανε αγόρι(男の子), η μαμή(助産婦) κ' οι άλλες γυναίκες φώναξαν τον πατέρα του νεογέννητου και τούπαν:
— Έλα, Χότζα, κόψε(κόβω切る) συ ο ίδιος τον αφαλό(臍) του γιού σου, γιατί το χέρι σου είνε γούρικο(幸運な).
Ο Χότζας πήρε στο χέρι του το άντερο(έντερο腸) του αφαλού του μωρού, κι' αντί να το κόψη εκεί που έπρεπε, με το ψαλίδι(はさみ), το τράβηξε(τραβώ) δυνατά και τώβγαλε(το έβγαλε出す) όλο από τη ρίζα(根), αφήνοντας μια τρύπα(穴) απάνω στην κοιλιά(腹) του παιδιού.
— Τι κάνεις; φώναξαν οι γυναίκες, τρομαγμένες.
— Δεν πειράζει(問題ない), είπε. Έχει τόσες τρύπες αλλού(他の場所に), ας έχη κ'(たとえ〜) εκεί μια.(東洋文庫88、214頁)
27. — Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ
予言
Ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας, σαν προνοητικός(用心深い) άνθρωπος που ήταν, πήρε, μια φθινοπωρινή(秋の) μέρα, το τσικούρι(τσεκούρι斧) του και κατέβηκε να κόψη ξύλα για το χειμώνα(冬).
Ανέβηκε σ' ένα δένδρο κι' άρχισε να κόβη(κόβω切る) ακριβώς του κλάδο(枝) όπου καθόταν.
Κάποιος φίλος του, περνώντας από κάτω, τον είδε και του φώναξε:
— Μωρέ Χότζα, τι κάνεις εκεί; Θα πέσης!
Ο Χότζας γύρισε μόνο και τούρριξε(του έρριξε)(アρίχνω) μια ματιά(視線) χωρίς να καταδεχτή(καταδέχομαιあえて〜する) να του απαντήση(απαντώ答える) κ' εξακολούθησε τη δουλειά του.
Μα, σε λίγο, φυσικά, το κλαδί(枝) κόπηκε(κόβομαι) κι' ο Νασρ-εν-Ντιν κουτρουβαλιάστηκε(κουτρουβαλιάζομαιころがり落ちる) χάμου.
Ο Χότζας θαύμασε την προορατικότητα(先見の明) του φίλου του, και τρέχοντας πίσω του τού φώναξε:
— Φίλε μου! Ε! Φίλε μου! Συ που ήξερες πως θα πέσω, βέβαια θα ξέρης και πότε θα πεθάνω(死ぬ). Δε μου το λες;
Εκείνος, για να τον ξεφορτωθή(厄介払いする), του είπε:
— Την ημέρα που θα κατεβάζης(降ろす) φορτωμένο(荷を積んで) το γάιδαρό σου απ' το βουνό(山), και θα τον ακούσης να κλάση(κλάνωおならをする) δυο φορές, τότε θα πεθάνης. Στην πρώτη πορδή, η ψυχή σου θανεβή(θα ανέβει登る) στα χείλη(唇) σου, στη δεύτερη θα πετάξη(πετώ飛ぶ) στους ουρανούς.
Λοιπόν, ύστερα από μερικές ημέρες, ο Νασρ-εν-Ντιν συνέβη(たまたま〜) να κατεβαίνη με το γάιδαρό του φορτωμένο από το βουνό, όταν, ξαφνικά, το ζώο πόρδισε δυο φορές.
Ο Χότζας θυμήθηκε(θυμάμαι思い出す) αμέσως την προφητεία(予言) του φίλου, κι' αφήνοντας το γάιδαρό του, ξαπλώθηκε(横になる) χάμου, λέγοντας:
— Πάει(いよいよ〜), πέθανα πια!
Ύστερα από κάμποση ώρα, μερικοί άνθρωποι περνώντας από κει και βλέποντάς τον σ' εκείνην τη θέσι, τον νόμισαν πεθαμένο, και κάνοντας ένα πρόχειρο(簡易の) φορείο(担架), τον ξάπλωσαν(横たえる) απάνω για να τον μεταφέρουν στο σπίτι του.
Μα, φθάνοντας σ' ένα μέρος όπου ο δρόμος ήταν αδιάβατος(通れない) από τις πολλές λάσπες(泥), στάθηκαν και ρωτούσαν ο ένας τον άλλον από πού θα τον περνούσαν τώρα.
Έξαφνα, ο Χότζας έχασε την υπομονή του και σηκώνοντας το κεφάλι τους φώναξε:
— Βρε, τι μαλώνετε(μαλώνω喧嘩する) έτσι; Εγώ από δω περνούσα, όταν ήμουν ζωντανός(生きていたときはこっちを通った).(東洋文庫88、16頁)
28. — ΤΟ ΠΕΙΣΜΑ
意地っ張り
Μια φορά, ο Χότζας βαρέθηκε(βαριέμαι嫌になる) να επιμελήται(επιμελούμαι世話する) το γαϊδούρι(ロバ), κάθε μέρα, μοναχός(一人で) του, κ' εδήλωσε(δηλώνω明言する) καθαρά(はっきりと) στη γυναίκα του ότι έπρεπε ν' αρχίση κι' αυτή να το περιποιείται(περιποιούμαι世話する).
— Αυτό δε θα το φας(いい加減してよ)! του απάντησε η γυναίκα του.
Μια τέτοια άρνησι(拒否) δεν μπορούσε παρά(せざるを得ない) να ερεθίση(ερεθίζω刺激する) φοβερά(副ひどく) τον ευερέθιστο(短気な) Χότζα, που άρχισε να στολίζη(στολίζω飾る、アイロニー) το τρυφερό(優しさ) του ταίρι(配偶者) με τα πιο κομψά(上品な) επίθετα(形容詞). Μα, κι' αυτή, που δεν ήταν από κείνες(εκείνες) που άφηνε(許す) να της πατούν(πατώ踏む) την κάπα(コートを踏まれて黙っている女ではない), δεν τον άφησε(放置する) αναπάντητο(答えのない、ホジャにやり返した).
Ο καυγάς(喧嘩) ανάμεσα στ' ανδρόγυνο(夫婦) βάσταξε(βαστάζω続く) έτσι κάμποση ώρα, μα, στα πολλά, σώπασαν κ' οι δυο τους, κι' αποφάσισαν να κάνουνε μια συμφωνία(了解), όποιος(〜する人) από τους δυο μιλούσε(未完μιλώ話す) πρώτος, εκείνος ν' αναλάβαινε(αναλαβαίνω引き受ける) την περιποίησι του γαϊδάρου.
Τότε, ο ένας τραβήχτηκε(τραβιέμαι引っ込む) στη μια γωνιά(角), κι' ο άλλος στην άλλη, και ώρες πολλές βάλανε(βάζω) πείσμα(意地になる) να μην προφέρουν λέξι. Μα, η γυναίκα του Χότζα, σα γυναίκα που ήταν, βαρέθηκε πια ν' αφήνη έτσι άπρακτη(何もしない) τη γλώσσα της, και βάζοντας την μαντήλα(スカーフ) της κατέβηκε(出ていく) και πήγε σ' ένα γειτονικό σπίτι, όπου έμενε ως το βράδυ. Εκεί ανάφερε όσα συνέβηκαν με τον άνδρα της, κ' εξέφρασε(εκφράζω表す) το φόβο της ότι θάχανε(θα έχανε) αυτή το στοίχημα(賭けに負ける), γιατί ήξερε πως ο Χότζας ήταν πεισματάρης(頑固) και πως θα προτιμούσε(未完προτιμώ好む) να πεθάνη καλλίτερα(καλύτερα) παρά να βγάλη λέξι από το στόμα του(死んでも口を開かない).
Οι γυναίκες βάλθηκαν(βάζομαι〜しようとする) τότε να βοηθήσουν την γειτόνισσά τους, και για μια πρώτη δοκιμή, έστειλαν μ' ένα παιδί στο Χότζα ένα πιάτο ζεστή(熱い) σούπα, για να ιδούν τι θα κάνη.
Στο αναμεταξύ, όμως, όταν η γυναίκα του Νασρ-εν-Ντιν απουσίαζε(απουσιάζω不在する), μπήκαν κλέφτες(泥棒) στο σπίτι κι' άρχισαν να μαζεύουν(μαζεύω集める) ό,τι βρίσκανε. Σε λίγο μπήκαν και στον οντά του Χότζα, και τον είδαν που καθόταν στη γωνιά, ακίνητος. Στην αρχή φοβήθηκαν, κ' ήθελαν να το βάλουν στα πόδια, μα, βλέποντας το Χότζα να μένη ατάραχος(平然と) και να μη βγάζη μιλιά(口をきかない), νόμισαν πως κοιμόταν με ανοιχτά τα μάτια, κι' άφοβα άρχισαν να μαζεύουν κι' απ' εκεί όσα πράγματα μπορούσαν να σηκώσουν(σηκώνω運ぶ). Και τέτοιο θάρρος(勇気) πήραν από τη σιωπή του Χότζα, ώστε του αφαίρεσαν(αφαιρώ奪う) και τη σκούφια(帽子) που φορούσε, κ' ύστερα φύγανε.
Σε λίγο, έφτασε το παιδί με το πιάτο τη σούπα, που τούστελναν(του έστελναν) οι γειτόνισσες. Απόρησε βλέποντας το σπίτι σχεδόν γυμνό(何もない) από τα έπιπλα(家具), και το Χότζα καθισμένο στο γωνιά, δίχως σκούφια στο κεφάλι, κι' αμίλητο κι' ακίνητο σαν νάταν(να ήταν) πετρωμένος(石になった).
Του είπε:
— Χότζα, σου έφερα ένα πιάτο σούπα.
Ο Χότζας του σφύριζε(口笛を吹く) με το στόμα και κάνοντας με το χέρι του δυο τρεις κύκλους στον αέρα τούδειξε το κεφάλι του. Το παιδί νόμισε πως τούλεγε(του έλεγε) να του κενώση(κενώνωあける) τη σούπα στην κεφαλή, και, χωρίς να περιμένη(περιμένω待つ) άλλο λόγο, αναποδογύρισε(αναποδογυρίζωひっくり返す) επάνω του το πιάτο, και τα ζεματιστά(煮えたぎる) ζουμιά(スープ) του περιλούσανε(περιλούζωずぶ濡れにする) από την κορφή(κορυφήてっぺん) ως κάτω, και στάζανε(στάζωしたたる) από τα γένια(あご髭) του και τα μουστάκια(口髭) του μπρος(正面), κι' από τα μαλλιά του πίσω.
Μα, με όλο το ζεμάτισμα(やけど) που αισθάνθηκε(αισθάνομαι感じる) ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας, πάλι δεν έβγαλε μιλιά(話). Απορημένο το παιδί γύρισε στο γειτονικό σπίτι και αφηγήθηκε(αφηγούμαι物語る) όλα όσα συνέβηκαν.
Τότε η γυναίκα του Χότζα ανησύχησε(ανησυχώ不安になる) στα σοβαρά(真剣に), κ' έτρεξε στο σπίτι της, όπου, βλέποντας τον άντρα της σ' εκείνην την κατάστασι, του φώναξε:
— Χότζα μου, τι χάλια(悲惨な状態) είνε αυτά;
— Α! Βρωμερό θηλυκό(クソ女め)! απάντησε ο Νασρ-εν-Ντιν. Απεφάσισες τέλος πάντων(とうとう) να μιλήσης; Πήγαινε τώρα να ταγίσης(ταγίζω餌をやる) το γάιδαρο, και πάρε σημείωσι(覚えておけ) για άλλη φορά(次回のために) πως αυτά τ' αποτελέσματα(結果) έχει το πείσμα(主、お前が意地を張ったおかげでこんなことになるんだ).(東洋文庫88、222頁)
29. — ΤΟ ΚΛΕΜΜΕΝΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ
シャツの盗難
Μια μέρα, κάποιος έδωσε στο Χότζα ένα πουκάμισο(シャツ) για να πάη να το πουλήση(売る) στο παζάρι. Ο Χότζας το πήρε και κατέβηκε στην αγορά, όπου, κει που χάζευε(χαζεύω暇つぶしをする) μέσα στο πλήθος, κάποιος επιτήδειος(有能な) λωποδύτης(かっぱらい) του τώκλεψε(το έκλεψε盗む) δίχως να το καταλάβη(気づく).
Τώρα, το πουκάμισο εκείνο ήταν κλεμμένο(盗まれた), κι' ο Χότζας τώξερε, για τούτο όταν εγύρισε, κ' εκείνος που του τώχε(το είχε) δώση(δώσει彼にそれを与えた) τόνε ρώτησε: «Πόσο το πούλησες(売る);» του απάντησε:
— Μωρέ(ねえ君), τι κεσάτια(不景気) είχε σήμερα στο παζάρι; Θα το πιστέψης(πιστεύω); Το πουκάμισό σου μόλις(かろうじて) μπόρεσα και το πούλησα στην αξία(価値) του, δηλαδή(ちょうど) όσο τώχες(το είχες) αγοράση(αγοράζω買値と同じ値段で売った) . . .
30. — Ο ΜΟΥΣΑΦΙΡΗΣ
(6)
訪問者
Μια καλοκεριάτικη νύχτα, ο Χότζας κει που κοιμόταν με τη γυναίκα του στο στενό χαγιάτι τους, την άκουσε έξαφνα να καλή(καλεί) απάνω στον ύπνο της, τον πρώτο της άνδρα, που τον έλεγαν Αγκίμπ(アンキブ), και να τον ευχαριστή(ευχαριστώ感謝する) με λόγια τρυφερά για τα χάδια που φαίνεται της έκανε στ' όνειρό της.
Αυτό, φυσικά, δεν μπορούσε να το ανεχθή(ανέχομαι耐える) ο αξιοπρεπής(上品な) Νασρ-εν-Ντιν, που έξω φρενών απ' το θυμό, της έδωσε μια κλωτσά και την έρριξε κάτω απ' το χαγιάτι.
Ευτυχώς η γυναίκα έπεσε στα μαλακά(柔らかい), κάτω στο κήπο, και δεν έπαθε τίποτα, μα, τόσο ωργίσθηκε(οργίζομαι激怒する) με τον άνδρα της που της τώκανε αυτό, ώστε απεφάσισε να τον χωρίση(χωρίζω離婚する). Έτρεξε, λοιπόν, αμέσως στο σπίτι των γονιών(γονιός両親) της και τους έκανε τα παράπονά της, και το πρωί, όλοι μαζύ, πήγαν στον Καδή, για να του ζητήσουν το διαζύγιο(離婚).
Ο Καδής, σαν άνθρωπος δίκαιος που ήταν, θέλησε ν' ακούση και την απολογία του Νασρ-εν-Ντιν, για τούτο έστειλε και τον εφώναξε.
— Αλήθεια, Χότζα, τούπε όταν εκείνος ήρθε, έρριξες την γυναίκα σου κάτω απ' το χαγιάτι, την περασμένη νύχτα;
— Ναι Καδή μου!
— Και γιατί;
— Άκου να δης! απάντησε ο Χότζας. Κοιμόμαστε στο χαγιάτι μας, που είνε τόσο στενό, ώστε μόλις μπορούν να χωρέσουν(χωράω入る) δυο άνθρωποι, όταν η γυναίκα μου ωνειρεύτηκε(ονειρεύομαι夢を見る) τον πρώτο της άνδρα· του μιλούσε(未完) κ' εκείνος τη χάιδευε(χάιδευω未完). Ψέματα(嘘), γυναίκα;
— Δεν μπορώ να τ' αρνηθώ(否定する), είπε εκείνη χαμηλώνοντας τα μάτια της από ντροπή(羞恥心).
— Ήταν, λοιπόν, φανερό, ότι ο Αγκίμπ βρισκόταν ξαπλωμένος(横になる) ανάμεσά(間に) μας. Μα, αμέσως σκέφθηκα πως το δυστυχισμένο το παιδί(アンキブ) έπιανε(占める) πολύ λίγη θέσι(場所) απάνω στην ψάθα(マット) μας, και βέβαια θα στενοχωριόταν(στενοχωριέμαι窮屈だ) υπερβολικά(極度に). Αυτό δεν μπορούσα εγώ να τ' ανεχθώ, αν ήθελα να μείνω(接μένω) πιστός στους τύπους(やり方) της φιλοξενίας(もてなし). Για τούτο έσπρωξα(σπρώχνω押す) τη γυναίκα μου και την έστειλα στον κήπο, όπου μπορούσε, τέλος πάντων, σαν άνθρωπος του σπιτιού, να περάση μια νύχτα, χάριν του μουσαφίρη(訪問者). Σε βεβαιώ(βεβαιόω請け合う), λυπήθηκα(λυπάμαι) που βρέθηκα σ' αυτήν την ανάγκη, αλλά, τουλάχιστον, ησύχασα(ησυχάζω落ち着ける) τη συνείδησί(良心) μου, ότι ο καλότυχος Αγκίμπ μπόρεσε να κοιμηθή αναπαυτικά(心地よい), μια νύχτα, στο φτωχικό(拙宅) μου, που είχε την καλωσύνη να το τιμήση(τιμώ敬う) με την επίσκεψί(訪問) του.
31. — ΕΚΔΙΚΗΣΙΣ
敵討ち
Η Ναζίμα(ナジマ) (γιατί αυτό ήταν τόνομα της γυναίκας του Χότζα — της πρώτης, που τούχε κάνη τόσα πολλά(金使いが荒い), ώστε με τον καιρό(次第に) τη βαρέθηκε πια, και την παράτησε(παρατώ捨てる)) σκύλιασε(σκυλιάζω激怒する) που ο Καδής (στο προηγούμενο επεισόδιο) έδωσε δίκηο(δίκιο) στον άνδρα της, κι' απεφάσισε να εκδικηθή(εκδικούμαι復讐する).
Περίμενε, λοιπόν, μια κατάλληλη ευκαιρία, που της παρουσιάστηκε μια νύκτα, όταν ο Χότζας της έκανε κάποια παρατήρησι(叱責) — δίκαιη(δίκαια), όπως ήσαν πάντα οι παρατηρήσεις(叱責) του Χότζα. Εκείνη επίτηδες(わざと) του απάντησε με αυθάδεια(生意気), κι' ο καυγάς άναψε. Απάνω στον καυγά η Ναζίμα έδωσε μια κλωτσιά στο Χότζα και τόνε γκρέμισε(γκρεμίζω突き落とす) κάτω από τις σκάλες(はしご).
Οι γειτόνοι άκουσαν το θόρυβο(騒音), και το πρωί ρώτησαν το Νασρ-εν-Ντιν, τι του συνέβη τη νύχτα.
— Ω! Όχι τίποτα σπουδαίο, απάντησε ο Χότζας. Νά! Μάλωσα με τη γυναίκα μου, κ' εκείνη απάνω στα νεύρα(神経) της, η ευλογημένη(罰当たりの), έδωσε μια κλωτσιά στο καφτάνι(上着カフタン) μου και τώρριξε κάτω από τις σκάλες(カフタンにキックしてカフタンをハシゴから投げた).
— Και μπορεί από το καφτάνι να γίνη τόσος θόρυβος;(カフタンでこんな大きな音がするかね) ρώτησαν οι γειτόνοι με δυσπιστία(不信).
— Ουφ, αδερφέ, τσιμπούρι(ダニ) μου γίνατε, απάντησε ο Χότζας με δυσφορία(不快). Δεν καταλαβαίνετε μαθές(確かに) πως ήμουν κ' εγώ μέσα στο καφτάνι;(わしがカフタンにくるまれていたことが分からんのかね)(東洋文庫88、207頁)
32. — Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΟΥ ΒΟΔΙΟΥ
牛に仕返しを
Μια μέρα, στο χωράφι(畑) του Χότζα μπήκε ένα βόιδι(βόδι牛).
Ο Χότζας πήρε μια μαγκούρα για να το χτυπήση, μα, εκείνο μόλις τον είδε να πλησιάζη τώβαλε(το έβαλε) στα πόδια και χάθηκε.
Ύστερα από μερικές μέρες, ο Χότζας είδε το Βαλή(バリス) να περνάη έξω από το σπίτι του, σ' ένα αμάξι(車), όπου ήταν ζεμένο(ζεύωつなぐ) ένα βόιδι.
Ο Χότζας ώρμησε απάνω στο βόιδι, κι' άρχισε να το βαρά(βαρώ打つ) με μια μαγκούρα.
— Στάσου(命στέκομαιやめろ), μωρέ Χότζα! Τρελλάθηκες(τρελαίνομαι狂う); Τι σούκανε(σου κάνε) το βόιδι; του φώναξε ο Βαλής.
Απάντησε ο Χότζας:
— Βαλή μου, σε παρακαλώ, μην ανακατεύεσαι(関わる) στα νταραβέρια(いざこざ) μου με το βόιδι. Εκείνο που τις τρώει(これを食らう牛), ξέρει τι μου έκανε!(東洋文庫88、258頁)
33. — ΑΡΧΑΙΑ ΒΟΔΙΑ
古代の牛
Μια μέρα, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας, έκανε ένα σχέδιο(計画)· να μεγαλώσή(μεγαλώνω大きくする) το στάβλο(牛小屋) του, και παίρνοντας την τσάπα(つるはし) άρχισε να γκρεμίζη(取り壊す) τον ένα τοίχο(壁), όταν βρέθηκε ξαφνικά στο γειτονικό στάβλο, όπου είδε κάμποσα βόδια μέσα.
Τρελλός απ' τη χαρά, ανέβηκε στη γυναίκα του και της είπε:
— Γυναίκα, γυναίκα, τα συχαρίκια(吉報) μου! Ανακάλυψα(ανακαλύπτω発見する) ένα στάβλο, γεμάτο από βόδια που έχουν μείνη(μείνει) ζωντανά από τους αρχαίους χρόνους(牛小屋を発掘したぞ。古代からずっと生きている牛でいっぱいだ).(東洋文庫88、9頁)
34. — Η ΟΥΡΑ ΤΟΥ ΓΑΪΔΑΡΟΥ
ロバの尻尾
Κάποτε, ο Χότζας κατέβαζε στο παζάρι το γάιδαρό του για να τον πουλήση. Στο δρόμο, ο γάιδαρος γλύστρησε(γλιστρώすべる) κ' έπεσε χάμου, όπου λερώθηκε(λερώνομαι汚れる) η ουρά(尻尾) του με λάσπες(泥).
— Ω! Τζαναμπέτικο(不器用な) ζώο, αναφώνησε ο Χότζας. Και την ώρα που θέλω να σε πουλήσω, εννοείς(〜のつもりである) να με παιδέψης(παιδεύω悩ませる);
Και βγάζοντας(取り出す) ένα μαχαίρι(ナイフ), έκοψε την ουρά του γαϊδάρου, για να μην κάνη κακή φιγούρα(姿) (σκέφθηκε) στους αγοραστές(売人) και δεν τον πάρουν.
Όταν έφθασε στο παζάρι, τούπαν μερικοί:
— Μπρε, Χότζα, στο Θεό σου(いい加減にしろ)! Γάιδαρο χωρίς ουρά έφερες να μας πουλήσης; Τι να τον κάνωμε(こんな物どうしろと言うんだぃ);
— Βρε, συμφωνήστε(命συμφωνώ承諾する) σεις, κ' η ουρά δεν είνε μακρυά(長い), αποκρίθηκε ο Χότζας.
35. — ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ
手紙
Τον καιρό που ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζα, παλληκάρι ακόμα, ήταν σκουπιδιάρης(清掃員) και καντηλανάφτης(ランプ点灯係) σ' ένα Τζαμί, και δεν ήξερε ακόμα ούτε να διαβάζη, ούτε να γράφη, και κέρδιζε(κερδίζωもうける) το ψωμί(パン) του κοροϊδεύοντας(κοροϊδεύω笑わせる) τον κόσμο, τούρθε ξαφνικά η ιδέα ν' ανοίξη ένα σχολειό(σχολείο学校) για να μάθη(μαθαίνω教える) γράμματα στα παιδιά του τόπου. Προμηθεύτηκε(προμηθεύομαι調達する), λοιπόν, κάμποσες πλάκες, τετράδια(ノート) και χαρτί(紙) του γραψίματος(筆記) και τα κρέμασε ψηλά στους τοίχους του σπιτιού του, που το μετάτρεψε(μετατρέπω変える) σε σχολειό. Ύστερα μεγάλωσε το σαρίκι(ターバン) του και κάθησε στην πόρτα, κι' όταν ο κόσμος περνούσε απ' έξω κ' έβλεπε το θεώρατο σαρίκι του και τις πλάκες και τα τετράδια, έλεγε με θαυμασμό:
— Μωρέ, τούτος είνε πολύ διαβασμένος και σοφός δάσκαλος!
Κι' όλοι τούστειλαν(του έστειλαν) τα παιδιά τους για να τα μάθη γράμματα. Κι' αυτός έλεγε στον ένα μαθητή(生徒) «γράψε!» και στον άλλον «διάβασε!» κ' έτσι οι μικροί μαθαίνανε(未完) τα γράμματα ο ένας απ' του άλλον.
Τώρα, μια μέρα, κει που καθόταν, όπως συνήθιζε(いつもする) τακτικά(規則的), στην πόρτα του σχολειού του, ο Χότζας είδε από μακρυά νάρχεται μια γυναίκα μ' ένα πράγμα στο χέρι, κ' είπε με το νου του:
— Αυτή η γυναίκα δίχως άλλο(必ず) έρχεται σε μένα για να της διαβάσω το γράμμα που κρατά. Τώρα, πώς να κάνω που δεν ξέρω ούτε ανάγνωσι(読み), ούτε γραφή(書き); Πρέπει να το σκάσω(σκάζω逃げる) με τρόπο(うまく).
Και σηκώθηκε για να τραβήξη(τραβώ向かう) απ' τον άλλο δρόμο. Μα, ως που να στρίψη(στρίβω曲がる) τη γωνιά, η γυναίκα τον πρόφθασε(προφθάνω追いつく) και τούπε:
— Πού πας, Νασρ-εν-Ντιν εφέντη(αφέντη先生);
— Πάω να κάνω τη μεσημεριάτική(正午の) μου προσευχή(祈り), και θα γυρίσω.
— Μα, ακόμα αργεί(αργώ遅い) το μεσημέρι: κάτσε(命κάθομαι) μια στιγμή και διάβασέ μου αυτό το γράμμα.
Ο Νασρ-εν-Ντιν πήρε στα χέρια του το γράμμα, το γύρισε ανάποδα(ひっくり返す), και άρχισε να κάνη τάχα(あたかも) πως διαβάζει με προσοχή. Και πότε κουνούσε(κουνώ振る) το κεφάλι του, πότε έκανε τα φρείδια(φρύδια眉) του να χοροπηδούν(χοροπηδώ喜びを表す), πότε έδινε στο πρόσωπό του έκφρασι θυμού ή στενοχωρίας(心配).
Τώρα, το γράμμα αυτό ερχόταν από του άνδρα της γυναίκας, που έλειπε σε μιαν άλλη πολιτεία, κι' όταν η φτωχειά(φτωχιά貧しい) είδε το Χότζα να κάνη αυτές τις κινήσεις, είπε μέσα της. «Δίχως άλλο ο άνδρας μου πέθανε, κι' ο διαβασμένος αυτός Δάσκαλος του Νόμου και της Θρησκείας δε θέλει να μου το πη απότομα(急に)». Του είπε, λοιπόν:
— Ω κύριέ μου, αν είνε πεθαμένος, πες μου το!
Ο Νασρ-εν-Ντιν κούνησε απλώς το κεφάλι του κ' έμεινε σιωπηλός. Του είπε η γυναίκα:
— Πές μου, κύριέ μου, να χάσω κάθε ελπίδα;(言ってくださいますか?)
— Χάσ' την!
— Να φορέσω(φορώ着る) μαύρα(黒、喪服);
— Φόρεσ' τα!
Λοιπόν, πήρε το γράμμα από τα χέρια του, κ' έτρεξε στο σπίτι της, όπου κάθησε κι' άρχισε να κλαίη με κοπετούς(嘆き) τον άνδρα της. Ένας γείτονας άκουσε τα κλάματά της και ρώτησε την αιτία. Του είπαν(彼は人から聞いた):
— Έλαβε ένα γράμμα και της λέει πως πέθανε ο άνδρας της.(彼女は手紙を受け取ったが、それは夫が死んだと彼女に告げているというのだ)
— Αυτό είνε ψέμμα(嘘), είπε ο γείτονας. Γιατί εγώ ακόμα χθες έλαβα γράμμα από τον άνδρα της, και μου λέει πως είνε καλά, και πως μετά δέκα μέρες θάνε(θα είνε) εδώ.
Και δίχως να χάνη καιρό, πήγε(出向いた) στη γειτόνισσά του και της είπε:
— Πού είνε το γράμμα που σούρθε(σου έρθε);
Η γυναίκα σηκώθηκε και του τώδωσε, κ' εκείνος το άνοιξε και το διάβασε.
— Μα, γειτόνισσά μου, είπε, καλά τώλεγα(το έλεγα) εγώ(手紙を読んだ彼は「私の言ったとおりだ」と言った). Ποιος ήταν αυτός ο κακοήθης(たちの悪い) που σούπαιξε(σου έπαιξε) αυτό το παιγνίδι; Άκου τι γράφει το γράμμα: «Αφού(〜からには) ερωτήσω για την ποθητή(愛すべき人) μου υγεία(健康) σου, σε πληροφορώ(知らせる) ότι κ' εγώ είμαι καλά, δόξα(名誉) στον Πανάγαθο Θεό(おかげさまで)! Και να μη στενοχωρείσαι(στενοχωρούμαι心配する), γυναίκα, γιατί σε δέκα μέρες θα γυρίσω κ' ετοιμάσου(命アετοιμάζομαι準備する) να με δεχθής(δέχομαι). Στο αναμεταξύ, σου στέλνω ένα πάπλωμα(キルト) και ένα μπακιρένιο(銅の) μαγγάλι(μαγκάλι火鉢), από τούτον τον τόπο(彼のこの場所)».
Το λοιπόν, η γυναίκα κατέβηκε και πήγε στον Νασρ-εν-Ντιν και τούπε με παράπονο και μ' επίπληξι(叱責).
— Γιατί μούκανες(μου έκανες) αυτό το πράγμα, Νασρ-εν-Ντιν εφέντη; Ταιριάζει(ふさわしい) σ' έναν άνθρωπο διαβασμένο σαν κ' εσένα να γελά τις φτωχές γυναίκες;
Και του επανέλαβε(επαναλαμβάνω繰り返す) ό,τι της είχε πη ο γείτονάς(隣人) της, ότι ο άνδρας της ήτανε καλά και της έστελνε(στέλνω) κ' ένα πάπλωμα κ' ένα μαγγάλι.
— Έχεις δίκαιο, καλή μου γυναίκα, απάντησε ο Χότζας. Συχώρεσέ(συχωρώ許す) με. Γιατί, εκείνην τη στιγμή, ήμουν αφηρημένος(ぼっとしていた), ήταν και τα μάτια μου θαμπωμένα(ぼやける) από του ήλιο, και, βλέποντας το μαγγάλι τυλιγμένο μες(μέσα) στο πάπλωμα, το πήρα πως ήταν ο άνδρας σου νεκρός και τον είχαν κιόλας σαβανώση(σαβανώνω経帷子で包む).
— Ε! Αφού είνε έτσι, συχωρεμένος(許された) νάσαι(να είσαι許してあげます)! απάντησε η γυναίκα, που σαν αγράμματη(文盲) που ήταν, δε στάθηκε(στέκομαι〜である) ικανή να μυριστή(μυρίζομαι嗅ぎつける) την κατεργαριά(ごまかし).
36. — Ο ΑΡΡΩΣΤΟΣ
病人
Ο Χότζας είχε μια φορά άρρωστο(病人) στο σπίτι του. Πολλοί γνωστοί(知人) ήρθαν να ρωτήσουν τι κάνει.
Ο Χότζας απάντησε:
— Το πρωί, δόξα τω Θεώ, ήτανε καλά, τώρα πεθαίνει(おかげさまで今朝は元気だったが、いまは死にそうだ).
37. — ΑΛΕΥΡΙ ΣΤΟ ΣΧΟΙΝΙ
ロープに小麦粉
Μια μέρα, ένας γείτονας ήρθε και ζήτησε απ' το Χότζα το σχοινί(ロープ) του για ν' απλώση(απλώνω干す) ρούχα.
Ο Χότζας μπήκε μια στιγμή μέσα κ' ύστερα από λίγο γύρισε κ' είπε:
— Καϋμένε(かわいそうに), δεν μπορώ να σ' το δώσω, γιατί έχουν, σήμερα, απλώση αλεύρι(小麦粉) στο σχοινί.
— Απλώνουν ποτέ αλεύρι στο σχοινί, Χότζα; ρώτησε ο γείτονας με απορία;
— Ε! Λοιπόν(それでは), δεν το καταλαβαίνεις πως δεν έχω διάθεσι(διάθεση気分) να σ' το δώσω(わしに貸す気がないのが分からんのか); είπε ο Χότζας.(東洋文庫88、97頁)
38. — Η ΒΡΥΣΗ
泉
Μια μέρα, ο Χότζας παραμέρισε(παραμερίζω脇道に入る) πίσω από μια βρύσι(βρύση泉) για να κατουρήση(κατουρώおしっこする), κ' έμεινε εκεί ένα ολάκαιρο(ολάκερο) μερόνυχτο(一昼夜), γιατί ακούοντας την βρύση να τρέχη(τρέχω流れる), νόμιζε πως δεν είχε τελειώση το κάτουρό του.
Το δειλινό(夕暮れ時) της άλλης ημέρας, η γυναίκα του πααίνοντας(παγαίνω行く) στη βρύση για να γεμίση τη στάμνα(水差し) της, τον είδε ακόμα σ' εκείνη τη θέσι(場所).
— Βρε άνδρα, του φώναζε, τι χασομεράς(χασομερώぶらぶらする) εδώ πέρα(こちらに), δεν έρχεσαι πια σπίτι;
— Άφησέ με, μωρή γυναίκα, στο Θεό σου(頼むから)! Ακόμα δεν τέλειωσε το κάτουρό μου, πώς θέλεις να σηκωθώ(σηκώνομαιやめる); απάντησε ο Χότζας.(東洋文庫88、10頁)
39. — ΤΟ ΣΚΟΡΔΟ
にんにく
Μια μέρα ο Χότζας φύτευε(未完φυτεύω植える) σκόρδα(にんにく) στον κήπο του,
Κάποιος φίλος του που περνούσε απ' έξω, τον είδε, κάθε γούλα(個数の単位) που έχωνε(χώνω埋める) στη γη, να τήνε φτύνη(φτύνω唾を吐く、ホジャが) πρώτα και να μουρμουρίζη(μουρμουρίζωつぶやく) κάτι μες στα δόντια του.
Απόρησε και τόνε ρώτησε:
— Γιατί τα φτύνεις, Χότζα, και τι τους(にんにくに) λες;
— Απ' ό,τι τους λέω, απάντησε ο Νασρ-εν-Ντιν, θα καταλάβης γιατί τα φτύνω. Τους λέω: «Αυτό είνε όλο το πότισμα(水やり) που έχω να σας κάνω, και βάλτε(βάζω置く) το στο νου σας. Άλλο νερό να μην περιμένετε από μένα!(わしの水やりはこれで終わりだ)»
40. — ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΑ
靴
Μια φορά, μερικοί μάγκες(やくざ), που κάθουνταν κάτω από ένα δένδρο, βλέποντας το Χότζα να περνά, συμφώνησαν να τόνε καταφέρουν(接アκαταφέρνω説得して〜させる) ν' αναβή στο δένδρο και να του κλέψουν(κλέβω盗む) τα παπούτσα(靴).
Λοιπόν, μόλις είδαν το Χότζα να πλησιάζη άρχιζαν να συζητούν(συζητώ議論する) ζωηρά(活発な) και να λένε πως κανείς άνθρωπος στον κόσμο δεν ήταν ικανός ν' ανεβή σ' εκείνο το δένδρο.
— Τι βλακείες(ナンセンス) λέτε, βρε ζωντόβολα(愚か者), τους φώναξε ο Χότζας, που είχε σταθή(完στέκομαι) και άκουε(未完) τη φιλονεικία(φιλονικία口論) τους. Θέλετε ν' ανεβώ εγώ, να σας αποδείξω(αποδεικνύω証明する) το εναντίο;
— Αν είσαι άξιος(できる)!
Τότε ο Χότζας ανασήκωσε(ανασηκώνω) τις άκρες του καφτανιού(カフタン) του, τις στερέωσε(στερεώνω固定する) στο ζουνάρι(ζωνάρι帯) του, έβγαλε(脱ぐ) τα παπούτσα του και τάβαλε(τα έβαλε入れる) στον κόρφο(胸) του, κι' άρχισε να σκαρφαλώση(σκαρφαλώνω登る) στο δένδρο.
— Παίρνεις και τα παπούτσα σου μαζύ; Τι θα τα κάνης; του φώναξαν οι μάγκες.
— Ε! Ποιος ξέρει;(ひょっとすると) απάντησε ο Νασρ-εν-Ντιν. Μπορεί απ' εκεί να βρω κανένα δρόμο για να πάω ίσα(まっすぐ) στο σπίτι μου, και θέλω να τάχω(τα έχω) μαζύ μου.(東洋文庫88、107頁)
41. — ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΑΦΗΣΕ ΕΠΟΧΗ
記念すべき出来事
Λένε για το Νασρ-εν-Ντιν Χότζα πως, την εποχή που ήταν στη Χαμάντ(ハマド) της Συρίας(シリア), του πέθανε ξαφνικά η γυναίκα που είχε τότε, κ' ύστερα από κάμποσον καιρό, οι φίλοι του βλέποντας πως μαραινόταν(μαραίνομαιしおれる) μονάχος(一人) στην ερημιά(孤独) του, αποφάσισαν να τον παντρέψουν πάλι.
Του τώπαν(το έπαν) κ' εκείνος εδέχτηκε(δέχομαι), και του βρήκαν αμέσως τη νύφη(新婦).
Κι' όταν ετοιμάστηκαν όλα, μαζώχτηκαν οι φίλοι, κ' οι γνωστοί, κ' οι γειτόνοι στο σπίτι του και κάθησαν και φάγανε(アτρώω) κ' ήπιαν(アπίνω) και γλέντησαν(アγλεντώ宴会する) με βιολιά(バイオリン) και λαγούτα(リュート、ギター).
Όλα πήγαιναν καλά, με χαρά(喜び) κ' ευθυμία(愉快), ως τη στιγμή που πήρανε το Χότζα για να τον οδηγήσουν(οδηγώ導く) στην κάμαρα(部屋) της νύφης, και να φύγουν αφού του ευχηθούνε(εύχομαι祈る) καλή κ' ευχάριστη(楽しい) νύχτα.
Εκεί, ακριβώς έξω από την πόρτα, από τη συγκίνησι(感動), ως φαίνεται, είτε από δειλία(臆病), είτε απ' το πολύ φαΐ και πιοτό(飲酒) που είχε γεμίση το στομάχι του, τούφυγε(του έφυγε) του δύστυχου του Χότζα μια πορδή(おなら) μεγάλη και τρομερή(恐ろしい).
Οι προσκαλεσμένοι(招待客), φυσικά, από λεπτότητα(上品), κάνανε κάθε τρόπο για να δείξουν πως δεν άκουσαν, μα, ο Νασρ-εν-Ντιν έγεινε κόκκινος σαν παπαρούνα(ケシ) απ' την ντροπή του, και πήρε τέτοια ταραχή(動揺), ώστε προφασίστηκε(振りをする) πως ήθελε να πάη για μια του ανάγκη, και, βγαίνοντας έξω στην αυλή(中庭), ανέβηκε στο μουλάρι(ラバ) ενός συμπεθέρου(舅姑) κ' έφυγε βιαστικά από την πόλι.
Ύστερα από πολλών ημερών ταξίδι, έφθασε σε μιαν άλλη πόλι μακρυνή, όπου κ' εγκατεστάθηκε(εγκαθίσταμαι定住する).
Κάθησε(住む) εκεί κάμποσα χρόνια κάνοντας το δάσκαλο και τον ιεροκήρυκα(説教師) στο Τζαμί, ως που τούρθε(του έρθε) επιθυμία να γυρίση πάλι στο σπίτι του.
Ανέβηκε, λοιπόν, το μουλάρι και ξεκίνησε, μα, όταν έφθασε έξω από την πόλι της Χαμάντ, είπε μέσα του:
— Ίσως να το θυμούνται(θυμούμαι覚えている) ακόμα. Για τούτο ας μην πάμε(進む) αμέσως, αλλά ας προσπαθήσωμε(προσπαθώ試みる) πρώτα ν' ακούσωμε τι λένε οι άνθρωποι. Ο Θεός να δώση(願わくば), Χότζα, να τώχουν(το έχουν) λησμονήση(完λησμονώ忘れる).
Έτσι εφτά μέρες κ' εφτά νύχτες τριγυρνούσε αγνώριστος(気が付かれない) στους δρόμους, μην κάνοντας τίποτ' άλλο παρά ν' αφουγκράζεται(耳を傾ける) τις ομιλίες(会話) των ανθρώπων.
Και συνέβη, την εβδόμη(七番目) νύχτα, να σταθή(στέκομαι) έξω από την πόρτα μιας καλύβας(小屋), όπου άκουσε τη φωνή μιας κόρης από μέσα να λέη:
— Μάννα μου, πες μου τη μέρα που γεννήθηκα, γιατί μια γύφτισα(ジプシー) μου υποσχέθηκε σήμερα να μου ρίξη τα χαρτιά(将来を占う) και να ιδή αν θάχω(θα έχω) καλή τύχη(良い運命かどうか見てあげる).
Κ' η μητέρα απάντησε:
— Κόρη μου, γεννήθηκες τη βραδειά(βραδιά夕方) που έκλασε(κλάνωおならをする) ο Χότζας.
Μόλις τ' άκουσε αυτό, ο Νασρ-εν-Ντιν σηκώθηκε βιαστικά και τώβαλε(το έβαλε) στα πόδια, λέγοντας μέσα του:
— Μωρέ, τούτοι δω κάνανε την πορδή μου παροιμία(格言、決り文句)! Πάμε να φύγωμε από δω: ετούτος(τούτος) ο τόπος δεν είνε πια για μας!
Και ποτέ πια δεν πάτησε(πατώ踏む) σ' αυτήν την πόλι.
42. — Ο ΧΟΤΖΑΣ ΠΑΡΑΘΕΤΕΙ ΔΕΙΠΝΟΝ
夕食の支度をするホジャ
Ένα βραδυνό(βραδινό夕食), ο Νασρ-εν-Ντιν, γυρίζοντας στο σπίτι του, αντάμωσε στο δρόμο πέντε έξη μαθητές του, που τους καλησπέρισε(καλησπερίζωこんばんはと言う) και τους είπε:
— Ελάτε απόψε(今晩) να σας κάνω το δείπνο(夕食). Ό,τι βρεθή(βρίσκομαι), βρε παιδιά!
Οι μαθητές δέχτηκαν μ' ευχαριστίες την πρόσκλησι(招待) κι' ακολούθησαν(ακολουθώ付いていく) το Χότζα στο σπίτι του.
Όταν φθάσανε, ο Χότζας μπήκε στο χαρέμι(婦人部屋) κ' είπε της γυναίκας του:
— Γυναίκα, έχω απόψε μουσαφιρέους(μουσαφιραίουςゲスト) στο σπίτι. Δος μου μια σουπιέρα(大皿) με σούπα, να φάμε.
— Μου έστειλες τίποτα να μαγερέψω(μαγειρέψω), και μου λες να σου δώσω μια σουπιέρα με σούπα; απάντησε η γυναίκα.
— Τουλάχιστον, δόσε(δίνω) μου ξερή(乾いた) τη σουπιέρα, και τα καταφέρνω(うまくやる) εγώ, είπε Χότζας.
Και παίρνοτας τη σουπιέρα, γύρισε στον οντά του, όπου ήσαν οι προσκαλεσμένοι του και την έβαλε μπρος τους, λέγοντάς τους:
— Ορίστε, κύριοι, φάτε κ' ευφρανθήτε(ευφραίνομαι楽しむ), μια φορά που ήρθατε στ' αρχοντικό μου.
Οι μαθητές γύρισαν και κοίταξαν ο ένας τον άλλον με έκπληξι(驚いて).
Τότε ο Νασρ-εν-Ντιν τους είπε:
— Καταλαβαίνω την έκπληξί σας: μα, να συμπαθάτε(συμπαθώ許す). Αν είχα βούτυρο(バター) και ρίζι(ρύζι米), τα μάτια μου να βγουν(ひどい目に会う) αν δε σας έφερνα τη σουπιέρα γεμάτη με σούπα. Άλλωστε(さらに) εγώ σας προειδοποίησα(予め告げる): «Ό,τι βρεθή!». Βρέθηκε η σουπιέρα! . . .
43. — Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΙΣ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ
家計のやりくり
Κάποτε ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας κατέβασε στην αγορά το γάιδαρό του, για να τον πουλήση, και τον παρέδωσε στον ντελάλη.
Αυτός ανέβηκε σε μια καρέκλα(椅子), κι' άρχισε να εκθειάζη(εκθειάζω絶賛する) τα προτερήματα(長所) του γαϊδάρου, λέγοντας πως ήταν ακόμα μικρός στην ηλικία, ήμερος(おとなしい), γερός(健康な), γρήγορος(速い), οικονομικός(経済的), γιατί δεν ήταν σα μερικά άλλα(他の) αφιλότιμα(ろくでない) γαϊδούρια που τρώνε έναν περίδρομο(たらふく食う) και αφανίζουν(αφανίζω破産させる) τους αφεντάδες(αφέντης主人) τους στα έξοδα(経費), κτλ. κτλ.
Όλα αυτά τα εγκώμια(賛辞) κ' οι έπαινοι(賛辞) του γαϊδάρου τράβηξαν γύρω του αρκετούς αγοραστές(買い手) που άρχισαν να τσακώνουνται(喧嘩する) ποιος να τον πάρη(買う) και ν' ανεβάζουν(上げる) ολοένα(ずっと) την προσφορά(入札価格) τους.
Βλέποντας κι' ακούοντας όλην αυτήν τη σκηνή(舞台) ο Νασρ-εν-Ντιν πίστεψε στ' αλήθεια πως το ζώο του είχε όλα αυτά τα προτερήματα, και μη θέλοντας να τα αφήση να πέση σ' άλλα χέρια, άρχισε κι' αυτός να πλειοδοτή(値を付ける), ως που, τέλος, ο γάιδαρος «κατεκυρώθη(κατακυρώνομαι落札される) επ' ονόματί του».
Παίρνοντάς τον τότε με πρόσωπο ιλαρό(陽気な) και θριαβευτικό(勝ち誇った), σαν νάχε αγοράση κάτι κελεπούρι(掘り出し物), γύρισε μ' αυτόν στο σπίτι του όπου ανάφερε όλα τα καθέκαστα(詳細) στη γυναίκα του.
Τώρα κ' η γυναίκα του, εκείνην την ημέρα, είχε κάνη ένα κατόρθωμα(偉業) που δεν μπορούσε να μη το αναφέρη στον άνδρα της με θρίαμβο(勝利) και με καμάρι(自慢). Είχε γελάση(騙す) έναν πλανόδιο(行商の) ζαχαροπλάστη(菓子屋), παίρνοντας με τέσσερα γρόσα(通貨単位ピアストル) παστοκύδωνο(マルメロのジャム) τριπλάσιας(三倍の) τουλάχιστον αξίας, και πώς; — βάζοντας κρυφά και χωρίς να την πάρη μυρωδιά(嗅ぎつける) ο ζαχαροπλάστης, στο τάσι της ζυγαριάς(はかり) που είχε τα δράμια(重さ3.2キロ), τα χρυσά(金) της βραχιόλια(腕輪) που φυσικά δε γύρεψε(〜しようとする) να πάρη πίσω(取り戻す) για να μη αποκαλυφθή(ばれる) η απάτη(インチキ)(金の腕輪を重りの皿に置いて多く菓子を手に入れたが、ばれないために腕輪は取り返さなかった she had fooled an itinerant confectioner, taking at least three times as much pastry for four groats, and how? secretly putting her gold bracelets, which of course she did not want to take back so that the deception would not be revealed, on the scales that held the dragons.).
Ακούοντας αυτά ο Χότζας, αναφώνησε:
— Μπράβο, γυναίκα! Εγώ απ' έξω από το σπίτι και συ από μέσα, θα κυβερνήσωμε θαυμάσια(見事に) το νοικοκυριό(家事) μας!(夫婦ともに愚かだという話)(東洋文庫88、219頁)
44. — ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΚΟΥΡΑΣΗ ΤΟ ΓΑΪΔΑΡΟ
ロバをいたわる
Μια μέρα, ένας γνωστός του Χότζα τόνε συνάντησε(出会う) στο δρόμο που γύριζε από το περιβόλι(果樹園) του, ανεβασμένος(乗って) στο γάιδαρό του και μ' ένα μεγάλο δισάκι(鞍袋) γεμάτο φρούτα(フルーツ) και ζαρζαβατικά(野菜), στον ώμο του.
— Σε καλό σου(これはしたり), Χότζα! του είπε. Σηκώνεις(担ぐ) εσύ όλο αυτό το βάρος; Γιατί δεν το κρεμνάς(κρεμώかける) στο γάιδαρό σου(どうしてそれをロバに掛けないのか);
— Ε! Δε θέλω το κακόμοιρο(かわいそう) το ζω(ζώο) να το κουράσω(κουράζω苦しめる) περισσότερο. Φθάνει(φθάνω充分である) που σηκώνει το βάρος το δικό μου(ロバにはわしの重みでたくさんだ。肩の荷物の重さはロバには掛からないと思っている)(東洋文庫88、248頁).
45. — ΑΝ ΕΙΧΑΝ ΦΤΕΡΑ ΟΙ ΓΚΑΜΗΛΕΣ
ラクダに翼があれば
Μια Παρασκευή, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας κηρύσσοντας(κηρύσσω説教する) το Λόγο του Θεού, σ' ένα Τζαμί, είπε:
— Ω Πιστοί(信者), δοξάσετε το Θεό, τον Πάνσοφο Δημιουργό(創造主), που δεν έκανε τις γκαμήλες(ラクダ) με φτερά(翼、羽根), αλληώτικα(さもなければ) θα κατέβαιναν στους κήπους(庭) σας και θα σας τσάκιζαν(ぶつかる) τα δένδρα, και στις στέγες των σπιτιών σας και θα τις γκρέμιζαν απάνω στα κεφάλια σας.(東洋文庫88、259頁)
46. — ΤΟ ΑΝΑΨΥΚΤΙΚΟ
清涼剤
Κάποιος πλούσιος, μια φορά, προσκάλεσε το Χότζα σε τραπέζι.
Μετά το φαγητό, περάσανε στη σάλα(ホール), όπου οι δούλοι, επειδή έκανε πολλή ζέστη εκείνην την ημέρα, τους έφεραν από έναν κεσσέ(κεσέコップ) «χουστάφ(シャーベット)» (7) . Μα, στο σπιτονοικοκύρη(家長) δόσανε(δώσανε) ένα μεγάλο κουτάλι(スプーン), ενώ στο Χότζα ένα μικρό κουταλάκι, του γλυκού.
Ο σπιτονοικοκύρης(家主) βυθίζοντας(突っ込む) στο σερμπέτι(シャーベット) το κουτάλι του, έτρωγε (未完τρώω)χορταστικά(満足), και σε κάθε κουταλιά(スプーン一杯) έβγαζε μέσα από τα δροσισμένα(涼しい) σπλάχνα(はらわた) του ένα βαθύ, ηδονικό «Ωχ!»
Ο Χότζας βύθιζε κι' αυτός το μικρό του κουτάλι, μα, δεν έπαιρνε αρκετό από το «χουστάφ» ώστε να ευφρανθή η καρδιά του: μόνο που έβρεχε(βρέχω濡らす) τη γλώσσα του, λιγάκι.
Βλέποντας, λοιπόν, πως θα πήγαινε έτσι χαμένο(無くなる) το δροσιστικό(冷たい物) του, δίχως να τ' απολαύση(απολαμβάνω楽しむ), γύρισε κ' είπε στο σπιτονοικοκύρη:
— Κύριέ μου, παρακαλώ δος μου μια στιγμή το κουτάλι σου, για να πω(言う), τουλάχιστον, μια φορά κ' εγώ ένα «ωχ!».(東洋文庫88、127頁)
47. — ΤΟ ΝΕΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
新月
Κάποτε, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας ταξιδεύοντας μπήκε σε μια πολιτεία, όπου είδε πολύν κόσμο συναγμένο(συνηγμένο集まる) να χαιρετά(χαιρετώ出迎える) το Νέο Φεγγάρι, γιατί η εμφάνισί(出現) του ανάγγειλε στους Πιστούς πως άρχιζε το Ραμαζάνι(ラマダン).
Στάθηκε και τους είπε:
— Τι είνε αυτά με σας, μωρέ;(ねえ君、何してるんだい) Στον τόπο μου οι άνθρωποι βλέπουν το φεγγάρι μεγάλο σαν μυλόπετρα(石うす) και κανείς δεν το θαυμάζει, κ' εδώ κάθεστε και χαζεύετε(ぼんやりながめる) μπρος σ' ένα τόσο μικρό φεγγαράκι; Δεν πάτε να κοιτάξετε(κοιτάζω見つめる) τις δουλειές σας(自分自身のことを考えろ), κακομοίριδες!(東洋文庫88、31頁)
48. — ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΟΥ
ホジャの葬送歌
Μια φορά, ο Χότζας αρρώστησε(αρρωσταίνω病気になる) βαρειά, και νομίζοντας πως θα πεθάνη έστειλε και φώναζε τις μοιρολογίστρες(会葬者) και τους είπε:
— Όταν θα κλείσω τα μάτια μου και θα με πηγαίνετε στον τάφο, να κλαίτε και να λέτε αυτό το μοιρολόι(葬送歌):
«Αχ! Τον κακομοίρη(不幸な) το Χότζα, πού δεν τόνε χόρταινε(χορταίνω満足させる) η γυναίκα του!(満足な妻に恵まれなかった). .»
49. — Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΔΗ
裁判官のロバ
Μια μέρα, ο Χότζας έχασε το γάιδαρό του κ' έψαχνε(ψάχνω探す) να τον εύρη(接アευρίσκω). Κει που πήγαινε, αντάμωσε κάποιον, και τόνε ρώτησε αν τον είδε.
Εκείνος του απάντησε:
— Έγεινε Καδής στο τάδε μέρος(これこれの場所でロバが裁判官になっている).
— Βρε, του πεζεβέγκη(おい、きさま)! αναφώνησε όλος έκπληξι ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας. Για τούτο(そのためだったんだ!), όταν εγώ έδινα μαθήματα(授業) στο γραμματικό(秘書) μου, εκείνος τέντωνε(未完τεντώνω伸ばす) τ' αφτιά του κι' άκουε!(未完)(東洋文庫88、247頁)
50. — ΠΕΡΙ ΣΥΖΥΓΙΚΩΝ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ
夫婦の義務について
Κάποτε ο Χότζας κ' η γυναίκα του συμφώνησαν να εκτελούν τα συζυγικά(夫婦の) τους καθήκοντα(義務) κάθε Παρασκευή.
Μα, επειδή ο Νασρ-εν-Ντιν ήταν ξεχασιάρης(忘れっぽい), είπε στη γυναίκα του να του το θυμίζη(思い出させる), όταν ερχόταν η Παρασκευή, βάζοντας το σαρίκι(ターバン) του απάνω στο κομό(タンス), που ήταν κοντά στο κρεββάτι(ターバンを置いて思い出せてくれ).
Όλα πήγαιναν καλά και κανονικά(規定通りに) κάμποσον καιρό. Μα, μια νύχτα, χωρίς νάνε(να είνε) Παρασκευή, η γυναίκα πήρε το σαρίκι και τώβαλε(το έβαλε) απάνω στο κομό.
Βλέποντάς το εκεί, την ώρα που πήγαινε να πλαγιάση(πλαγιάζω横になる), ο Χότζας απόρησε και είπε:
— Μα, δεν είνε απόψε Παρασκευή, γυναίκα!
— Παρασκευή είνε! απάντησε εκείνη.
— Δεν είνε, σου λέω!
— Είνε σου λέω!
Θύμωσε(θυμώνω怒る) τότε ο Χότζας κ' είπε:
— Ε! Λοιπόν, από τώρα, εδώ μέσα(この部屋では), ή η Παρασκευή θα μείνη κατά μέρος(脇に退けて置かれる), ή εγώ(これからは金曜日がいやならもう相手をしないよ).
51. Ο ΠΕΛΑΡΓΟΣ
コウノトリ
Ο Χότζας έπιασε, μια μέρα, έναν πελαργό(コウノトリ), κι' αφού, τούκοψε(του έκοψε) τα πόδια και τη μύτη του, τούπε:
— Νά, τώρα μοιάζεις(μοιάζω似ている) με πουλί(これでお前も鳥らしくなった)!(東洋文庫88、256頁)
52. — ΤΑ ΠΑΙΝΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ
ホジャの娘の褒め方
Μια μέρα, πήγανε προξενήτρες(仲人) στο σπίτι του Χότζα για την κόρη του.
Η γυναίκα του, που ήτανε, εκείνην τη στιγμή μαζύ του στον οντά(部屋), του είπε:
— Χότζα μου, ήρθαν προξενήτρες για την κόρη σου. Άφησέ(〜任せてくれたら〜) με εμένα να πάω να μιλήσω μαζύ τους και να τους πω τα παινέματά(賞賛) της, ίσως τελειώσουν το συνοικέσιο(縁組).
— Όχι! όχι, γυναίκα! Κάθησε(命κάθισε) εσύ, κι' άσε(命άφηνω任す) με εμένα να πάω. Ξέρω έναν έπαινο(賛辞), τέτοιον, που αυτός μονάχα(だけで) αρκεί για να πείσουν(接ア3pl.πείθω彼女たちが) το γαμπρό(婿) να την πάρη(めとる) με κλειστά τα μάτια.
Και κατέβηκε(降りる) κάτω, όπου του περίμεναν οι προξενήτρες. Μόλις τον είδαν εκείνες τούπαν:
— Ε! Χότζα, τι ανακατεύεσαι(関わる) συ στα γυναικεία πράγματα; Πήγαινε(命ア) και στείλε(命ア) μας εδώ τη γυναίκα σου να κουβεντιάσωμε.
— Έχετε δίκαιο, κυράδες(奥様がた) μου, μα, ξέρετε(命), η γυναίκα μου, αυτήν τη στιγμή, συγυρίζει(片付ける) το σπίτι και δεν αδειάζει(空いている). Γιατί είνε καλή νοικοκυρά(主婦) και θέλει να τάχη(τα έχει) όλα ταχτικά(τακτικά整頓) στο σπίτι. Έστειλε(アστέλνω), λοιπόν, εμένα, στο πόδι της(彼女の代わりに), και σας παρακαλεί(頼む) να τήνε συμπαθάτε(許す), κι' ό,τι έχετε να το ρωτήσετε μπορείτε σ' εμένα να το πήτε και να σας αποκριθώ σαν νάταν(να ήταν) η ίδια(彼女本人), γιατί είμαστε(我々) τόσο αγαπημένοι, έτσι σα δυο γούλες(2個) αμυγδάλου(アーモンド) μέσα στο ίδιο τσόφλι(殻), ώστε πάντοτε τυχαίνει νάχωμε(να έχομε) κ' οι δυο μας τις ίδιες σκέψεις.
Οι γυναίκες τότε τούπαν πως έφερναν προξενιά(縁談) από κάποιο παλληκάρι για την κόρη του, «κ' ήρθαμε να ρωτήσωμε τι χάρες(魅力) έχει για να του τις πούμε και ν' αποφασίση.»
— Ακούστε, απάντησε ο Χότζας. Εμένα δε μ'αρέσουν τα πολλά παινέματα(賞賛). Θα σας πω μονάχα ένα και καλό: «Είνε παρθένα(処女) άσπιλη(汚れのない) κι' αμόλυντη(純潔), έγγυος(έγκυος) έξη μηνών.» Κι' αν δεν είνε έτσι, την παίρνω πίσω.
Σαν άκουσαν αυτά τα λόγια, οι προξενήτρες κοιτάχτηκαν μια στιγμή, κ' ύστερα δίχως να πούνε λέξι, σηκώθηκαν και φύγανε.
Η γυναίκα του Χότζα, που ήτανε κρυμμένη πίσω από μια πόρτα κι' άκουε, μπήκε, τότε, μέσα, φρενιασμένη(怒って) και του είπε:
— Βρε, σκύλε(犬), τι έκανες; Τέτοια παινέματα πήγες να πης κ' έδιωξες(διώχνω追い払う) για πάντα(永遠に) την τύχη της κόρης σου;
Ατάραχα(平然と) και ήμερα(穏やかに) ο Χότζας απάντησε:
— Σώπαινε, γυναίκα, μη φοβάσαι. Σ' όλην την επαρχία(地方) να ψάξουν(ψάχνω探す), δε θα βρουν(見つける) τέτοια κόρη, «παρθένα, έξη μηνών έγκυο» και πάλι σε μας θα γυρίσουν. Και τη γελάδα(雌牛) μας, τις προάλλες(先日), έτσι δεν την επαίνεσε(επαινώ褒める) ο ντελάλης, και την πούλησε μια χαρά;(東洋文庫88、257頁)
53. — ΣΤΟ ΛΟΥΤΡΟ
風呂にて
Ένα πρωί, ο Χότζας μπήκε στο Χαμμάμ(ハンマーム公衆浴場) για να λουστή(接アλούζομαι入浴する), μα, οι υπηρέτες(召使い) του λουτρού, δεν τον περιποιήθηκαν(世話する) καθόλου καλά. Του δώσανε ένα παληό τρύπιο(穴の開いた) σεντόνι(敷布), και μια λερωμένη(汚れた) πετσέτα(タオル), και τον άφησαν μονάχο να λουστή.
Ο Χότζας δεν μίλησε τίποτα, μα, όταν έβγαινε από το λουτρό, άφησε μέσα στο δίσκο(盆), για μπαξίσι(チップ) των δούλων, δέκα ασημένια(銀の) δίγροσα(通貨単位), που, εκείνον τον καιρό, μόνο ένας πλούσιος μπορούσε να δώση, κ' οι δούλοι μείνανε σαστισμένοι(面食らう).
Ύστερα από μια βδομάδα, ο Χότζας μπήκε πάλι στο ίδιο Χαμμάμ. Μόλις τον είδαν οι δούλοι, έτρεξαν με προθυμία και σεβασμό(尊敬) να τον υποδεχθούν(υποδέχομαι歓迎する), και τούκαναν(του έκαναν) κάθε περιποίησι(世話).
Ο Χότζας δε μίλησε, όπως και την πρώτη φορά, μα, βγαίνοντας απ' το λουτρό, άφησε στο δίσκο ένα μόνο δίγροσο.
Οι δούλοι σάστισαν πάλι κ' είπαν:
— Τι είνε αυτό;
Ο Χότζας τους αποκρίθηκε:
— Αυτό είνε για το λούσιμο της περασμένης βδομάδας, τα δέκα, που σας άφησα τότε, ήσαν για το λούσιμο, το σημερινό(1ドルは先週の分で、10ドルは今日の分だ).(東洋文庫88、49頁)
54. — ΔΥΟ ΠΟΘΟΙ ΑΝΤΙΘΕΤΟΙ
二つの相反するする願い
Ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας είχε δυο κόρες παντρεμένες, που πήγαν μια μέρα να ιδούνε τον πατέρα τους.
Όταν ο Χότζας τις ρώτησε πώς περνούνε(暮らす) με τους άνδρες τους, και αν παν(πάω行く) καλά οι δουλιές τους, κ' αν τις περιποιούνται, η μία που ο άνδρας της ήταν κεραμιδάς(瓦職人) απάντησε:
— Αν δε βρέξη, ο άνδρας μου θα κάνη πολλά κεραμίδια(屋根がわら), και θα μου αγοράση(買う) κεντητούς(刺繍した) φερετζέδες(チャドル) ασπρόρρουχα(白衣) μεταξωτά(絹の).
Η άλλη, που ο άνδρας της ήταν γεωργός(農夫), είπε:
— Ο άνδρας μου έχει βάλη(βάζω) πολλή σπορά(種まき), φέτος(今年は), κι αν βρέξη θα μου αγοράση βραχιόλια και γιορντάνια(首飾り) και θα με ντύση(ντύνω着せる) σα βασίλισσα(王女).
Είπε τότε ο Χότζας:
— Και των δυο(二人の) η ευχή(願い) θα γίνη, μα, ποιανής(誰の願い) πρώτα; κανείς δεν ξέρει.
55. — ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΠΛΗΡΩΜΕΝΗ
しっぺ返し
Ένας Διοικητής(総督) περνούσε κάποτε από το χωριό του Νασρ-εν-Ντιν Χότζα, κ' οι χωρικοί στείλανε(ア) αυτόνε για να του προσφωνήση(προσφωνώ挨拶する) και του προσφέρη(προσφέρω与える) τα σεβάσματά(敬意の印) τους.
Ο Διοικητής βλέποντας τη μούρη(顔) του Νασρ-εν-Ντιν, και όλο του το παρουσιαστικό(姿), τον επήρε(思う) για άνθρωπο βλάκα(馬鹿な), και είπε περιπαιχτικά(からかうように):
— Μωρέ, δε βρήκανε κανέναν άνθρωπο να μου στείλουνε(接ア), μόνε μου έστειλαν(ア) εσένα;
— Τους ανθρώπους, αφέντη μου, απάντησε αμέσως ο Χότζας, τους στέλνουνε(現) στους ανθρώπους, κ' εμένα μ' έστειλαν σε σένα(彼らは民衆には民衆を、あなたには私を送ったのです) . . .
56. — ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
夢の話
Μια νύχτα, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας, ξύπνησε(ξυπνώ) ξαφνικά και είδε πως είχε κοπριστή(κοπρίζωうんこする) ενώ κοιμόταν.
Ταράχτηκε(ταράζομαι動揺する) πολύ κ' έπεσε σε αμηχανία(うろたえ), γιατί ντρεπόταν(ντρέπομαι恥じる) τη γυναίκα του και δεν ήξερε πώς να της το πη.
Τέλος, τούρθε μια ιδέα, και ξυπνώντας την με τρόπο, της είπε:
— Αχ! Γυναίκα! Είδα απόψε ένα όνειρο τόσο φρικτό(ぞっとする) και φοβερό που ακόμα τρέμω.
— Τι όνειρο είδες, Χότζα μου;
— Είδα τρεις ψηλούς μιναρέδες(尖塔), τον έναν απάνω στον άλλον, και στην κορφή(頂き) του τρίτου ένα αυγό(卵), κι' απάνω στ' αυγό μια βελόνα(針), κι' απάνω στη βελόνα ένα τραπέζι, κι' απάνω στο τραπέζι καθόμουνα εγώ, κ' έβγαζα, λέει, γοερές(悲痛な) κραυγές(叫び), γιατί το τραπέζι κουνιόταν(ぐらつく) πέρα δώθε(あちこち), κ' είχε φόβο κάθε στιγμή να γείρη(γείρει, γέρνω傾く), απ' τόνα(το ένα) μέρος(片側に), και να πέσω(πέφτω), όπου αν έπεφτα(未完), από τόσο ύψος, δίχως άλλο θάσκαζα(θα έσκαζα,σκάζω破裂する) σα ρόδι(ザクロ).
— Πω! Πω! άνδρα μου! ξεφώνησε η γυναίκα με ανατριχίλλα(おののき). Εγώ αν έβλεπα ένα τέτοιο όνειρο, δίχως άλλο θα τάκανα(τα έκανα) απάνω μου(τα κάνω πάνω μουおもらしする), απ' το φόβο μου.
— Απάνω κάτω, γυναίκα, κ' εγώ το ίδιο έπαθα(同じ目にあう), είπε ο Χότζας. Μόνε(単に), σήκω(命σηκώνομαι起きる) τώρα και κοίταξε πώς θα τα διορθώσης(διορθώνω正す), για να μη το πάρουν μυρωδιά(μυρουδιά臭いを嗅ぎつける) οι γειτόνοι.
57. — ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΣΤΟ ΠΗΓΑΔΙ
井戸の月
Μια νύχτα, ο Νασρ-εν-Ντιν κατέβηκε να βγάλη(βγάζω汲む) νερό από το πηγάδι(井戸), και κει που έσκυβε για να ρίξη τον κουβά(桶), είδε την αντανάκλασι(影) του φεγγαριού μέσα στο νερό.
— Μπα(おや), είπε, το φεγγάρι έπεσε μέσα στο πηγάδι! Πρέπει να το βγάλωμε!
Και δένοντας ένα τσιγγέλι(τσιγκέλιフック) στην άκρη του σχοινιού(ロープ) τώρριξε(το έρριξε) στο πηγάδι.
Βασανίστηκε(βασανίζομαι苦しむ) κάμποση ώρα, ως που, τέλος, το τσιγγέλι πιάστηκε(πιάνομαι引っかかる) σε μια πέτρα.
— Α! Μπράβο! Το πιάσαμε! Τώρα κουράγιο(がんばれ)! είπε ο Χότζας, κι' άρχισε να τραβά με δύναμι το σχοινί.
Μα, ενώ το τραβούσε, έσπασε το σχοινί, κι' ο Χότζας έπεσε ανάσκελα(あお向け) στη γη, και την ίδια στιγμή είδε το φεγγάρι στον ουρανό.
— Α! Δόξα τω Θεώ! αναφώνησε. Κοπιάσαμε(κοπιάζωくたびれる) πολύ, μα, τουλάχιστον, βάλαμε(ア) το φεγγάρι πάλι στη θέσι του.(東洋文庫88、9頁)
58. — ΠΛΕΜΟΝΙ ΚΑΙ ΓΕΡΑΚΙ
ホルモンと鷹
Μια μέρα, ο Χότζας αγόρασε στην αγορά πλεμόνι(肺、ホルモン) και γύριζε σπίτι του.
Κει που πήγαινε, ένα γεράκι(鷹) άρπαξε το πλεμόνι από τα χέρια του και πέταξε(πετώ飛びさる).
Ο Νασρ-εν-Ντιν, στάθηκε με ανοιχτό το στόμα και κοίταξε σαστισμένος το γεράκι που όλο ένα(όλοεναずっと) πήγαινε πιο ψηλά.
Έξαφνα αρπάζει, από κάποιον που περνούσε, ένα πλεμόνι που κρατούσε κι' αυτός, στα χέρια του, κι' ανεβαίνει απάνω σε μια πέτρα.
— Σε καλό σου, Χότζα! Τι κάνεις εκεί; του φωνάζει ο άνθρωπος.
— Δοκιμάζω αν μπορώ να γίνω κ' εγώ γεράκι, απάντησε ο Χότζας.
59. — ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΙΓΥΡΙΣΤΡΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ
妻の放浪/p>
Κάποιος, μια μέρα, είπε στον Νασρ-εν-Ντιν Χότζα:
— Η γυναίκα σου γυρίζει από το ένα σπίτι στ' άλλο!
— Ε! Τότε, θάρθη(θα έρθη) και στο δικό μου, απάντησε ο Χότζας.(東洋文庫88、208頁)
60. — Η ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
日付
Μια μέρα, κάποιος περιδιαβάζοντας στην αγορά, αντάμωσε τον Νασρ-εν-Ντιν και τόνε ρώτησε:
— Τι ημερομηνία(日付) έχομε σήμερα;
— Δεν ξέρω τέτοιο πράμμα, απάντησε ο Χότζας. Ούτε το αγόρασα, ούτε το πούλησα ποτέ μου(そんな物は買ったこともないし売ったこともない).(東洋文庫88、35頁)
61. — Ο ΝΑΥΛΟΣ
船賃
Μια μέρα, ενώ ο Νασρ-εν-Ντιν καθότανε μέσα σε μια βάρκα, στην όχθη(岸) ενός ποταμού, του ήρθαν οχτώ δερβισσάδες(僧) και τον παρακάλεσαν(頼む) να τους περάση στην άλλη όχθη.
— Τι θα μου δώσετε; τους ρώτησε ο Χότζας.
— Ένα δίγροσο(貨幣の単位) ο καθένας(一人一ドル). Καλά δεν είνε;
— Καλά.
Κι' αφού τους έβαλε μέσα στη βάρκα, άρχισε να κωπηλατή(κωπηλατώ漕ぐ).
Μα, ενώ ήσαν ακόμα στη μέση(途中) του ταξιδιού τους, η βάρκα έγειρε(傾く) ξαφνικά από τη μια(片側に) πάντα, κ' ένας από τους δερβισσάδες, που δεν κρατιότανε(κρατιέμαιつかまる) καλά, έπεσε μέσα στο ποτάμι(川), και παρασύρθηκε(παρασύρομαι流される) από τα νερά.
Οι άλλοι δερβισσάδες άρχισαν να φωνάζουν και να τα βάζουν με(喧嘩する) το Χότζα.
— Βρε τι ουρλιάζετε(叫ぶ) έτσι; τους είπε εκείνος. Δεν έχετε παρά να(〜しなければならない) με πληρώσετε(πληρώνω支払う) ένα ναύλο(旅費) λιγώτερο(λιγοτερο).(東洋文庫88、28頁)
62. — «ΠΩΣ ΣΩΘΗΚΕ!»
「私は助かった」
Μια μέρα, ο Νασρ-εν-Ντιν έχασε το γάιδαρό του, και ψάχνοντας στους δρόμους για να τον εύρη, ρωτούσε τους διαβάτες μήπως τον είδαν, και την ίδια στιγμή επανελάβαινε(繰り返す): «Δόξα νάχη(να έχει) ο Θεός! Δόξα νάχη ο Θεός!»(わしは運が良かった)
— Γιατί δοξάζεις το Θεό, Χότζα; τότε ρώτησε κάποιος.
Απάντησε:
Δοξάζω το Θεό που δεν έτυχε να τον έχω καβάλλα(καβάλα乗って)(たまたまわたしがロバに乗っていなかったからだ), αλληώτικα θάμουν(θα ήμουν) κ' εγώ χαμένος(もしも乗っていたら一緒に居なくなっていたからだ), τώρα. Μωρέ, πώς σώθηκα!
63. — ΓΥΡΙΖΕΙ ΝΑ ΒΡΗ ΤΟΝ ΥΠΝΟ ΤΟΥ
眠りを見つけに出かけるホジャ
Ένα βράδυ, ο Νασρ-εν-Ντιν, έχοντας αϋπνία(不眠), βγήκε κατά τα μεσάνυχτα απ' το σπίτι του και γύριζε(歩き回る) στους δρόμους.
Έξαφνα τον συναντά(συναντώ出会う) ένας γαφίρης(?) (νυκτοφύλακας夜警) και του λέει:
— Ε! Κύριε! Τι θέλεις έξω στους δρόμους τέτοια ώρα;
— Μου έφυγε ο ύπνος μου και γυρίζω να τον εύρω, απάντησε ο Χότζας.
64. — ΤΙ ΣΑΣ ΝΟΙΑΖΕΙ ΓΙΑ ΤΗ ΧΗΝΑ
君たちに雁が何の関係があるのか
Κάποιοι, μια μέρα, που κουβέντιαζαν με τον Νασρ-εν-Ντιν Χότζα, τούπαν:
— Μια χήνα(対、雁) περνούν(いま雁を運んでいったよ):
— Τι με νοιάζει;(νοιάζομαιわしに何の関係が) είπε ο Χότζας.
Τούπαν πάλι:
— Στο σπίτι σου την πάνε!(あんたの家に運んでいったよ)
— Τι σας νοιάζει; τους είπε.(東洋文庫88、36頁)
65. — ΔΑΝΕΙΟ ΚΑΙ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ
借金と期日
Κάποτε, ένας φίλος του Χότζα του ζήτησε δανεικά(借金の) λίγα χρήματα(お金) με λίγη προθεσμία(期日). Του απάντησε ο Χότζας.
— Χρήματα δεν μπορώ να σου δώσω, μα, επειδή είσαι φίλος μου, προθεσμία σου δίνω όση θέλεις(金は出せんが、期日は好きなようにしてやる).(東洋文庫88、67頁)
66. — ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΙΣΟΔΕΙΟ ΣΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ
墓場の二つ目の出来事
Ένα απόγεμα(午後), ο Χότζας περνώντας έξω από ένα νεκροταφείο(墓地), μπήκε μέσα, ξαπλώθηκε σ' ένα παληό μνημούρι(墓), ακριβώς πλάι στο δρόμο, έκλεισε τα μάτια του, κ' έκανε το νεκρό, για να ιδή αν θα κατέβαιναν οι δυο άγγελοι(天使) να τον κρίνουν.
Σε λίγο, άκουσε ήχο κουδουνιών(ベル), και νομίζοντας πως στ' αλήθεια κατέβαιναν οι άγγελοι, πετάχτηκε(飛び上がる) έξω από το μνήμα. Μα, εκείνην τη στιγμή περνούσαν απ' εκεί μερικοί αγωγιάτες(運搬人) με τα μουλάρια τους, και τα κακόμοιρα τα ζα(ζώα) βλέποντάς τον να πετιέται σα σκιάχτρο(案山子) έξω από το μνήμα τρόμαξαν(驚く) και σκόρπισαν(散らばる) κάτω στο διπλανό(隣の) λιβάδι(牧場).
Οι αγωγιάτες, αναμένοι(怒って) από το θυμό πλησίασαν στο Χότζα και τούπαν:
— Ποιος είναι, μωρέ, συ;
— Πεθαμένος είμαι, αποκρίθηκε ο Χότζας, και βγήκα στον κόσμο να διασκεδάσω(διασκεδάζω気晴らしをする) λιγάκι.
— Στάσου(待て) να σε διασκεδάσωμε(我々がお前で気晴らしをするぞ) εμείς καλά, είπαν οι αγωγιάτες, που έπεσαν απάνω του με τις μαγκούρες τους και τόνε κάνανε παστό(塩漬け) απ' το ξύλο.
Όταν το βράδυ, ο Χότζας γύρισε στο σπίτι του, ελεεινός(みじめな), και μόλις μπορώντας να σύρη(σύρω引く) τα πόδια του, η γυναίκα του τούπε:
— Χότζα μου, τι έπαθες, τι έχεις, πού ήσουν και μούρθες(μου ήρθες) σ' αυτό το χάλι(悲惨);
— Άσε με, μωρή γυναίκα! απάντησε ο Χότζας. Νά! Πέθανα, κ' ήμουνα στον τάφο.
— Τι λες, μωρέ Χότζα; είπε με θαυμασμό η γυναίκα. Και τι έχει στον άλλον κόσμο;
Είπε ο Νάσρ εν-Ντιν:
— Αν δεν τρομάζης(τρομάζω驚かせる) τα μουλάρια, κι' αν δε γελάς(からかう) τους αγωγιάτες, τίποτα δεν έχει.(東洋文庫88、7頁)
67. — ΤΑ ΣΤΟΛΙΔΙΑ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ
家の飾り
Κάποτε, ο Νασρ-εν-Ντιν μπαίνοντας σε μια μεγάλη πόλι είδε απ' έξω τα ωραία της υδραγωγεία(水道) και ρώτησε:
— Τι είνε αυτά;
— Είνε της πατρίδας μας τα στολίδια(飾り), του είπε κάποιος από τους κατοίκους(住人).
— Ωραία, μα το Θεό! αναφώνησε ο Χότζας. Κ' εγώ σα(時に) γυρίσω στο σπίτι μου θα του χτίσω(χτίζω建てる) τέτοια στολίδια.
68. — Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΧΗΝΑΣ ΠΟΥ ΠΕΤΑΞΕ ΑΠΟ ΤΟ ΦΟΥΡΝΟ
パン屋から飛び立った雁の話
Κοντά στο σπίτι του Χότζα ήταν ένας φούρνος(オーブン、パン屋), όπου συνήθιζε κάποτε, κατά το μεσημέρι, να πηγαίνη(匂いをかぎに行く) και να παίρνη μυρωδιά από τα διάφορα ψητά(焼き物).
Μια μέρα, ενώ καθόταν εκεί και θαύμαζε τα ταψιά(トレイ) που ήσαν αραδιασμένα(並べた) κι' άχνιζαν(湯気を出す), απάνω στο τεζάκι(カウンター), παρετήρησε(気づく) ανάμεσα στ' άλλα(他の物の中に) μια χήνα τετράπαχη(分厚い) και ροδοκόκκινη(赤い), που η θέα της μονάχα του λίγωσε(とろかせる) την καρδιά, και ρώτησε το φούρναρη(パン屋):
— Ποιανού είνε αυτή η χήνα;
— Του Βαλή (διευθυντού της Αστυνομίας)(警察長官) απάντησε ο φούρναρης(パン屋). Μου την έστειλε σήμερα το πρωί.
Ο Νασρ-εν-Ντιν, που ήταν εκείνην την εποχή Καδής, έβαλε με το νου του(想像する) να χαρή(χαίρομαι楽しむ) αυτός τη χήνα. Είπε, λοιπόν, στο φούρναρη:
— Στείλε μου την στο σπίτι μου!
— Πώς; Κ' ύστερα, ο Βαλής; . . . Τι θα του πω; . . . είπε ο φούρναρης τρομαγμένος.
— Βρε στείλε την, σου λέω! Στείλε την και μη σε μέλλει(μέλει構うもんか)! επέμεινε(επιμένω言い張る) ο Χότζας, και με ύφος(態度) εκμυστηρευτικό(秘密の) του πρόσθεσε:
— Καλλίτερα να τάχης(τα έχεις) καλά με(仲良くする) του Καδή παρά με το Βαλή!
— Μα, τι θα πω του Βαλή σαν έρθη να την ζητήση; ρώτησε ο φούρναρης.
— Να του πης πως η χήνα πέταξε μέσα από το φούρνο, και για τ' άλλα κάνω καλά εγώ.
Ο φούρναρης βλέποντας την επιμονή(頑固さ) του Καδή, και μη θέλοντας να τον δυσαρεστήση(δυσαρεστώ怒らせる), έστειλε τη χήνα στο σπίτι του.
Ύστερα από λίγη ώρα, παρουσιάστηκε ο Βαλής και ζήτησε το ταψί(トレイ) του.
Ο φούρναρης, με προσποιημένη(振りをする) προθυμία, πήρε αμέσως το φτιάρι(φτυάριスコップ) κι' άρχισε να ψάχνη μέσα στο φούρνο, τάχα(あたかも) για να βρη τη χήνα.
— Περίεργο, είπε, σε λίγο. Η χήνα δε φαίνεται . . . Τι γένηκε;(何が起こったのか) . . .
Κ' εξακολουθούσε(未完) να ψάχνη.
— Έλα κάνε γρήγορα, και δε βαστώ από την πείνα, φώναξε ο Βαλής.
— Βαλή μου, τη χήνα σου δεν τη βλέπω. Φαίνεται θα πέταξε!
Ο Βαλής έξω φρενών άρχισε να φωνάζη.
Ακούοντας τις φωνές διάφοροι γειτόνοι μαζώχτηκαν έξω από το φούρνο, να ιδούνε τι συμβαίνει.
Ο φούρναρης, αφού έψαξε άλλη μια φορά μέσα στο φούρνο, επανέλαβε(繰り返す) το ίδιο τροπάριο(決り文句):
— Δεν είνε . . . Θα πέταξε . . . Αλληώς δεν εξηγείται(εξηγούμαι説明される) . . .
Ο Βαλής δεν μπορεί πια να συγκρατηθή(συγκρατούμαι我慢する) κι' ορμά(ορμώ突進する) στο φούρναρη για να τονε χτυπήση. Ο φούρναρης σηκώνοντας λοξά(斜めに) το φτιάρι για να προφυλαχθή(προφυλάσσομαι守る), βγάζει(くりぬく) με την άκρη(先) του κονταριού(棒) το μάτι ενός Εβραίου(ユダヤ人), που στεκόταν μαζύ με τους άλλους απ' έξω και χάζευε(ぼんやりしている).
Ο φούρναρης βλέποντας τα πράγματα να μπερδεύονται(混乱する) πολύ επικίνδυνα(危険な) γι' αυτόν, πηδά(πηδώ跳ぶ) απάνω απ' το τεζάκι και τρέχει για να σωθή, μα, τον παίρνουν το κατόπι(追いかける) ο Βαλής, ο Εβραίος που έχασε το μάτι του, κι όλοι οι φίλοι του Εβραίου.
Βλέπει μία πόρτα ανοιχτή, και χώνεται(忍び込む) μέσα για να κρυφτή(κρύβομαι隠れる). Στην αυλή κάθεται μια γυναίκα γκαστρωμένη(妊娠した), που βλέποντας έναν άνθρωπον ξεσκούφωτο(無帽) να ορμάη μέσα, κ' ένα πλήθος να τον κυνηγά(κυνηγώ追う) από πίσω, τρομάζει και ρίχνει το παιδί(流産する).
Περισσότερο θορυβημένος(θορυβώ不安にさせる), τώρα, ο φούρναρης, βγαίνει έξω από μια πόρτα, που ήταν από το αντίθετο μέρος της αυλής, με το πλήθος πάντα από πίσω του, μπαίνει σ' ένα Τζαμί, κι' ανεβαίνει στο μιναρέ(尖塔). Μα, και κει του ακολουθούν. Η θέσι του είνε δεινή(恐ろしい). Συλλογιέται: αν μείνη θα τον κατακομματιάσουν(接アκομματιάζω3pl.ばらばらにする), αν πηδήση από το μιναρέ στο δρόμο, εννιά πιθανότητες(可能性) στις δέκα, θα τσακισθή(τσακίζομαι壊れる). Μπρος γκρεμνός(γκρεμός崖) και πίσω ρέμα(ρεύμα川). Μα, πρέπει ν' αποφασίση. Ή το ένα ή το άλλο! Οι διώκτες(追跡者) τον πλησιάζουν. Προτιμά το δεύτερο, που έχει τουλάχιστον μια πιθανότητα να σωθή. Πηδά, λοιπόν, από τον μιναρέ και πέφτει ακριβώς απάνω σ' ένα σαράφι(両替屋) Εβραίο, που καθόταν απάνω στο παγκάκι(ベンチ) του κ' έκανε λογαριασμούς(計算), και τον αφήνει νεκρό στον τόπο(殺す).
Εκεί, όμως, τον επρόλαβαν(προλαβαίνω追い付く) εκείνοι που τον κυνηγούσαν, και τον έφεραν σέρνοντας στον Καδή, που εκείνην τη στιγμή καθόταν στο τραπέζι κ' έτρωγε με άπειρη(無限の) ευφροσύνη(愉快) τη χήνα. Άρχισαν όλοι μαζύ να φωνάζουν και να λένε τι πάθανε(被害を受ける) απ' το φούρναρη.
— Σταθήτε!(止まれ) Με τη σειρά!(順番に) τους λέει ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας, που παράτησε(捨てる) αμέσως το τραπέζι και τους(人々を) πήρε κάτω στο δικαστήριο, όπου ήταν το Ιερό Βιβλίο(聖書) του Νόμου (το Κοράνι)(コーラン) που σύμφωνα μ' αυτό εδίκαζε(δίκαζω判決する). Εκεί, αφού κάθησε στην έδρα του είπε πρώτα στο Βαλή:
— Τι θέλεις απ' αυτόν τον άνθρωπο;
— Καδή μου! απάντησε ο Βαλής. Το πρωί, του πήγα μία χήνα για να μου την ψήση(ψήνω焼く), και τώρα μου λέει πως η χήνα πέταξε μέσα από το φούρνο! Θέλω να μου δώση τη χήνα μου.
Ο Χότζας ανοίγει αμέσως το βιβλίο, γυρίζει(めくる) κάμποσα φύλλα και διαβάζει, ότι σε κάθε εκατό χρόνια γίνεται κ' ένα τέτοιο θαύμα(奇跡), και είνε σωστά(ちょうど) εκατό χρόνια που έγεινε το προηγούμενο(前の) θαύμα. Προσθέτει(προσθέτω付け加える), ότι είνε τρισευτυχισμένος(最高に幸せ) εκείνος που χάνει αυτήν τη χήνα, γιατί το πουλί πετάει στον Παράδεισο και περιμένει(待つ) εκεί τον κύριό του.
Ο Βαλής ευχαριστημένος υπερβολικά απ' αυτό το άκουσμα(聞くこと), απόσυρε(撤回する) τη μήνυσί(告訴) του κ' έφυγε.
Δεύτερος ήρθε ο Εβραίος που έχασε το μάτι του.
Ο Νασρ-εν-Ντιν ξεφύλλισε(ぱらぱらめくる) πάλι το Κοράνι κ' είπε ότι βέβαια ο Εβραίος είχε δίκαιο, και ότι ο φούρναρης έπρεπε να σταθή(甘受する) να του βγάλη ο Εβραίος το μάτι(ユダヤ人の仕返し), αλλά το Ιερό Βιβλίο έλεγε ότι ένα μάτι Μουσουλμάνου(ムスリム) ισοδυναμεί με δυο μάτια Εβραίου, για τούτο λοιπόν έπρεπε πρώτα ο Εβραίος να σταθή να του βγάλη και το άλλο μάτι ο φούρναρης, κ' ύστερα να βγάλη του φούρναρη το ένα(ムスリムの目一つはユダヤの二つに匹敵するから、ユダヤ人がパン屋の目を一つ奪うためには、その前にパン屋がユダヤ人の残りの目を奪う必要がある).
Δεν είχε ακόμα τελειώση το λόγο του ο Χότζας, κι' ο Εβραίος έτρεξε, κοιτά την πόρτα κι' όπου φύγη-φύγη(όπου φύγει-φύγειあわてて逃げる).
Τρίτος ήρθε ο άνδρας της γυναίκας που απόβαλε(αποβάλλω流産する).
Γι' αυτόν ο Νόμος έλεγε ότι ο φούρναρης έπρεπε να του κάνη ένα άλλο παιδί με τη γυναίκα του.
Τρομάρα(恐怖) τον έπιασε τον κακομοίρη τον άνθρωπο, που κοίταξε πώς να φύγη μια ώρα αρχήτερα(αρχύτερα出来るだけ早く) από κει μέσα.
Τέλος, ήρθε κι' ο αδελφός του σαράφη(両替屋) που σκοτώθηκε(σκοτώνομαι殺される).
Ο Χότζας ξεφύλλισε άλλη μια φορά το βιβλίο, και βρήκε ότι θα έπρεπε με τον ίδιον τρόπο να σκοτώση(σκοτώνω殺す) κι' αυτός τον φούρναρη. Δηλαδή, ο φούρναρης θα καθόταν κάτω από τον μιναρέ απ' όπου εκείνος θα πηδούσε(πηδώ未完) και θάπεφτε(θα έπεφτε未完) απάνω του. Μα, είτε τον σκότωνε, είτε δεν το σκότωνε, είτε σκοτωνότανε αυτός ο ίδιος, ο φούρναρης θα ήταν συχωρεμένος(許された) για το φόνο του σαράφη, και ενώπιον(〜の前) του Νασρ-εν και ενώπιον των ανθρώπων.
Φυσικά, κι' αυτός προτίμησε να το βάλη στα πόδια.
Όταν έφυγαν όλοι, ο Χότζας γύρισε στο φούρναρη και τούπε:
— Ε! Λοιπόν, τι σου 'λεγα(私の行ったとおりだろ); Δεν είνε προτιμώτερο νάχης(να έχεις) φίλο έναν καδή, παρά ένα διευθυντή αστυνομίας;
— Ναι! Χότζα μου, ο Θεός να σου δίνη κάθε αγαθό(富) στη γη, και τη συντροφιά(仲間) εβδομήντα δυο(72) Ουρί(天女) (8) στην Άλλη Ζωή(暮らし), είπε μ' ευγνωμοσύνη(感謝) ο φούρναρης.
Κι' αφού έσκυψε και φίλησε την άκρη του καφτανιού του σωτήρα του, έφυγε και γύρισε, χαρούμενος(喜んで), στη δουλειά του.
69. — ΕΝΑΣ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ
一つの考え
Μια χρονιά, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας πούλησε τ' αγγούρια(きゅうり) του κήπου του στην αγορά, και με τα χρήματα που μάζεψε αγόρασε ένα γάιδαρο.
Αυτόν το γάιδαρο, μια μέρα, τον πήρε στο δάσος(森) και τον εφόρτωσε(φορτώνω荷を積む) ξύλα. Μα, στο γυρισμό, ενώ περνούσαν ένα ποτάμι, ο γάιδαρος γλύστρησε(すべる) και πνίγηκε(πνίγομαι溺死する).
Ο Νασρ-εν-Ντιν ούτε ταράχτηκε(ταράζομαι動揺する) ούτε σικλεντίστηκε(σεκλετίζομαιくよくよする) γι' αυτό το ατύχημα(事故).
Έκανε μόνο αυτόν το συλλογισμό:
— Φαίνεται ότι τα γαϊδούρια που αγοράζουνται με χρήματα αγγουριών, έχουν αυτήν την τύχη: να πεθαίνουν από πνιγμό(溺死)!
70. — Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΓΟΥ
野ウサギの話
Κάποτε, ο Χότζας κατεβαίνοντας στον κάμπο(平原), έπιασε ένα λαγό(野ウサギ), κ' επειδή δεν είχε δη άλλη φορά ένα τέτοιο ζώο, και δεν ήξερε τι είταν(ήταν), τον έκλεισε καλά μέσα σ' ένα σακκί και τον έφερε στο χωριό για να τον δείξη στους συχωριανούς του.
Όταν έφθασε στο σπίτι, φώναξε τη γυναίκα του και της είπε:
— Γυναίκα, έπιασα σήμερα ένα πολύ παράξενο ζώο. Τώχω(το έχω) μέσα σ' αυτό το σακκί. Πρόσεξε(気をつけろ) μην τ' ανοίξης και μας φύγη, γιατί πάω να προσκαλέσω τους συχωριανούς μας για να τους το δείξω. Ίσως αυτοί γνωρίζουν τι ζώο είνε.
Κ' έφυγε. Μα, η γυναίκα, όταν έμεινε μονάχη δεν μπορούσε να ησυχάση(ησυχάζω鎮める) από την περιέργεια(好奇心), κι' αφού δίστασε(διστάζωためらう) κάμποση ώρα, «να τ' ανοίξη! να μη τ' ανοίξη!» τέλος δεν μπόρεσε ν' ανθέξη(αντέχω抵抗する) περισσότερο στον πειρασμό(誘惑) κι' απεφάσισε ν' ανοίξη το σακκί για να ιδή «τι ήταν πια αυτό το παράξενο ζώο» που της έλεγε ο άνδρας της. Θα άνοιγε μόλις λιγάκι το σακκί, νά, τόσο δα, όσο χρειαζόταν(必要である) για να ρίξη μέσα μια ματιά κ' ύστερα θα τώκλεινε(το έκλεινε) πάλι, καλά, όπως ήταν πρώτα.
Μα, μόλις χαλάρωσε(χαλαρώνωゆるめる) το σπάγγο(ひも), ο λαγός μ' έναν πήδο βρέθηκε έξω απ' το σακκί, κ' έγεινε άφαντος από μπροστά της, σαν καπνός(煙).
Ανήσυχη(不安な), τότε, και φοβισμένη, για να(〜するために→) καλύψη την πομπή(恥) της, πήρε ένα «άσσιρ»(重り) (9) και το έβαλε μέσα στο σακκί, στη θέσι του λαγού. Κι' αφού έδεσε πάλι το σακκί με το σπάγγο, το άφησε εκεί που τώχε(το είχε) ακουμπήση(ακουμπώ置く) ο άνδρας της κι' ανέβηκε(ανεβαίνω) στην κάμαρά(部屋) της.
Σε λίγο, γύρισε ο Χότζας, φέρνοντας μαζύ του τον καδή, τον αστυνόμο(警官), τον εισπράχτορα(徴収官) των φόρων(税金), κι' άλλους προεστούς(名士) του χωριού, για να τους δείξη το παράξενο ζώο.
Αφού τους έβαλε όλους στη σειρά και σχημάτισαν(σχηματίζω形作る) κύκλο, και τους είπε νάχουν(να έχουν) καλά το νου(対) τους(よく気をつける) μη τους φύγη το ζώο, μπήκε αυτός στη μέση και με μεγάλη προσοχή και προφύλαξι(注意) έλυσε το σπάγγο και άδειασε(空にする) χάμου(地面に) το σακκί. Μα, οι άλλοι, αντί λαγό, βλέπουν να κυλά(κυλώ転がる) μέσα απ' το σακκί ένα «άσσιρ».
Ο Χότζας τάχασε(τα έχασεあわてる) και δεν ήξερε τι να πη. Μα, αμέσως εννόησε(εννοώ気づく) τι είχε συμβή, (γιατί είχε αρκετή πείρα(経験) της περιέργειας της γυναίκας του — ελάττωμα(欠点) που ήταν σ' αυτήν αγιάτρευτο(治らない)), και για να σώση την αξιοπρέπειά(面子) του, προσποιήθηκε(προσποιούμαι振りをする) πως δεν ήξερε τι πράγμα ήταν αυτό που βγήκε απ' το σακκί.
Τότε, οι φίλοι του, νομίζοντας πως στ' αλήθεια ο Νασρ-εν-Ντιν δεν ήξερε τι ήταν, του είπαν:
— Νά, παιδί μου, «άσσιρ» είνε: δέκα τέτοια κάνουν ένα κοιλό(こんなのが十個で一キログラムになる).
71. — Η ΔΙΔΑΧΗ
説教
Μια Παρασκευή, στο Τζαμί, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας, ανεβαίνοντας στην έδρα του ιεροκήρυκα(説教壇), φώναξε:
— Ω πιστοί Μουσουλμάνοι, ξέρετε τη διδαχή που θα σας κάνω;
— Όχι, του αποκρίθηκε το πλήθος των πιστών.
— Αφού δεν ξέρετε, τι να σας την πω; τους απάντησε και κατέβηκε απ' την έδρα.
Την άλλη Παρασκευή, ανέβηκε πάλι στην έδρα και φώναξε:
— Ω πιστοί Μουσουλμάνοι, ξέρετε τη διδαχή που θα σας κάνω;
— Ναι, τούπαν όλοι με μια φωνή.
— Ε! Αφού την ξέρετε, θεωρώ περιττό να σα την πω, απάντησε και κατέβηκε πάλι από την έδρα.
Απορημένοι, τότε, οι πιστοί αποφάσισαν, όταν πάλι ο Χότζας έρθη στο Τζαμί για να κάνη το κήρυγμα(説教) και τους ρωτήση το ίδιο, άλλοι να του απαντήσουν: «ξέρομε», και άλλοι: «δεν ξέρομε».
Πράγματι όταν την Παρασκευή, ήρθε πάλι ο Χότζας και τους ρώτησε:
— «Ω πιστοί Μουσουλμάνοι, ξέρετε τι διδαχή θα σας κάνω;
Άλλοι του αποκρίθηκαν «ναι!» και άλλοι «όχι!».
— Ε! Τότε, απάντησε ο Χότζας, εκείνοι που την ξέρουν ας τη διδάξουν σ' εκείνους που δεν την ξέρουν.(東洋文庫88、46頁)
72. — Ο ΠΕΤΕΙΝΟΣ Κ' ΟΙ ΚΟΤΤΕΣ
雄鶏と雌鶏
Μια μέρα, ο Χότζας πήρε τα παιδιά του σχολείου(学校) του στο Λουτρό.
Προηγουμένως(あらかじめ), τα παιδιά(子供たち) του σχολειού συμφώνησαν και πήραν μαζύ τους το καθένα από ένα αυγό, που τώκρυψαν(το έκρυψαν) κάτω από την αμασχάλη(μασχάληわき) τους, κ' ενώ κάθουνταν ολόγυρα(まわりに) στη χαβούζα(水瓶) του λουτρού, ένα(一人の子供) απ' αυτά πρότεινε(提案):
— Ξέρετε τι λέω; Να καθήσωμε(καθίσουμε) να γεννήσωμε(γεννώ産む) αυγά, κι' όποιος δεν κάνη αυγό, αυτός να πληρώση(払う) για όλους μας τα έξοδα(費用) του λουτρού.
— Ναι! Ναι! φώναξαν, όλα μαζύ, τα παιδιά, κι' άρχισαν να κακαρίζουν(雌鳥のように鳴く) σαν κόττες(κότες雌鳥), και, σε λίγο, να παρουσιάζουν το καθένα από ένα αυγό.
Άμα(〜とき) είδε τ' αυγά, ο Χότζας κορδώθηκε(κορδώνομαι威張る) και άρχισε να κράζη(叫ぶ) σαν πετεινός(雄鶏).
— Κικιρίκι! Κικιρίκι!
— Γιατί κάνεις έτσι Χότζα; τούπαν τα παιδιά έκπληκτα(驚いて).
— Τι διάολο! απάντησε ο Χότζας, μέσα σε τόσες κόττες δεν πρέπει να είνε κ' ένας πετεινός;(東洋文庫88、110頁)
73. — ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
暗闇で
Μια νύχτα ο Χότζας ήταν πλαγιασμένος με τη γυναίκα του, όταν αυτή τόνε σκούντησε(σκουντώつつく) και τούπε:
— Χότζα μου, δεξιά(右側に) σου, απάνω στο κομό(タンス), είναι ένα κερί(ろうそく). Σε παρακαλώ, άπλωσε(απλώνω伸ばす) το χέρι σου κι' άναψέ μου το.
— Βρε γυναίκα, παλαβώθηκες(παλαβώνω 狂ったか); απάντησε ο Χότζας· Μέσα σε τέτοιο σκοτάδι(暗闇), μπορεί κανείς να διακρίνη(διακρίνω見分ける) ποιο είνε το δεξί του και ποιο τ' αριστερό του;(こんなに暗くてはどちらが右か左かも分からない)(東洋文庫88、69頁)
74. — Η ΠΡΟΠΛΗΡΩΜΗ
前払い
Κάποτε ο Χότζας ετοιμαζότανε(ετοιμάζομαι) να πάη στο πανηγύρι(祭り) και τα παιδιά του σχολειού του τον παρεκάλεσαν να τους φέρη(買ってくる) από μια(一本ずつ) καλαμένια(葦の) φλογέρα(笛)· ένα μάλιστα απ' αυτά τούδωσε(του έδωσε) κ' έναν παρά(παράςお金) για να του την αγοράση.
— Μάλιστα, είπε ο Χότζας, «όποιος έδωσε τον παρά, θα παίξη(παίζω演奏する) τη φλογέρα». (10)(東洋文庫88、111頁)
75. — Ο ΚΑΥΓΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΠΛΩΜΑ
布団の喧嘩
Μια χειμωνιάτικη νύχτα, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας, κει που κοιμόταν, άκουσε δυο ανθρώπους, κάτω στο δρόμο, νάχουν στήση(στήνω喧嘩する) γερό καυγά(ひどい喧嘩) και να χτυπιούνται(殴り合う).
Ο Χότζας τινάχτηκε απάνω κ' είπε στη γυναίκα του:
— Βρε, γυναίκα, σήκω κι' άναψε το φως, να ιδούμε τι πάθανε αυτοί και μαλώνουνε.
Εκείνη του είπε:
— Βρε άνδρα, δεν κάθεσαι κει που κάθεσαι! Τι σε νοιάζει(関係がある) για τις ξένες έννοιες(他人の面倒); . . .
Μα, ο Χότζας, πού(どうして) να δώση προσοχή(注意) στις συμβουλές(忠告) της γυναίκας του! Παίρνει το πάπλωμα(布団), τυλίγεται με αυτό, και κατεβαίνει στο δρόμο,
Μόλις τον είδαν οι δυο άνθρωποι, που μάλωναν, παρατούν(παρατώやめる) αμέσως τον καυγά, αρπάζουν από το Χότζα το πάπλωμα, και γίνονται άφαντοι σ' ένα λεπτό(分).
Όταν ο Χότζας γύρισε στο σπίτι του, γυμνός και τουρτουλιασμένος(τουρτουρίζω震える) από το κρύο(寒さ), τονε ρωτά(ρωτώ問う) η γυναίκα του.
— Τι καυγάς ήταν, Χότζα μου;
— Ήταν καυγάς για το πάπλωμα, αποκρίνεται ο Χότζας. Πάρθηκε(παίρνομαι奪われる) το πάπλωμα τέλειωσε κι' ο καυγάς.(東洋文庫88、32頁)
76. — ΤΟ ΚΑΛΟ ΦΕΡΣΙΜΟ
立派な振る舞い
Κάποτε ο Χότζας πήγαινε κάπου(どこかへ) καβάλλα στο γάιδαρό του. Βλέποντας όμως ότι πίσω του ερχόντουσαν πεζοί(歩行者) μερικοί ιερωμένοι(祭司), που τους γνώριζε, σκέφθηκε πως ήταν ανάρμοστο(失礼な) γι' αυτόν να τους γυρίζη(向ける) τις πλάτες(背中), για τούτο γύρισε και καβαλλίκεψε(καβαλικεύωまたがる) ανάποδα(後ろ向き) στο ζω.
Όταν οι ιερωμένοι τονε ρώτησαν γιατί τώκανε(το έκανε) αυτό, ο Χότζας τους απάντησε:
— Γιατί, αν καβαλλικέψω σωστά, σας έχω πίσω μου, έτσι, σας έχω μπρος μου. Αυτό επιβάλλει(課する) η ευγένεια(礼儀).(東洋文庫88、48頁)
77. — ΚΑΝΑΝΕ «ΠΑΤΣΕ»!
(11)
おあいこ
Μια μέρα, κάποιος ήρθε και χτύπησε την πόρτα του Νασρ-εν-Ντιν Χότζα.
Ο Χότζας που εκείνην την ημέρα είχε τεμπελιά(怠惰), και ραχάτευε(ραχατεύωくつろぐ) στον οντά του, σηκώθηκε με βαρεμό(ノック), και μουρμουρίζοντας βλαστήμιες(悪態) για εκείνον που του τάραζε(邪魔する) έτσι την ησυχία του, άνοιξε το παράθυρό του και ρώτησε από πάνω.
— Ποιος είσαι; Τι θέλεις;
— Κατέβα κάτω, θέλω να σου πω κάτι, του φώναξε ο ξένος.
Ο Χότζας κατέβηκε, μουρμουρίζοντας πάντα μέσα στα δόντια(歯) του, άνοιξε την πόρτα και ρώτησε.
— Να με!(わしはここだ) Τι θέλεις;
— Φτωχός(貧しい) είμαι! Δος μου ένα κομμάτι ψωμί, για την ψυχή των πεθαμένων(死んだ人たち) σου, απάντησε ο άνθρωπος
— Ανέβα απάνω μαζύ μου, είπε ο Χότζας.
Ο ζητιάνος(物乞い) τον ακολούθησε, κι' ο Χότζας τον ανέβασε(ανεβάζω上げる) ως στο αψηλότερο(一番高い) μέρος της ταράτσας(テラス、屋上), κ' εκεί τούπε(του είπε):
— Λέγε, τώρα, τι θέλεις;
— Όπως σου είπα, Χότζα μου, ήθελα να μου δώσης μια ελεημοσύνη(施し) γιατί είμαι φτωχός και δεν έχω να φάω.
— Ο Θεός να σ' ελεήση(ελεώ哀れむ), του απάντησε ο Χότζας.
— Πώς; ξεφώνησε ο ζητιάνος. Και μ' ανέβασες ίσα(まさに) με δω απάνω(この上まで) για να μου το πης(πεις言う) αυτό:(;そんなことを言うためにわしをここまで上げたのかい?)
— Και συ, πώς με υποχρέωσες(υποχρεώνω強いる) να καταβώ κάτω(私に部屋から降りてくるように) για να μου πης(πεις) πως θέλεις ελεημοσύνη; είπε ο Χότζας. Τώρα, είμαστε πάτσε(πάτσιおあいこだ)!(東洋文庫88、76頁)
78. — ΣΟΥΠΑ ΑΠΟ ΠΑΠΙΕΣ
アヒルのスープ
Μια μέρα, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας είδε σε μια σουβάλα(貯水池) μερικές πάπιες(アヒル) να κολυμπούν(κολυμπώ泳ぐ).
Έτρεξε ως εκεί για να τις πιάση μα, κάθε που άπλωνε το χέρι του, εκείνες έφευγαν.
Βασανίστηκε έτσι κάμποση ώρα, κ' ύστερα αφού απελπίστηκε(απελπίζομαι諦める) απ' αυτήν την μάταιη(無駄な) προσπάθεια, έβγαλε ένα κομμάτι ψωμί που είχε στην τσέπη του, άρχισε να το βουτά(βουτώ浸す) στο νερό της σουβάλας και να το τρώη.
Κάποιος, που περνούσε εκείνην την ώρα απ' εκεί, τόνε ρώτησε:
— Τι τρως, Χότζα;
— Σούπα(スープ) από πάπιες! απάντησε ο Χότζας(東洋文庫88、255頁).
79. — Ο ΚΟΥΡΕΑΣ
床屋
Ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας ξύριζε(ξύριζω剃る) το κεφάλι του, μια μέρα, κι' ο κουρέας(床屋) σε κάθε ξουραφιά(ξυραφιά剃刀) τον έκοβε(κόβω切る), και του 'βαζε μπαμπάκι(βαμβάκι綿) για να σταματήση(σταματώ止める) το αίμα.
— Ε! άνθρωπε, του φώναξε, τέλος, ο Χότζας, ως τώρα, στο μισό(半分の) μου κεφάλι έσπειρες(σπέρνω蒔く) μπαμπάκι, άφησέ μου τουλάχιστον το άλλο μισό να σπείρω εγώ λινάρι(亜麻)(東洋文庫88、45頁).
80. — ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΤΟΥ
ホジャの喪中
Μια μέρα, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας φόρεσε βαρύ πένθος(悲しみ、喪), και κατέβηκε στην αγορά.
Μόλις τον είδαν οι φίλοι του, τρέξανε(アτρέχω) ανήσυχοι κοντά του και τούπαν:
— Ζωή σε λόγου σου! Ποιος πέθανε;
Ο Χότζας απάντησε:
— Πέθανε ο πατέρας του γιού μου, και κρατάω(保つ) πένθος.(東洋文庫88、58頁)
81. — Η ΠΑΠΙΑ ΜΕ ΤΩΝΑ(το ένα) ΠΟΔΙ
一本足のアヒル
Μια φορά, ο Πασσάς(パシャ) της Επαρχίας, κάνοντας περιοδεία(巡回) στο κυβερνείο(総督府) του, κατασκήνωσε(κατασκηνώνωキャンプする) έξω από το χωριό του Χότζα, για μια μέρα ή δυο.
Οι χωρικοί τότε διάλεξαν γι' αντιπρόσωπό(代表) τους το Νασρ-εν-Ντιν, σα γραμματισμένος(教養がある) δα που ήταν, για να τον προσφωνήση(προσφωνώ挨拶する), και του υποβάλη(υποβάλλω提示する) τα σέβη(敬意) του, και για να μην τον στείλουν με άδεια χέρια και για να καλοπιάσουν(καλοπιάνω機嫌をとる) τον Πασσά, έδωσαν στο Χότζα μια πάπια(アヒル) ψητή(焼いた), να του την προσφέρη(προσφέρω贈る) πεσκέσι απ' αυτούς.
Στο δρόμο, ο Νασρ-εν-Ντιν μην αντέχοντας(耐える) στη γαργαλιστική(そそる) μυρωδιά της ψητής πάπιας, που του λίγωνε την καρδιά, αποφάσισε να φάη λιγάκι απ' αυτήν.
— Ποιος ξέρει(分からない), είπε μέσα του, αν(〜かどうか) θα με κρατήση(引き止める) στο τραπέζι του ο Πασσάς απόψε. Ας φάω τώρα ένα κομμάτι, κι' αν πάλι με κρατήση, πάλι τρώω.
Λοιπόν, τραβήχτηκε(引っ込む) σ' ένα παράμερο(人里離れた) μέρος, έβαλε κάτω το ταψί, κι' άρχισε να συλλογίζεται από πού να κόψη(κόβω切る) και να φάη.
Τέλος, το βρήκε. Έκοψε κ' έφαγε το ένα ποδάρι(足を一本) της πάπιας, ύστερα γύρισε το πουλί, και το τοποθέτησε(τοποθετώ置く) με τέτοιον τρόπο ώστε η φαγωμένη πλευρά(側面) νάνε(να είνε) από κάτω, λέγοντας μέσα του:
— Αυτός θα φάη από απάνω και δε θα παρατηρήση(παρατηρώ気づく) πως λείπει(無い) το ποδάρι.
Έφθασε στο τσαντήρι(τσαντίριテント) του Πασσά, τη στιγμή που αυτός ήταν έτοιμος να καθήση στο τραπέζι. Ο Πασσάς ευχαριστημένος από την προσφώνησι του Χότζα κι' από το πεσκέσι των χωρικών (έτυχε κιόλας να τρελλαίνεται(τρελαίνομαιうっとりする) για την ψητή πάπια), κράτησε το Χότζα να φάη μαζύ του, και κάθησαν στο τραπέζι.
Σε λίγο φέραν τα φαγητά, και πρώτα απ' όλα την πάπια, το πεσκέσι. Μα, οι δούλοι είχαν βγάλη το πουλί από το ταψί, και το σερβίρησαν(σερβίρω食事を出す) στην πιατέλα με τη φαγωμένη πλευρά από πάνω.
Ο Πασσάς απόρησε και ρώτησε το Χότζα;
— Πώς γίνεται αυτό; Μ' ένα πόδι μου' στειλαν οι συχωριανοί σου την πάπια;
— Όχι, Πασσά μου! απάντησε ο Χότζας. Μα, στον τόπο(場所) μας οι πάπιες έχουν ένα μόνο ποδάρι.
— Μπορείς να μου τ' αποδείξης αυτό; ρώτησε ο Πασσάς.
— Πώς όχι; του είπε Νασρ-εν-Ντιν. Αν θέλης το πρωί σηκωνόμαστε και πάμε και τις βλέπεις.
Το πρωί ο Χότζας πήρε του Πασσά και τον κατέβασε στο λιβάδι. Εκεί στάθηκε σ' ένα ύψωμα(高地) όχι μακρυά από μια μικρή λίμνη, που στην όχθη(岸) στέκουνταν(στέκομαιいる) μερικές πάπιες.
— Να, πασσά μου, βλέπεις τις πάπιες που είνε μ' ένα ποδάρι;
Πράγματι, οι πάπιες είχαν λουστή(λούζομαι水浴び) στη λίμνη και στέκουνταν τώρα στον ήλιο(太陽), με το πόδι τους σηκωμένο(持ち上げる) απάνω και κρυμμένο(隠す) μέσα στα φτερά(羽根) της κοιλιάς(腹) τους, όπως συνειθίζουν(συνηθίζω習慣である) αυτά τα πουλιά.
Ο Πασσάς, χωρίς να πη λέξι, έβγαλε από τη ζώνη(ベルト) του μία κουμπούρα(ピストル) και πυροβόλησε(πυροβολώ発泡) απάνω στις πάπιες.
Τα πουλιά, τρομαγμένα από του πυροβολισμό, ώρμησαν τρέχοντας κατά το λιβάδι, φυσικά, με τα δυο τους πόδια.
— Βλέπεις, βρε βαγαπόντη(μπαγαπόντηςペテン師), είπε ωργισμένος(οργισμένος立腹して) ο Πασσάς, πως μου λες ψέματα; Οι πάπιες στον τόπο σου έχουν, όπως όλες οι πάπιες του κόσμου, δυο ποδάρια.
— Μα, Πασσά μου, απάντησε ατάραχος ο Χότζας, και σένα αν σου τινάξη(τινάζω投げる) κανείς μια κουμπουριά(発泡), θα γίνουνε τα δυο σου πόδια τέσσερα(発泡すれば四足になりますよ).(東洋文庫88、164頁)
82. — ΤΟ ΒΙΟΛΙ
バイオリン
Μια νύχτα, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας έβαλε στο μυαλό του(思いつく) να κλέψη(盗む) ένα σιδεράδικο(鍛冶屋).
Στάθηκε λοιπόν έξω από την πόρτα και άρχισε, με μια λίμα(やすり), που είχε πάρη μαζύ του, να λιμάρη(λιμάρωやすりをかける) την κλειδωνιά(錠).
Ένας φίλος του, που κατά τύχη περνούσε απ' εκεί και τον αντελήφθηκε(αντιλαμβάνομαι気づく), τονε ρώτησε:
— Τι κάνεις αυτού(そこで), Χότζα;
— Βιολί(バイオリン) παίζω, απάντησε ο Χότζας.
— Μα δεν την ακούω τη φωνή του βιολιού σου! είπε ο φίλος του.
— Αύριο θα την ακούσης! αποκρίθηκε εκείνος.
Πράγματι το πρωί ακούστηκε(ακούγομαι聞こえる) πως του τάδε(属、誰それの) το σιδεράδικο τώκλεψαν(το έκλεψαν) εκείνην την νύχτα.(東洋文庫88、137頁)
83. — Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ
ホジャの風呂の声
Μια μέρα, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας μπήκε στο λουτρό, και μη βλέποντας κανέναν εκεί, στενοχωρήθηκε(戸惑う) και άρχισε να τραγουδά για να σκοτώση(σκοτώνω殺す) την ανία(退屈) του.
Η φωνή του τού άρεσε υπερβολικά και είπε μέσα του με θαυμασμό:
— Μωρέ, τέτοια ωραία φωνή έχω εγώ, και δεν τώξερα(το ήξερα);
Κι' αμέσως, δίχως να χάνη καιρό, βγήκε απ' το λουτρό, τράβηξε(向かう) ίσια(まっすぐ) κατά το Τζαμί, ανέβηκε στο Μιναρέ(尖塔), κ' ενώ δεν ήταν ακόμα ώρα, άρχισε να καλή τους Πιστούς στη Μεσημβρινή(正午の) Προσευχή(祈り).
Κάποιος που περνούσε απ' εκεί, τον άκουσε που προσκαλούσε τους Πιστούς στην προσευχή πριν της ώρας, και του φώναξε:
— Βρε ζωντόβολο(愚か者), από τόσο νωρίς(早く) και με τέτοια άνοστη(まずい) φωνή κράζεις για την Προσευχή;
— Ω άνθρωπε, απάντησε ο Χότζας. Έπρεπε νάτανε(να ήτανε) το λουτρό εδώ απάνω στο μιναρέ, και θάβλεπες(θα έβλεπες) τι ωραία που θάταν(θα ήταν) η φωνή μου!(ここに風呂があれば〜。東洋文庫88、3頁)
84. — ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΔΥΩ ΠΟΛΕΩΝ
二つの町の気候
Κάποτε ο Χότζας ταξίδευε στη Συρία, κ' έτυχε να πάη από το Χαλέπι(ハレピ) στη Δαμασκό(サマスコ). Εκεί, μόλις έφθασε, μπήκε στο Μεγάλο Τζαμί, και γνωρίστηκε(γνωρίζομαι知り合いである) με μερικούς διαβασμένους, που τον εφιλοξένησαν().
Το βράδυ κει που κουβέντιαζαν, τους είπε:
— Το αέρι(αγέρι風) του Χαλεπιού και το αέρι της Δαμασκού είνε το ίδιο.
— Πού το ξέρεις; Συ, ακόμα δεν ήρθες, του είπαν εκείνοι.
— Νά! Τα ίδια άστρα(星) που έχει ο ουρανός του Χαλεπιού, έχει κι' ο δικός σας ουρανός(君たちの空は同じ星があるから), απάντησε ο Χότζας.(東洋文庫88、57頁)
85. — ΤΟ ΔΙΣΑΚΚΙ
鞍袋
Ο Χότζας, μια μέρα, έχασε το δισάκκι(δισάκι) του, και φοβέριζε(φοβερίζω脅す) τους συχωριανούς του, λέγοντας:
— Θα μου βρήτε το δισάκκι μου, ειδάλλως(さもなければ) εγώ ξέρω τι θα κάνω!
Οι χωρικοί, φοβισμένοι, έψαξαν και του βρήκαν το δισάκκι και του το πήγαν.
Ο Χότζας τους ευχαρίστησε, κ' εκείνοι, από περιέργεια, πριν φύγουν τονε ρώτησαν:
— Χότζα, τι θάκανες(θα έκανες), αν δε σου βρίσκαμε(未完) το δισάκκι;
— Απλούστατο(単に), απάντησε ο Χότζας. Έχω στο σπίτι μου ένα παληό τσουβάλι(袋). Θα το έκοβα στη μέση(真ん中) και θα (το έκανα) δισάκκι.(東洋文庫88、67頁)
86. — ΤΟ ΚΛΕΜΜΕΝΟ ΜΟΣΧΑΡΙ
盗んだ子牛
Μια μέρα, ο Νασρ-εν-Ντιν, που γύριζε από το χωράφι του, βρήκε στο δρόμο ένα μοσχάρι(子牛) παραπλανημένο(迷子の).
Το πήρε, το πήγε στο σπίτι του, τώσφαξε, τώγδαρε(το έγδαρε,γδέρνω皮をはぐ), κ' έκρυψε(κρύβω隠す) το τομάρι(皮) του.
Κατά το δειλινό, κει που καθόταν στο παράθυρό του, είδε στο δρόμο τον κάτοχο(持ち主) του μοσχαριού να τριγυρνά(歩き回る) με κλάματα από σπίτι σε σπίτι και να ρωτά μήπως τώδαν(το είδαν). Πλησίαζε τώρα και στο σπίτι του Χότζα.
Ο Χότζας μπαίνει μέσα βιαστικά, φωνάζει της γυναίκας του και της λέει:
— Γυναίκα, ο άνθρωπος πούχε(που είχε) το μοσχάρι! Γρήγορα φέρε μου δω το τομάρι να του βάψω(βάφω塗る) το πρόσωπο με καραμπογιά(毛染め) για να μην το γνωρίση!
87. — Η ΣΚΑΛΑ
はしご
Μια μέρα, ο Χότζας πήρε μια σκάλα(f.はしご), τη στήριξε(στηρίζω支える) σ' τον τοίχο ενός κήπου, ανέβηκε στον τοίχο, ύστερα πέρασε τη σκάλα από τ' άλλο μέρος και κατέβηκε στον κήπο, όπου άρχισε να μαζεύη διάφορα φρούτα και να τα ρίχνη στο ταγάρι(袋) του.
Έξαφνα τον αντελήφθηκε(αντιλαμβάνομαι気づく) ο φύλακας(番人) του κήπου και του φώναξε:
— Ε! Άνθρωπε, τι θέλεις εδώ; Ποιος είσαι;
Ο Χότζας έτρεξε αμέσως κοντά στη σκάλα και του είπε:
— Σκάλες πουλώ(はしごを売っている)!
— Και τις σκάλες εδώ τις πουλούνε(ここで売るのか); ρώτησε ο φύλακας.
— Βρε ζωντόβολο, αποκρίθηκε ο Χότζας, δεν ξέρεις πως τις σκάλες, όπου κι' αν είνε, τις πουλάς(はしごはどこでも売れることを知らないのかい);
88. — Ο ΨΕΥΤΙΚΟΣ ΟΡΚΟΣ
偽りの誓い
Κάποτε, ένας φίλος του Χότζα του παρεκάλεσε να μαρτυρήση(接アμαρτυρώ) στο Δικαστήριο γι' αυτόν, σε κάποια υπόθεσι(事件).
Όταν ήρθαν μπρος στον Καδή, ο φίλος του Χότζα έκανε αγωγή(訴訟) εναντίον ενός άλλου για στάρι(σιτάρι小麦), μα, ο Χότζας, στην εξέτασι(尋問), έδωσε μαρτυρία για κριθάρι(大麦).
— Μα, δεν πρόκειται για(〜について) κριθάρι, του φώναζε ο φίλος του, πρόκειται για στάρι.
— Πώς φαίνεσθε πως είσθε μπουνταλάδες(馬鹿)! απάντησε ο Χότζας. Όταν παίρνει κάνεις ψεύτικο όρκο(誓い) τι τον νοιάζει αν πρόκειται για στάρι ή για κριθάρι;(偽誓しているのに大麦も小麦も関係ない)(東洋文庫88、195頁)
89. — ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΔΑΝΕΙΣΕ ΤΟ ΓΑΪΔΑΡΟ ΤΟΥ
ホジャがロバを貸さない理由
Μια μέρα, ένας γείτονας πήγε στο Νασρ-εν-Ντιν Χότζα και τον παρακάλεσε να του δανείση(δανείζω貸す) το γάιδαρό του.
— Στάσου(待て), μια στιγμή, του λέει ο Χότζας, να πάω να τον ρωτήσω, κι' αν θέλει, μετά χαράς σου(喜んで), να σ' τονε φέρω.
Κατέβηκε, λοιπόν, στ' αχούρι(厩舎), κι' αφού έμεινε εκεί λίγη ώρα, γύρισε στο γείτονα και τούπε:
— Δε θέλει. Τι να σου κάνω! Τον παρακάλεσα(頼む) . . . του κάκου(むなしく)! Είνε απαυδισμένος(嫌がる), λέει, από τους ξένους(他人), γιατί κάθε φορά που τους τον δανείζω, κι' αυτόν, τον κακομοίρη, τον χτυπούν, κ' εμένα, τον κύριό(持ち主) του, βρίζουν(βρίζωののしる) και βλαστημούνε(βλαστημώ馬鹿にする): «Χο! Βρωμερό ζω! . . . Συ κι' αυτός που σ' έχει!(クソ野郎、お前もお前の持ち主もだ!)» του λένε, λέει.(東洋文庫88、96頁)
90. — ΠΥΡΚΑΪΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΙΑ
おなかの火事
Ένα βράδυ, ο Χότζας δεν πρόσεξε(気付く) ότι η σούπα ήτανε ζεστή, και κατέβασε(飲み込む) βιαστικά μια μεγάλη κουταλιά(スプーン一杯分).
Μα, αμέσως αισθάνθηκε τρομερή(ひどく) καΐλα(焼けること) στα σωθικά(内臓) του και πιάνοντας την κοιλιά του με τα δυο του χέρια, κατέβηκε σαν ξεφρενιασμένος(怒った) στους δρόμους κράζοντας:
— Αδελφοί, τρέξετε! Βοήθεια. Έπιασε φωτιά(火事) η κοιλιά μου!(わしの腹が火事だ)(東洋文庫88、18頁)
91. — ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΤΩΝ ΠΟΥΛΕΡΙΚΩΝ
鳥の喪中
Κάποτε, ο Χότζας έπιασε τα πουλερικά(鳥) του κ' έβαλε(βάζω付ける) στο πόδι του καθενός μια μαύρη κορδελίτσα(リボン).
Ο πραγματικός(本当の) λόγος(理由) που έβαλε στα πουλερικά του αυτήν την κορδελίτσα ήταν για να τα γνωρίζη(γνωρίζωそれと分かる), αν καμμιά φορά(いつか) παραστρατούσαν(堕落する) και πήγαινε και τ' αναζητούσε(αναζητώ探す) στις γειτονικές αυλές και στα μπουστάνια(メロン畑), μα, σε μερικούς φίλους που τονε ρώτησαν, απάντησε:
— Πέθανε η μάννα τους και φορούνε πένθος(喪章)! (東洋文庫88、254頁)
92. — ΣΤΟ ΞΕΝΟ ΣΠΙΤΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΠΝΟΔΟΧΟ
他人の家の煙突の中
Μια νύχτα, ο Πειρασμός(誘惑) έβαλε(させる) το Νασρ-εν-Ντιν Χότζα ν' ανεβή στα κεραμίδια(屋根) του γείτονά του κι' απ' εκεί να δοκιμάση να κατεβή μέσα από την καπνοδόχο(煙突), στο σπίτι, και να κλέψη, τι; — κρομμύδια!(たまねぎ)
Όλα πήγαιναν καλά ως τη στιγμή που έφθασε στο στόμιο της καπνοδόχου, μα, εκεί, βάζοντας απερίσκεπτα(うっかり) το πόδι σε κάτι τι(κατιτί何か), που στο φως(光) του φεγγαριού το πήρε για τράβα(梁), ενώ δεν ήταν παρά η σκιά κάποιου στύλου(柱), που έπεφτε, από το διπλανό σπίτι, γκρεμοτσακίστηκε(γκρεμοτσακίζομαι落ちて怪我する) μέσα από την καπνοδόχο(煙突の中へ) κ' έπεσε, σαν τόπι(ボール), στο τζάκι(暖炉), κάτω, με το ένα πόδι βγαλμένο(βγάζωくじく), και σε ελεεινό χάλι(悲惨).
Ο γείτονας, ακούοντας απάνω στον ύπνο του το θόρυβο(どすん), ξύπνησε, ανταριασμένος(大慌てで), και φώναξε στη γυναίκα του:
— Γρήγορα! Γρήγορα! Άναψε το φως να πιάσωμε τον κλέφτη πριν μας φύγη.
Κι' ο Χότζας από τη γωνιά του τζακιού(暖炉の隅から):
— Αγάλια, αγάλια(ゆっくり、ゆっくり), γείτονα! Δεν είνε βία(急ぐことはない), γιατί, κατά το πέσιμο(墜落) που 'κανα, και σήμερα θα μ' έχης εδώ και αύριο(当分動けないから).
93. — ΕΠΙΕΙΚΗΣ ΤΙΜΩΡΙΑ
寛大な罰
Μια μέρα, η γυναίκα του Νασρ-εν-Ντιν ήταν πνιγμένη(πνίγομαι息がつけない) στη δουλειά, και παρεκάλεσε τον άνδρα της να κρατήση(預かる) λιγάκι το μωρό(n.赤ちゃん), ως που να τελειώση.
Ο Χότζας πήρε το μωρό, μα, ενώ το τριγυρνούσε πέρα δώθε(あちこち), τον κατούρησε(κατουρώおしっこしたくなる). Θυμωμένος(θυμώνω怒る) τότε ο Χότζας το αφήνει κάτω και το κατουρεί(κατουραεί) κι' αυτός.
Τον βλέπει η γυναίκα του και του φωνάζει:
— Βρε, άνδρα, παλαβώθηκες(気でも狂ったの); Τι κάνεις εκεί;
— Νάχη(να έχει) χάρι(χάρη感謝しろ) που είνε παιδί μου, απαντά ο Χότζας. Αν ήταν άλλο θα το κόπριζα(κοπρίζωうんこする)(他人の子ならうんこしてやった)(東洋文庫88、32頁).
94. — Η ΚΕΦΑΛΗ ΤΟΥ ΓΑΪΔΑΡΟΥ
ロバの頭
Κάποτε, ψόφησε(死ぬ) ο γάιδαρος του Νασρ-εν-Ντιν Χότζα, κι' ο πανούργος(ずる賢いホジャ) για να μη ζημιωθή(ζημιώνομαι損害を被る) την τιμή(価格) που είχε δώση(支払う) γι' αυτόν σοφίστηκε(σοφίζομαι考え出す) το ακόλουθο(次の) τέχνασμα(策略):
Αγόρασε(買う) κάμποσο νήμα(糸), κι' αφού έκοψε το κεφάλι του γαϊδάρου, το τύλιξε μ' εκείνο το νήμα, έκανε ένα πελώριο(巨大な) και βαρύ(重い) κουβάρι(糸玉) και το κατέβασε στην αγορά για να το πουλήση.
Σε λίγο, παρουσιάστηκε ένας αγοραστής που συμφώνησε μαζύ του την τιμή, και πήγαν να το ζυγίσουν(ζυγίζω重さを量る). Ενώ το ζύγιζε ο δημόσιος(公共の) ζυγιστής, ο αγοραστής το έβλεπε πολύ βαρύ κι' απορούσε. Ρώτησε τον Νασρ-εν-Ντιν.
— Κάπως(何か) βαρύ μου φαίνεται αυτό το νήμα: μην έχεις τίποτα μέσα(中に);
Έκανε αυτήν την ερώτησι(疑問) δυο και τρεις φορές, μπροστά σε άλλους, και πάντοτε λάβαινε(λαβαίνω) από το Νασρ-εν-Ντιν την ίδια και στερεότυπη(固定した) απάντησι:
— Όχι, γαϊδουροκέφαλο(ロバの頭め)! . . .
Τέλος, επλήρωσε(πληρώνω払う) την αξία του νήματος, σωστή(σωστάまさに), όσο ζύγιζε το κουβάρι, κι' ο Νασρ-εν-Ντιν γύρισε στο σπίτι του καταχαρούμενος(大喜びで), που με το τέχνασμά του αυτό κατώρθωσε(κατορθώνω成功する) να μη χάση(失う) την αξία του γαϊδάρου που του ψόφησε.
Ύστερα από κάνα(κανέναおよそ) δυο μέρες, ο αγοραστής θέλοντας να χρησιμομοιήση(χρησιμοποιώ使う) το νήμα, άρχισε να ξετυλίγη(ξετυλίγωほどく) το κουβάρι που του πούλησε ο Χότζας, όταν, έξαφνα, αφ' ου ξετύλιξε κάμποσο, είδε να ξεπροβάλη(ξεπροβάλλω突然現れる) η πελώρια κεφαλή ενός γαϊδάρου, κι' αμέσως κατάλαβε την κατεργαριά του Χότζα.
Δεν έχασε καιρό, μόνε μια και δυο(すぐさま), πήγε στον Καδή κ' έκανε μήνυσι(告訴), κι' ο Καδής αμέσως έστειλε να φωνάξουν(呼び出す) το Χότζα.
Όταν ήρθε, και ρωτήθηκε πώς έγεινε το πράγμα, ο Χότζας με όλην την απάθειά του απάντησε ότι αυτός τώπε(το είπε) πως μέσα στο κουβάρι ήταν το γαϊδουροκέφαλο, κ' είχε και μάρτυρες(証人), μάλιστα, τον δείνα και τον τάδε(誰それ彼それ), που το άκουσαν.
Αυτούς τους δείνα και τους τάδε, ο Καδής έστειλε και τους έφερε, αμέσως, και όλοι τους επεβεβαίωσαν(επιβεβαίωσαν確かめる) τα λόγια του Χότζα.
Έτσι ο Καδής έδωσε δίκαιο στο Χότζα, και τον αγοραστή τον έστειλε να κόβη ξύλα(木こりをする).(東洋文庫88、85頁)
95. — Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΚΟΡΔΩΝ
ニンニクの話
Μια χρονιά, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας φύτεψε(φυτεύω植える) σκόρδα(ニンニク) στον κήπο του, κι' όταν τάδε πια γινομένα(γινωμένα成長した), έβγαλε κάνα δυο και τάφαγε(τα έφαγε), λέγοντας μέσα του:
«Και του χρόνου(来年), να δώση ο Θεός!(願わくば来年も)»
Τώρα, το ίδιο εκείνο βράδυ, ο Χότζας θέλησε να πλαγιάση(横になる) με τη γυναίκα του, και πήγε στην κάμαρά της, μα, εκείνη έτυχε να μην μπορή να υποφέρη(υποφέρω耐える) τη βρώμα(βρόμα悪臭) αυτού του φυτού(植物), κι' όταν ο άνδρας της την επλησίασε μέσα στο σκοτάδι, όλος περιποιήσεις και χάδια, πήγε αμέσως στη μύτη(鼻) της η μυρωδιά του σκόρδου, και δίνοντας μια γερή(強い) κλωτσιά του Χότζα, τον πέταξε(放り出す) έξω απ' το κρεββάτι, λέγοντάς του με θυμό.
— Πουφ! Σκορδοφαγωμένος μούρθες(μου έρθες); Να φύγης, να μη σε ξαναϊδώ(ξαναδώ再会する) πια στα μάτια μου. Και, μα το Θεό, σου λέω, αν ξαναφάς σκόρδα, θα πάω αμέσως στον Καδή να σε χωρίσω(χωρίζω別れる) κι' ας χάσω το μαχρ(持参金) (12) .
Είνε αδύνατο να φαντασθή(φαντάζομαι想像する) κανείς σε ποια ταραχή(動揺) έρριξε το Χότζα η απειλή(脅し) της γυναίκας του. Πέρασε όλη τη νύχτα μονάχος στον οντά του, άυπνος και σε μεγάλη αμηχανία, μην ξέροντας πώς να κάνη για να μη χάση τις δυο μεγάλες του αγάπες — την αγάπη του για την γυναίκα του και την αγάπη του για τα σκόρδα.
Το πρωί, μπαϊλντισμένος(μπαϊλντίζωぐったりして) από την αϋπνία και σικλεντισμένος(σεκλεντίζομαιくよくよして) κατέβηκε σ' ένα ράφτη(仕立て屋), φίλο του, που είχε ένα μπουστάνι(畑) δίπλα στο δικό του, και φύτευε σκόρδα, και ήταν κι' αυτός φοβερός(ひどい) σκορδοφάγος(ニンニク好き), και τονε ρώτησε:
— Ω Φουλάν!(だれそれ君) (13) Νάχεις(να έχεις) καλό από το Θεό, ξέρεις να μου πης(πεις) πώς μπορεί κανείς να φυτέψη(φυτεύω) σκόρδα με τέτοιον τρόπο ώστε όταν τρώη να μη βρωμά(βρομώ臭くなる) το στόμα του;
Ο ράφτης(仕立て屋) του απάντησε:
— Απλούστατο! Πριν τα φυτέψης γδύσε(γδύνω剥く) τα απ' τις φλούδες(皮) τους.
Ο Χότζας ακολούθησε πιστά τη συμβουλή αυτή του φίλου του, του ράφτη, μα, όταν τα σκόρδα, που φύτεψε γυμνά από τις φλούδες τους, γένηκαν(γίνηκαν実る), κ' έφαγε απ' αυτά, πάλι βρωμούσε το στόμα του.
Έτρεξε στο φίλο του και με μεγάλον πόνο του ανάγγειλε ότι η συνταγή(処方箋) του δεν επέτυχε(成功する).
— Έχεις δίκαιο, μωρέ Χότζα, απάντησε με ειλικρινή(率直な) θλίψι(悲しみ) ο ράφτης. Λησμόνησα(忘れる) να σου πω ότι πρέπει νάσαι(να είσαι) κ' εσύ ολόγυμνος(全裸で) την ώρα που τα φυτεύεις.
Ο Νασρ-εν-Ντιν εφάρμοσε(適用する) κι' αυτήν την οδηγία(指示), μα, όταν γένηκαν τα σκόρδα, πάλι βρωμούσαν.
Φρενιασμένος τότε, ο Χότζας πέταξε(投げる) πέρα τα σκόρδα με θυμό και τους είπε:
— Βρε σεις, δεν αλλάζετε(αλλάζω) κεφάλι!(頑固者め) Σας γύμνωσα, έγεινα(έγινα) κ' εγώ τσίτσιδο(裸の) για το χατήρι(〜のために) σας, μα, εσείς μείνατε(アμένω) τα ίδια! Α, να χαθήτε(χάνομαι消える) από τα μάτια μου! Νάμαι(να είμαι) κερατάς(愚か者), αν θα σας βάλω(βάζω) άλλη φορά στο στόμα μου.
96. — Ο ΕΑΥΤΟΣ ΤΟΥ
自分自身
Μια μέρα, ο Χότζας, περνώντας από έναν δρόμο είδε κάποιον, κι' αφού τον παρατήρησε(観察する) λίγη ώρα, με προσοχή από πίσω, έτρεξε, στάθηκε πλάι(横に) του, έσκυψε και τον κοίταξε καλά στο πρόσωπο, κ' ύστερα τραβήχτηκε(引き下がる) πάλι πίσω.
Όταν έκανε ο άνθρωπος μερικά βήματα(歩), ο Χότζας, αφού τον παρατήρησε πάλι προσεκτικά(注意深く), από πίσω, έτρεξε όπως και την πρώτη φορά κ' έσκυψε και τον κοίταξε στο πρόσωπο.
Παραξενεύτηκε(παραξενεύομαι不思議がる) ο άνθρωπος και τονε ρώτησε:
— Θέλεις τίποτα από μένα;
— Θα σ' το πω, απάντησε ο Χότζας, δεν είνε ντροπή· ποιος είσαι; Δε σε γνωρίζω.
— Αφού δε με γνωρίζεις, γιατί με παρατηρούσες(観察する) έτσι;
— Επειδή το σαρίκι(ターバン) σου έμοιαζε(μοιάζω似ている) με το δικό μου· σε πήρα για τον εαυτό μου(あなたをわたし自身だと思ったんですよ), αποκρίθηκε ο Χότζας.(東洋文庫88、14頁)
97. Η ΓΚΑΜΗΛΑ
ラクダ
Κάποτε, μερικοί φίλοι του Χότζα τον προσκάλεσαν σε μια εκδρομή(遠足), κι' αυτός ενοίκιασε(νοικιάζω借りる) μια γκαμήλα(ラクダ) για να πάη.
— Να πάω, τουλάχιστον, με άνεσι(安楽), είπε, κι' όχι πεζή(徒歩で), να σπάσω(σπάω壊す) τα πόδια μου.
Μα, κει που πηγαίναν, επειδή δεν ήξερε να κουμαντάρη(支配する) τη γκαμήλα, ο Χότζας ερέθισε(刺激する) το ζώο, βέβαια δίχως να το θέλη, ο μαύρος(不幸な)! Η γκαμήλα έβγαλε ένα μουγκρητό(うなり声) και τίναξε(τινάζω投げる) χάμου τον αναβάτη(乗り手) του, κ' ύστερα πήγε και γονάτισε(γονατίζωひざまずく) απάνω του.
Ο Χότζας έβγαλε δυνατές κραυγές από τον τρόμο(恐怖) του, κ' οι άλλοι γυρίζοντας πίσω, έτρεξαν και τον ελευθέρωσαν.
Σε λίγο, όταν συνήρθε(συνέρχομαι回復する) από την τρομάρα(恐怖) του, ο Χότζας είπε στους φίλους του.
— Ω αδερφοί μου, είδατε(命、見る) πώς με βασάνισε(βασανίζω苦しめる) αυτή η άτιμη(破廉恥な) γκαμήλα; Σας παρακαλώ, πιάστε(命πιάνω捕まえる) την και φέρτε μού την να τη σφάξω για τιμωρία(罰) της!
98. — Ο ΓΥΙΟΣ ΤΟΥ
ホジャの息子
Μια μέρα, ο μικρός γυιός του Χότζα λογόφερε(アλογοφέρνω口論をする) με του πατέρα του, και του πέταξε αυτόν τον λόγο:
— Ξέρω πώς ήρθες στον κόσμο!(あんたがどうやって生まれてきたか知ってるよ)
— Τι λέει, αυτό το βρωμόπαιδο(悪ガキ); φώναξε από μέσα, θυμωμένη, η μητέρα του.
— Μη θυμώνεις(θυμώνω怒る), γυναίκα! είπε ο Χότζας. Άσ'(命άφηνω) το παιδί να το ξέρη κι' αυτό!
99. — ΠΡΟΦΥΛΑΞΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΓΑΤΑ
猫から守る(狼の話?)
Μια μέρα, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας ρώτησε τη γυναίκα του:
— Βρε, γυναίκα! Από πού καταλαβαίνει(見分ける) κανείς τον πεθαμένο(死人);
Εκείνη τούπε:
— Νά, από τα χέρια και τα πόδια που ξυλιάζουν(ξυλιάζω棒のようになる).
Λοιπόν, ύστερα από μερικές μέρες, ενώ ο Χότζας πήγαινε με το γάιδαρό του στο δάσος για να μαζέψη ξύλα, γιατί ήτανε χειμώνας, αισθάνθηκε έξαφνα τα πόδια του και τα χέρια του να ξυλιάζουν από το κρύο.
— Νά! Πέθανααα(死んだあ)! είπε και ξαπλώθηκε(横になる) κάτω από ένα δένδρο.
Σε λίγο, κατέβηκαν λύκοι(狼) απ' το βουνό, είδανε(アβλέπω) το γάιδαρο, και πεινασμένοι(空腹で) καθώς ήσαν έπεσαν απάνω του κι' άρχισαν να τον καταβροχθίζουν(καταβροχθίζωむさぼる).
Κι' ο Χότζας από το μέρος(場所) όπου ήταν ξαπλωμένος:
— Τι να σας κάνω; Νάχετε(να έχετε) χάρι(感謝) που είμαι πεθαμένος, ειδέ(さもなければ) σας έδειχνα(δείχνω) εγώ!(思い知らせてやったのに)(東洋文庫88、263頁)
100. — ΝΕΦΤΙ
テレピン油
Μια μέρα, ο Χότζας γύριζε απ' το δάσος, με το γάιδαρό του φορτωμένο ξύλα. Μα, είχε παραφορτώση(παραφορτώνω荷を積みすぎる) το ζώο, και το κακόμοιρο δεν μπορούσε να περιπατήση(歩く).
Κάποιος, τότε, περνώντας από κει, άλειψε(αλείφω塗る) τα πισινά(尻) του γαϊδάρου με νέφτι(テレピン油), κι' αμέσως ο γάιδαρος άρχισε να τρέχη(τρέχω走る) τόσο γρήγορα, ώστε ο Χότζας δεν μπορούσε να τον φθάση(φθάνω追いつく).
— Μωρέ τι θαυμάσιο πράγμα είνε αυτό! είπε ο Χότζας στον άνθρωπο. Σε παρακαλώ δόσε και σε μένα λιγάκι!
Ο άνθρωπος του έδωσε, κι' ο Χότζας αλείφτηκε(αλείφομαι自分に塗る).
Μα, αμέσως έννοιωσε καΐλα(燃えること) και φλόγα(炎), κι' άρχισε να τρέχη τόσο, ώστε ξεπέρασε(ξεπερνώ追い抜く) και το γάιδαρό του κ' έφθασε πιο γρήγορα απ' αυτόν(ロバ) στο σπίτι.
Μα, κ' εκεί μην μπορώντας να σταθή, έτρεχε απάνω κάτω, και μέσα στις κάμαρες, κι' απάνω στην ταράτσα, και κάτω στην αυλή, και, μια στιγμή, που συνάντησε τη γυναίκα του, της είπε:
— Αν θέλεις να με φθάσης, αλείψου(αλείφομαι) με λιγάκι νέφτι!(わしに追いつきたければ、テレピン油を塗りたまえ)(東洋文庫88、246頁)
101. — ΤΟ ΠΕΡΑΜΑ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ
渡し場
Μια μέρα, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας ξαπλώθηκε στην όχθη(岸) του ποταμού, και είπε:
«Τώρα θα πεθάνω».
Σε λίγο, τον πήρε ο ύπνος και κοιμήθηκε(κοιμάμαι眠る) βαθειά(βαθιά) και μακάρια(幸せな).
Ύστερα από κάμποση ώρα, ένας διαβάτης(散歩者), που περνούσε απ' εκεί, τον ξύπνησε(ξυπνώ起こす) και τούπε:
— Σε παρακαλώ, μου λες από πού είνε το πέραμα(渡し場) του πoταμού, αν το ξέρεις;
— Όταν ήμουν στη ζωή, αποκρίθηκε ο Χότζας, ήταν από δω, τώρα, δεν ξέρω από πού είνε.(東洋文庫88、17頁)
102. — ΠΡΟΦΥΛΑΞΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΓΑΤΑ
猫から守る
Ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας αγαπούσε πολύ το τζιγέρι(τζιέρι肝臓、レバー), και ταχτικά(τακτικά定期的に) αγόραζε, μα, η γυναίκα του τού σερβίριζε(σερβιρίζω食事を出す) πάντα άλλα φαγιά, γιατί η τύχη τώθελε(το ήθελε) ν' αγαπά κι' αυτή υπερβολικά το τζιγέρι, τόσο ώστε να το τρώη και να μην της πηγαίνη η καρδιά ν' αφήση(残す) και του ανδρός της.
Λοιπόν, μια μέρα, ο Χότζας δε βάσταξε(βαστάζω我慢する) πια κ' είπε θυμωμένος:
— Εγώ φέρνω πάντα τζιγέρι, τι γίνεται;
Εκείνη τούπε:
— Το αρπάζει η γάτα(猫)!
Ο Χότζας σηκώνεται αμέσως, και παίρνει το τσικούρι(斧) και το κλειδώνει(鍵をかける) στην ντουλάπα(クローゼット);
— Τι κάνεις; τονε ρωτά η γυναίκα του.
— Το κρύβω από τη γάτα, αποκρίνεται ο Χότζας.
— Και τι θα το κάνη η γάτα το τσικούρι, λέει η γυναίκα με ξεκαρδιστικό(抱腹絶倒の) γέλιο.
— Αυτή που καταδέχεται(あえて〜する) και τρώει δυο γροσών(通貨単位2セント) πράμμα(レバー), απαντά ο Χότζας, θα σου αφήση(手を付けない), νομίζεις, το τσικούρι, που έχει μισό τάλλαρο(たった2セントのレバーを盗んだ猫ならきっと半ドルの斧を盗みにくるからさ);(東洋文庫88、209頁)
103. — Τ' ΑΣΦΑΛΕΣΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ
金の安全な隠し場所
Μια μέρα, που ο Χότζας ήταν μόνος στο σπίτι, άνοιξε ένα μικρό λάκκο(穴) κ' έχωσε(χώνω隠す) εκεί λίγα χρήματα που είχε συνάξη(συνάζω集める) από οικονομίες. Μα, σκέφθηκε λιγάκι κ' είπε μέσα του:
«Αν ήμουνα εγώ κλέφτης(泥棒), θα τάβρισκα(τα έβρισκα)».
Πήρε λοιπόν τα χρήματα από κει που τάχωσε, και πήγε και τάκρυψε(τα έκρυψε) σ' ένα άλλο μέρος. Μα, και για κείνο το μέρος έκανε την ίδια σκέψι, και τα πήρε πάλι πίσω.
Βρέθηκε σ' αμηχανία, μην ξέροντας πού να βρη το ασφαλέστερο μέρος, όταν έξαφνα είδε ένα λόφο(丘) που ήταν αντίκρυ(向かい側) στο σπίτι του.
— Α! Βρήκα! είπε μ' ευχαρίστησι(喜び).
Κατεβαίνει, μια και δυο(すぐに), στον κήπο, κόβει ένα κλαδί(枝) από ένα δένδρο, βάζει(入れる) τα χρήματά του σε μια σακκούλα(袋、指小辞), την κρεμνά(掛ける) στην άκρη του κλάδου, κι' ανεβαίνοντας στο λόφο, στήνει(στήνω立てる) τον κλάδο στο ψηλότερο μέρος. Ύστερα κατεβαίνει και καμαρώνοντας(得意がる) από κάτω το έργο του, λέει:
— Αλήθεια, βρήκα το πιο ασφαλισμένο μέρος για τα χρήματά μου. Γιατί ποιος μπορεί τώρα να τα(お金) πειράξη(πειράζωいじる) εκεί που είνε; Ο άνθρωπος δεν είνε πουλί, να μπορέση να φθάση ως εκεί απάνω!
Έτυχε, όμως, κάποιος πανούργος(ずる賢い), κρυμμένος κάπου εκεί, να παρακολουθήση(παρακολουθώフォローする) όλες τις κινήσεις του Χότζα, και μόλις αυτός έφυγε και γύρισε στο σπίτι του, βγήκε απ' την κρυψώνα(隠れ場所) του, ανέβηκε στο λόφο, πήρε τη σακκούλα με τα χρήματα, κ' έφυγε αφού πρώτα άλειψε(塗る) τον κλάδο με κοπριά(うんこ) βωδιού(牛の).
Ύστερα από λίγον καιρό, ο Χότζας, έχοντας ανάγκη από μερικά χρήματα ανέβηκε στο λόφο, μα, με μεγάλη του φρίκη(身震い) είδε ότι η σακκούλα του είχε κάνη φτερά(消える), και ότι μόνο γκαβαλίνες(καβαλίνεςうんこ) υπήρχαν(未完υπάρχω) στη θέσι της.
Έμεινε αρκετή ώρα σαστισμένος(面食らって) και βουβός(おし) από την έκπληξι, ύστερα είπε:
— Κ' εγώ έλεγα πως κάνεις άνθρωπος δε θα μπορούσε να φθάση ως εδώ απάνω. Για ιδές(見よ), όμως πως το βόιδι(牛) ανέβηκε και κόπρισε((κοπρίζωうんこする)), μάλιστα. Μωρέ, τι περίεργο πράγμα!(東洋文庫88、133頁)
104. — Η ΠΙΟ ΣΩΣΤΗ ΛΥΣΙΣ
一番正しい解決法
Ένα σκυλί μαγάρισε(μαγαρίζωうんこをする), μια μέρα, στη μέση ενός δρόμου, και ακριβώς μπρος στις πόρτες δυο σπιτιών που αντικρύζονταν(αντικρίζομαι向き合う).
Ο ιδιοκτήτης(所有者) του ενός σπιτιού φώναξε τότε τον ιδιοκτήτη του άλλου, και τούπε:
— Σε παρακαλώ να καθαρίσης(καθαρίζω掃除する) το δρόμο απ' αυτές μαγαρισιές. Το σκυλί τις έκανε κοντά στο σπίτι σου, κ' είνε χρέος(義務) σου να το κάνης.
— Όχι, κύριε, πιο κοντά στο δικό σου τις έκανε, κ' είνε δική σου υποχρέωσι(義務) να τις σκουπίσης(σκουπίζω掃除する).
— Όχι, αφέντη μου, εσύ οφείλεις(οφείλω義務がある) να τις σκουπίσης.
— Όχι, πασσά μου, εσύ οφείλεις . . .
Σιγά σιγά, με το «όχι! ναι!, όχι, ναι!» κόρωσε(κορώνω燃え上がる) η φιλονεικία(口論) κ' έφθασε ως στο δικαστήριο.
Τώρα, έτυχε, ακριβώς εκείνην την ημέραν, ο Χότζας να έχη πάη στο δικαστήριο, για να ιδή τον Καδή, που, όταν άκουσε την υπόθεσι(案件、訴え), γύρισε σ' αυτόν(ホジャ) και τούπε:
— Χότζα μου, λύσε(λύνω解く) συ τη διαφορά αυτών των ανθρώπων!
Ο Χότζας δέχτηκε και, γυρίζοντας στους δυο ανθρώπους, ρώτησε τον έναν απ' αυτούς.
— Ο δρόμος όπου μαγάρισε το σκυλί είνε δημόσιος;
— Ναι, αποκρίθηκεν εκείνος.
— Τότε, λέει ο Χότζας, ούτε συ ούτε ο άλλος δεν είνε υποχρεωμένος(義務がある) να σαρώση(σαρώνω掃く) τις ακαθαρσίες(汚物), αλλά ο Καδής! Αυτή είνε η πιο σωστή λύσις!(東洋文庫88、204頁)
105. — ΣΟΦΙΑ
知恵
Ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας είχε συνήθεια, κάθε φορά που έστελνε κανένα από τους μαθητές του να γεμίζη τη στάμνα(水差し) στη βρύση(泉), πρώτα να τον δέρνη(δέρνω殴る) κ' έπειτα να του δίνη στα χέρια τη στάμνα.
Μια μέρα, κάποιος φίλος του τονε ρώτησε.
— Γιατί το κάνεις αυτό, Χότζα;
— Το κάνω, απάντησε ο Χότζας, για νάχη(να έχει) τα μάτια του τέσσερα να μη σπάση(割る) τη στάμνα. Γιατί μια φορά(いったん〜) κ' έσπασε η στάμνα, τι οφελεί(ωφελώ利益がある) πια κι' αν τονε δείρω(δέρνω).(東洋文庫88、52頁)
106. — Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΦΟΥΡΝΟΥ
窯の話
Μια φορά, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας, επειδή του γκρεμίστηκε(γκρεμίζομαι壊れる) ο φούρνος(窯) του, έχτισε(χτίζω建てる) έναν άλλον, που τού 'βαλε(έβαλε付ける) την πόρτα του προς το νοτιά(南), και φώναξε, ύστερα, τους γειτόνους και τους φίλους για να του πουν(言う) τη γνώμη τους, αν(〜かどうか) τον έφτιαξε(φτιάχνω作る) καλά.
Εκείνοι ήρθαν, τον είδαν, κι' ο καθένας είπε τη γνώμη του: ο ένας έλεγε ότι η πόρτα έπρεπε νάταν(να ήταν) προς το βορηά(北), άλλος προς τη δύση(西), άλλος προτιμούσε την ανατολή(東), και ούτω καθεξής(等々), ώσπου(〜まで) έκαναν, τον κακομοίρη το Χότζα, να χάση τα πασχάλια του(途方に暮れる).
Σικλεντισμένος(戸惑って), τότε, και αγανακτισμένος(αγανακτώ怒る) που έκανε άδικα(無駄に) τον κόπο(努力), έπιασε(始める) και γκρέμισε(壊す) τον φούρνο, άμα(〜するやいなや) φύγανε οι γειτόνοι κ' οι φίλοι, και τον έχτισε απάνω σ' ένα κάρρο(κάρο手押し車), και ύστερα τους φώναξε πάλι.
Εκείνοι άμα τον είδαν, άρχισαν τα ίδια, μα, τώρα, ο Χότζας ήξερε τη δουλειά του, κ' έτσι, όταν ο ένας έλεγε το γνώμη του ότι η πόρτα του φούρνου θα ήταν καλλίτερα νάταν προς το βορηά, αυτός με ένα: «στάσου!» γύριζε αμέσως το φούρνο κ' έφερνε την πόρτα του προς το βορηά, ή όταν ο άλλος υπεστήριξε(υποστηρίζω支持する) ότι ο φούρνος θα ήταν πιο κόμοδος(便利な) αν είχε την πόρτα του προς την ανατολή, ο Χότζας πάλι γύριζε το φούρνο προς την ανατολή, και ούτω καθεξής(等々), ως που έκανε όλων τα χατήρια(χατίρι便宜).
Όταν οι γειτόνοι έφυγαν, είπε στη γυναίκα του:
— Καλλίτερον τρόπο απ' αυτόν(これよりいい方法) δεν μπορούσα ναύρω(να εύρω) για να κάνω όλων τα γούστα(全員の趣味に合わせる), και όχι τα δικά μου, βρε γυναίκα!
107. — ΤΑ ΒΡΕΤΗΚΙΑ
謝礼
Μια μέρα, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας έχασε το γάιδαρό του, κ' έβαλε(βάζω〜させる) το ντελάλη(触れ人) να φωνάζη στους δρόμους:
«Όποιος βρη αυτόν το γάιδαρο, θάχη(θα έχει) γι' αμοιβή του, κι' αυτόν και το καπίστρι(馬勒) του και το σαμάρι(荷鞍) του»(ロバを見つけてくれた人にはロバと馬勒と鞍をあげます).
108. — ΤΟ ΣΑΡΙΚΙ
ターバン
Κάποτε ο Χότζας, ενώ τύλιγε(τυλίγω巻く) το σαρίκι του στο κεφάλι του, για νάβγη(να βγει出かける) έξω, δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο να φέρη την άκρη του πίσω.
Το ξετύλιξε(ξετυλίγωほどく) και το τύλιξε, από την αρχή, μα, και πάλι τα ίδια!
Αφ' ου έτσι παιδεύτηκε(苦しむ) κάμποσο, αγανάκτησε(αγανακτώ怒る) και παίρνοντάς το(それを持って) στην αγορά ζήτησε να το πουλήση.
Κάποιος θέλησε να το αγοράση, κι' άρχισε να παζαρεύη(παζαρεύω値段交渉する).
Απάνω στο παζάρεμα(交渉), ο Χότζας σκύβει στ' αφτί του αγοραστή και του λέει:
— Το καλό που σου θέλω, μην το παίρνεις(悪いこと言わないからやめときな)! Δεν ξέρεις τι τζαναμπέτικο(これがどれだけ面倒くさい知らないだろ) είνε! Δε φέρνει ποτέ την άκρη του, πίσω, το άτιμο(クソ野郎だ)!(東洋文庫88、21頁)
109. — Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΡΠΟΥΖΙΩΝ
西瓜の話
Μια μέρα, ο Χότζας ανέβηκε στο βουνό για να μαζέψη ασπαλάθρους(ハリエニシダ、燃料にする) και πήρε μαζύ του δυο καρπούζια(西瓜).
Στο δρόμο δίψασε(διψώ喉が渇く), κ' επειδή δεν υπήρχε καμιά πηγή εκεί κοντά, κάθησε κ' έκοψε(κόβω切る) το ένα καρπούζι, για να σβύση(σβήνω消す) το δίψα του με την ψύχα(ψυχή) του(思う存分) και με το δροσερό ζουμί(汁) του.
Επειδή όμως βρήκε το καρπούζι αυτό άνοστο(まずい), το πέταξε, κ' έκοψε το άλλο, που ήταν καλό και τραγανό(かりかり), και τώφαγε(το έφαγε) μ' ευφροσύνη.
Ύστερα, αφού δρόσισε(δροσίζω冷やす) έτσι τα σωθικά του, σηκώθηκε και κατούρησε(おしっこする) απάνω στα κομμάτια του πρώτου καρπουζιού, και ξεκίνησε πάλι για τη δουλειά του.
Ανέβηκε στο βουνό, έκοψε τους ασπαλάθρους, τους φόρτωσε στο γάιδαρό του, και πήρε πάλι τον ίδιο δρόμο για να γυρίση στο σπίτι του.
Σε λίγο, έφθασε στο μέρος όπου είχε φάη το καρπούζι, κ' επειδή ο διάολος τώφερε(το έφερε) έτσι ώστε να διψάση(喉が渇く) πάλι υπερβολικά, δεν ήξερε τι να κάνη.
Έξαφνα, κοίταξε τα κομμάτια του πρώτου καρπουζιού, που ήσαν ριγμένα(捨てた), δω κ' εκεί(あちこち) απάνω στο δρόμο, κ' είπε:
— Για να ιδούμε!(試しに) Μπορεί(かもしれない) κανένα απ' αυτά τα κομμάτια νάνε(να είνε) ακατούρητο(おしっこなしの)!
Σκύβει, σηκώνει ένα κομμάτι, το κοιτάζει και λέει:
— Νά, αυτό είνε στεγνό(乾いた). Δεν τώφθασε(το έφθασε) το κάτουρό μου!
Και το τρώει. Ύστερα παίρνει ένα άλλο, λέει, πάλι: «κι' αυτό ακατούρητο!» και το τρώει όπως το πρώτο.
Έτσι, ένα, ένα, τάφαγε όλα.(東洋文庫88、130頁)
110. — ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΡΑΜΑΖΑΝΙΟΥ
断食月の日々
Μια χρονιά, όταν άρχιζε η νηστεία(断食) του Ραμαζανιού(断食月), ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας, για να μη ρωτά κάθε τόσο(時々) τι μέρα ήταν(何日か), και πόσες μέρες ήθελε(必要とする) ακόμα ναρθή(να ερθή) το Μπαϊράμι(バイラム祭まであと何日か), αποφάσισε να κρατήση μόνος του λογαριασμό(自分で数える), και σοφίστηκε(考え出す) τον ακόλουθον(次の) τρόπο(やり方): να ρίχνη κάθε πρωί ένα λιθαράκι(小石) σε μια στάμνα.
Ο μικρός του γυιός, που ήταν παιδί πολύ σκανταλιάρικο(いたずらな), είδε, μια μέρα, τον πατέρα που έρριχνε(未完ρίχνω) το λιθάρι στη στάμνα, κι' όταν έφυγε ο Χότζας, πήρε, έτσι για να παίξη(παίζωいたずらする), δυο φούχτες(ひとつかみ) λιθαράκια και τις έρριξε μέσα στη στάμνα. Ο Χότζας, εννοείται(もちろん), δεν κατάλαβε τίποτα, κ' εξακολουθούσε κάθε πρωί να ρίχνη το λιθαράκι του, ως ότου, ύστερα από μερικές ημέρες ήρθαν μερικοί φίλοι να τονε ιδούνε.
Απάνω στην ομιλία, πετάχτηκε κάποιος κ' είπε:
— Πόσες μέρες έχει σήμερα ο μήνας, βρε παιδιά:
— Σταθήτε(待て), είπε ο Χότζας, να ρωτήσω τη στάμνα και να σας πω!
Και τρέχει στη στάμνα, αδειάζει(αδειάζω中身をあける) τα λιθαράκια, τα μετρά(μετρώ数える) και τα βρίσκει εκατόν οχτώ. Μα σκέπτεται ότι αν πη ότι ο μήνας είχε 108, μπορεί να τον γελάσουν, γυρίζει, λοιπόν, και λέει ότι ο μήνας έχει 44.
Οι φίλοι έμειναν απορημένοι που τ' άκουσαν αυτό, και του παρατήρησαν:
— Πώς είνε δυνατό νάχη 44 ο μήνας, αφού όλοι οι μήνες δεν έχουν παρά πάνω από 28 το πολύ 29 μέρες.
— Ε! Λοιπόν, αν θέλετε κατά το λογαριασμό της στάμνας, ο μήνας έχει σήμερα 108!(東洋文庫88、68頁)
111. — Η ΕΥΧΗ ΚΙ' Ο ΚΛΕΦΤΗΣ
呪文と泥棒
Μια νύχτα, κει που κοιμόταν ο Χότζας, άκουσε απάνω στον ύπνο του(←) κάποιο ελαφρό(軽い) θόρυβο έξω στην αυλή.
Ανοίγει τα μάτια του, αφουγκράζεται(耳を澄ます) κι' αντιλαμβάνεται(気付く) ότι κάποιος προσπαθούσε(προσπαθώ努力する) έξω από την πόρτα να βρη τρόπο νάμπη(να μπει) μέσα.
— Ξέρεις, γυναίκα, την περασμένη νύχτα, που ήμουνα βεγγέρα(夕べの訪問) στου φίλου μου Τάδε, όταν εγύρισα αργά, παρατήρησα ότι δεν είχα μαζύ μου το κλειδί(鍵) της πόρτας. Για να μη σε ξυπνήσω, λοιπόν, ανέβηκα στην ταράτσα(テラス、屋上) με το φεγγάρι, είπα μέσα μου αυτήν την προσευχή(呪文) (κι' ο Χότζας είπε τα λόγια μιας προσευχής) και κατέβηκα από το φεγγίτη(小窓) στο σπίτι δίχως να πάθω τίποτα.
Ο κλέφτης άκουσε αυτά τα λόγια, κ' ύστερα από λίγη ώρα, όταν υπολόγισε(見積もる) πως όλοι κοιμόντουσαν μέσα στο σπίτι, ανέβηκε από το πίσω μέρος, στην ταράτσα, για να εφαρμόση(適用する) κι' αυτός τη μέθοδο του Χότζα.
Πράγματι βρήκε εκεί το φεγγίτη ανοιχτό, και μέσα απ' αυτόν ειρηνικά(平和的な) να γλυστρούνε(γλιστρώすべる) του φεγγαριού οι ακτίνες(光線). Πλησίασε στο φεγγίτη, είπε τη προσευχή του Χότζα, και πήδησε μέσα. Βρέθηκε σε μια σοφίττα(屋根裏), από κει σε μία μικρή σκάλα και τέλος σε μια κάμαρα σκοτεινή(暗い), που δεν ήταν άλλη παρά εκείνη όπου ο Χότζας κοιμόταν με τη γυναίκα του.
Μα, ο Χότζας δεν κοιμόταν. Το εναντίο(その反対に) είχε τα μάτια του γουρλωμένα(まん丸) σαν της γαρίδας(エビ), και μόλις ο κλέφτης έφθασε κοντά του, ψαχουλεύοντας(手探りする) μέσα στο σκοτάδι, τον άδραξε(αδράχνω捕まえる) από το γιακά(襟) και φώναξε στη γυναίκα του:
— Γυναίκα, γρήγορα(急いで), σήκω κι' άναψε το λύχνο(ランプ)! Τον έπιασα, τον κανάγια(ならず者)!
Και τότε, ο κλέφτης, που σε μια στιγμή κατάλαβε πως έπεσε αστόχαστα(うっかり) στην παγίδα(トラップ) που τούστησε(του έστησε)(στήνω立てる) ο Χότζας, είπε:
— Με την ησυχία σου, Χότζα μου! Μη φοβάσαι! Όσο έχεις εσύ εκείνην την ευχή(呪文), κ' εγώ έχω αυτό το κεφάλι(この頭脳), θα μ' έχεις εδώ ως(まで) το πρωί.(東洋文庫88、135頁)
112. — ΤΡΟΠΟΣ ΕΥΚΟΛΟΥ ΤΟΚΕΤΟΥ
安産の方法
Η γυναίκα του Χότζα, μια φορά, που ήταν ετοιμόγεννη(出産間近で), όταν της ήρθαν οι πόνοι, κάθησε πέντε μερόνυχτα(昼夜) στο σκαμνί(椅子), δίχως να πέφτη το παιδί, κ' υπέφερε(未完υποφέρω耐える) φοβερά.
Ανήσυχες(心配な) οι γυναίκες, που είχαν έρθη να την ξεγεννήσουν(接アξεγεννώ出産に立ち会う), πήγαν στο Χότζα και τούπαν:
— Αφέντη, δεν ξέρεις καμιά προσευχή(呪文) να πης για νάβγη(να έβγει) αυτό το παιδί;
Ο Χότζας σκέφθηκε μια στιγμή, κ' ύστερα με μια λάμψι(輝き) στα μάτια, σαν να τούρθε(του έρθε) μια φωτεινή(明るい) ιδέα, είπε στις γυναίκες:
— Σωπαίνετε(σωπαίνω黙る)! Το βρήκα!
Κι' αμέσως, κατέβηκε στο δρόμο, αγόρασε από έναν στραγαλατζή(ヒヨコ豆売り) δυο παράδων(貨幣単位) στραγάλια, γύρισε πάλι στο σπίτι, ανέβηκε στην κάμαρα του τοκετού(お産), είπε στις γυναίκες να τραβηχτούν(引き下がる) στην μπάντα(わき), έρριξε τα στραγάλια κάτω από το σκαμνί της γέννας(お産), κ' είπε με πεποίθησι(自信を持って):
— Τώρα, το παιδί θα ιδή τα στραγάλια και θα βγη! Σωπαίνετε!(東洋文庫88、213頁)
113. — ΤΟ ΚΑΦΤΑΝΙ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΣΑΜΑΡΙ ΤΟΥ ΓΑΪΔΑΡΟΥ
カフタンとロバの鞍
Μια μέρα, ο Χότζας πήγαινε με το γάιδαρό του στο χτήμα(κτήμα農地) του.
Στο δρόμο τούρθε(του ήρθε) να κάνη το ψιλό του νερό(おしっこをしたくなった).
Κατέβηκε από το γάιδαρό του, έβγαλε το καφτάνι του, τώρριξε(το έρριξε) απάνω στο σαμάρι(鞍), και τραβήχτηκε λίγο παράμερα(脇へ) για την ανάγκη του.
Στο αναμεταξύ, ένας κλέφτης πήρε το καφτάνι και τώβαλε(το έβαλε) στα πόδια(逃げ出した).
Όταν ο Χότζας γύρισε κοντά στο γάιδαρο, είδε με απορία(驚き) πως έλειπε το καφτάνι του.
— Πού είνε, ρε(μωρέ), το καφτάνι μου; λέει του γαϊδάρου.
Ο γάιδαρος, φυσικά, μιλιά(一言もない)!
— Έτσι είσαι συ; Νά, λοιπόν, κ' εγώ! λέει ο Χότζας.
Και παίρνοντας με αγανάκτησι το σαμάρι από τη ράχη του γαϊδάρου, το βάζει στη δική του ράχη(自分の背中), και προσθέτει:
— Φέρε το καφτάνι μου, να πάρης το σαμάρι σου!(カフタンを取り返してこい、鞍と交換だ)(東洋文庫88、137頁)
114. — ΤΑ ΦΑΡΔΟΜΑΝΙΚΑ
幅広の袖
Μια φορά, προσκάλεσαν το Χότζα σ' ένα γάμο. Ο Χότζας πήγε εκεί, όπως ήταν, με τα παληά του ρούχα, και για τούτο κανείς δεν τούδωσε(του έδωσε) προσοχή(注目), και μάλιστα αντελήφθηκε(αντιλαμβάνομαι気づく) τους συμπεθέρους(姻戚) που σιγανομιλούσαν(静かに話す) και συζητούσαν(συζητώ議論する) αν έπρεπε να τον κρατήσουν στο τραπέζι, μ' αυτό το χάλι(ひどい状態) που ήταν.
Δεν έχασε καιρό, μα, μονομιάς έτρεξε στο σπίτι του, φόρεσε το καινούργιο(新しい) του καφτάνι με τα φαρδειά(幅広い) μανίκια(袖), και γύρισε στο γάμο.
Μόλις τον είδε ο πατέρας του γαμβρού(γαμπρού婿) έτρεξε να τον συναπαντήση με μύριες περιποιήσεις και τιμές, και τον έβαλε να καθήση στην απάνω(上座に) μεριά(位置) του τραπεζιού(テーブル), δείχνοντάς του το δρόμο(案内する) και λέγοντας:
— Από δω Χότζα μου, από δω!(こちらへ、こちらへ)
Μα, την ίδια στιγμή, ο Χότζας έπιανε τα φαρδειά του μανίκια, τα άπλωνε εμπρός(前へ) και τους έλεγε με σεβασμό(敬意):
— Περάστε(περνώ通す), μανίκες μου περάστε! από δω, από δω!
Μερικοί προσκαλεσμένοι, που τονε γνώριζαν, τονε ρώτησαν γιατί τώκανε(το έκανε) αυτό.
— Ε! Φίλοι μου, τους αποκρίθηκε ο Χότζας, τη σήμερον(今日の) ημέρα(日) τα φαρδομάνικα έχουν την τιμή.(東洋文庫88、50頁)
115. — ΤΟ ΚΑΦΤΑΝΙ ΤΟΥ ΚΑΔΗ
裁判官のカフタン
Μια μέρα, ο Καδής πήγε μεθυσμένος(酔った) στ' αμπέλι του, κ' εκεί, μην μπορώντας πια να κρατηθή(κρατιέμαι支える) στα πόδια του από το βάρος(〜のために) του κρασιού(ワイン) που είχε μέσα του, έπεσε σαν ένα γουρούνι(豚), μέσα σ' ένα χαντάκι(溝) που περνούσε πλάι από τ' αμπέλι του, κι' αποκοιμήθηκε(αποκοιμιέμαι寝入る) βαθειά.
Κατά σύμπτωσι(偶然にも), εκείνην την ημέρα, ο Χότζας είχε βγη με το μαθητευόμενό(弟子) του, στον κάμπο(野原), για περίπατο, και περνώντας απ' εκείνο το μέρος, είδε τον Καδή που ήταν ξαπλωμένος στο χαντάκι, αναίσθητος(無意識の) από το μεθήσι.
— Αυτόν δεν τον λυπούμαι(可哀想に思う) που κυλιέται(κυλιέμαι転がる) εκεί μέσα στον βούρκο(泥), είπε στο μαθητευόμενό του. Τώρα βρίσκεται στ' αληθινό του στοιχείο(要素)! Μα, λυπούμαι αυτό το καφτάνι, που λερώνεται(λερώνομαι汚れる) μαζύ του στης λάσπες(泥)! Κρίμα(残念) ένα τέτοιο ωραίο καφτάνι! Σήκωσ' το από κει!
Ο μαθητευόμενος έσκυψε, σήκωσε το καφτάνι, και τώδωσε(το έδωσε) του Χότζα, που τώρριξε(το έρριξε) αμέσως στους ώμους του, κ' έφυγαν από το μέρος εκείνο.
Κατά το δειλινό, ξύπνησε τέλος ο Καδής και βλέποντας πως του έλειπε το καφτάνι, έτρεξε στο Δικαστήριο, κ' έστειλε τους κλητήρες(κλητήρας下級役人) για να ψάξουνε παντού για το καφτάνι.
Οι κλητήρες περνώντας από ένα δρόμο, αντάμωσαν το Χότζα που φορούσε ακόμα το καφτάνι του Καδή.
Τον έπιασαν αμέσως και τον ωδήγησαν(οδηγώ導く) στο Δικαστήριο, όπου ο Καδής του είπε:
— Ε! Χότζα! Πού βρήκες αυτό το καφτάνι;
— Καδή μου, απάντησε ο Νασρ-εν-Ντιν, είχα βγη περίπατο με το μαθητευόμενό μου, και κει που πηγαίναμε, είδαμε ένα μεθυσμένο, που κοιμόταν σα γουρούνι μέσα σ' ένα χαντάκι, με όλον του πισινό(尻) του έξω. Ο μαθητευόμενός μου έσκυψε και τονε(尻) σκέπασε(σκεπάζω覆う), κ' εγώ πήρα αυτό το καφτάνι και σκέπασα το πρόσωπό μου από ντροπή. Αν είνε δικό σου, πάρ' το·(もしあなたの物ならどうぞ)
Φαντάζεσθε(φαντάζομαι推測する), βέβαια(もちろん), την απάντησι του Καδή.
— Όχι, όχι! πάρ' το αποδώ(ここから、さっさと持っていけ)! Δεν είνε δικό μου! είπε με αξιοπρέπεια(威厳), κ' έφυγε βιαστικά από την πισινή(後部の) πόρτα της σάλας(σάλαサロン).(東洋文庫88、194頁)
116. — ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΜΕ ΤΟ ΒΑΣΙΛΗΑ
王とのひとこま
Μια φορά, οι συχωριανοί του Χότζα τον έστειλαν αντιπρόσωπό(代表) τους στον αντιβασιλέα(摂政) της χώρας. Ο αντιβασιλέας τον εδέχτηκε με μεγάλες περιποιήσεις, και τον παρεκάλεσε να μείνη μερικές ημέρες στο σπίτι του. Μάλιστα, για να δείξη ακόμα καλλίτερα την ευαρέσκειά(満悦) του, διωργάνωσε(διοργανώνω開催する) ένα κυνήγι(猟) όπου τον προσκάλεσε να λάβη(λαμβάνω) μέρος(参加する) πρώτος ανάμεσα στους πρώτους.
Μα, επειδή είχε ακούση ότι ήταν άνθρωπος ευτράπελος(愉快な), πρόσταξε(προστάζω命ずる) επίτηδες(わざと) να του δώσουν ένα άλογο(馬) που δεν περιπατούσε(歩く) καθόλου, για να ιδή τι θάκανε(θα έκανε).
Λοιπόν, συνέβη στο δρόμο που πήγαιναν ν' αρχίση να βρέχη(βρέχει雨), κι' ο καθένας βιάστηκε(βιάζομαι急ぐ) να τρέξη πιο γρήγορα για να βρη(βρίσκω) κανένα δένδρο ή άλλο καταφύγιο για να μη βραχή(βρέχομαι濡れる), ενώ το οκνό(のろい) άλογο του Χότζα περπατούσε(περπατώ歩く) σαν την μυίγα(μύγαハエ).
Ο Χότζας δεν ανησύχησε απ' αυτό, αλλά με όλη τη συνηθισμένη του αταραξία(平然) έβγαλε(脱ぐ) τα ρούχα του, τάκανε(τα έκανε) μπόγο(包み), και τάβαλε(τα έβαλε) από κάτω του(体の下に置いた), κι' όταν σταμάτησε η βροχή, τα έβγαλε(取り出す) πάλι στεγνά(乾いた) από κει που τάχε(τα είχε βάλει置いた場所から), τα φόρεσε και πήγε στο μέρος που ήταν ο αντιβασιλέας με την ακολουθία(一行) του.
— Πώς; Εσύ δε βράχηκες; τούπε ο αντιβασιλέας, απορημένος(戸惑って).
— Α! είπε ο Χότζας. Εμένα το άλογό μου πετούσε(πετώ飛ぶ) σαν την αστραπή(稲妻), και βλέπεις, ούτε σταγόνα(滴) δεν έπεσε απάνω μου.
Παραξενεύτηκε(不思議がる) ο αντιβασιλέας που άκουσε νάχη τέτοια προτερήματα(長所) το άλογο εκείνο, που ως τότε το θεωρούσε(θεωρώみなす) το χειρότερο(最悪) απ' όλα του σταύλου του, κι' όταν ύστερα από δυο μέρες βγήκε πάλι στο κυνήγι, καβαλλίκεψε ο ίδιος εκείνο, δίνοντας στο Χότζα ένα άλλο.
Κατά σύμπτωσι, άρχισε κ' εκείνην την ημέρα να βρέχη, κι' όλοι φεύγαν, ενώ ο βασιληάς(βασιλιάς王) δεν μπορούσε να κάνη ούτε βήμα, μ' εκείνο το οκνό άλογο, κ' έγεινε μούσκεμα(すぶぬれ) από τη βροχή.
Όταν ο αντιβασιλέας ξανάδε(ξαναβλέπω) το Νασρ-εν-Ντιν, του είπε με οργή συνάμα και με παράπονο:
— Σου άρμοζε(αρμόζω相応しい) αυτό που μούκανες(μου έκανες), ύστερα από τόσες περιποιήσεις(もてなし) που είδες από μένα, να με κοροϊδέψης(κοροϊδεύω笑いものにする) και να με κάνης να βραχώ;
— Βασιληά μου, απάντησε ο Χότζας. Γιατί θυμώνεις; Δεν είχες τοσηδούλα(τοσοδάささやかな、指小辞) σκέψι(考え), όπως είχα εγώ(私のような), να βγάλης τα ρούχα σου, και να τα φορέσης άμα θα τέλειωνε η βροχή;(東洋文庫88、168頁)
117. — Ο ΤΥΡΑΝΝΟΣ
独裁者
Μια χρονιά, στην επαρχία(地方) του Χότζα διωρίστηκε(διορίζομαι就任する) ένας διοικητής(総督), που επειδή είχε μια φορά πιάση(浮気に現場を捕まえた) την πεντάμορφη(非常に美しい) γυναίκα του αγκαλιά(抱きしめて) μ' ένα σιχαμερόν(むかつく) Αράπη(エジプト人) (14) , πήρε από τότε όρκο(誓い) και συνήθεια, σ' όποιον τόπο πήγαινε διοικητής, να κόβη το κεφάλι κάθε ανθρώπου που παρουσιαζότανε σ' αυτόν, αφού τούκανε(του έκανε) πρώτα κρυφά(こっそり) μερικές ερωτήσεις(質問をしてから首をはねた).
Γι' αυτό, οι κάτοικοι τον ωνόμαζαν(ονομάζω名付ける) τύραννο, κ' έτρεμαν(τρέμω震える) και σ' αυτό το άκουσμα του ονόματός του(名前を聞くだけで). Τώρα, οι συχωριανοί του Χότζα, αναγνωρίζοντας τη μεγάλη του εξυπνάδα(賢さ), και τις άλλες αρετές(徳) του, εστήριξαν(στηρίζω当てにする) σ' αυτόν όλες της ελπίδες τους, ότι θα τους έσωζε(σώζω救う) από το κακό.
Ο Χότζας κολακευμένος(お世辞を言われて) υπερβολικά από την εμπιστοσύνη(信頼) αυτή που έδειχναν οι συχωριανοί του στην ικανότητά του, δέχτηκε(同意する) να πάη στον τύραννο για να τον πείση(πείθω説得する) να πάψη(παύωやめる) πια να σκοτώνη(σκοτώνω殺す) χωρίς λόγο(理由) τους ανθρώπους.
Λοιπόν, μόλις παρουσιάστηκε μπροστά στο διοικητή τούπε με θάρρος:
— Πασσά μου! Τι ευχαρίστησι βρίσκεις να σκοτώνης τους ανθρώπους, που δε σου κάνανε τίποτα, οι κακόμοιροι; Δε φοβάσαι το Θεό;
— Τώρα θα καταλάβης, είπε ο τύραννος. Έλα πιο κοντά!
Ο Χότζας πλησίασε, κι' ο Πασσάς έσκυψε στ' αφτί του και τούπε:
— Πες μου· παντρεμένος είσαι ή ανύπαντρος(独身);
Απάντησε ο Χότζας:
— Νόστιμη(面白い) ερώτησι, αλήθεια! Σ' αυτήν την ηλικία μπορεί νάμαι(να είμαι) ανύπανδρος; Βέβαια, παντρεμένος είμαι(もちろん既婚者です).
— Ε! Λοιπόν, κ' εγώ ίσα-ίσα(まさに) αυτούς(結婚してる男) γυρεύω(探す), κι' αυτούς σκοτώνω, γιατί δεν πρέπει να ζουν τέτοιοι άνθρωποι.
Σαν άκουσε αυτά τα λόγια ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας, κόπηκαν(κόβομαι) τα ήπατά(主、肝臓) του(肝をつぶした), και τούρτουλας(τουρτούρα震え) τον έπιασε σ' όλο του το σώμα, καθώς, μάλιστα, έβλεπε το διοικητή να κάνη κάποιο νόημα(合図) στο Δήμιο(処刑人).
Κατώρθωσε ως τόσο(それにも関わらず) να ξαναβρή(ξαναβρίσκω回復) την ψυχραιμία(冷静さ) του και τούπε:
— Πασσά μου! Στάσου! Μη βιάζεσαι(急ぐ)! Ρώτησέ με πρώτα να ιδής αν άφησα(別れる) τη γυναίκα(妻) μου ή την έχω, ή αν την άφησα και την ξαναπήρα(ξαναπερνώ同じ女と再婚), ή αν πέθανε και ξαναπαντρεύτηκα(ξαναπαντρεύομαι). Μα, κι' αν τώκανα(το έκανα), συ είσαι καλός άνθρωπος, συγχώρησέ με! Όρκο(誓い) βάζω να μη το ξανακάνω!
Ο τύραννος γέλασε με την καρδιά του, σ' αυτά τα λόγια, κ' έπαψε πια να σκοτώνη τους ανθρώπους, επειδή ήσαν(ήταν) παντρεμένοι(結婚しているという理由で男を殺すことはなくなった).
118. — ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΔΥΟ ΠΟΡΤΕΣ
二つドアのある家
Μια μέρα, ο Χότζας αντάμωσε στο δρόμο μερικούς ιεροσπουδαστές(神学生), άλλοτε(かつて) μαθητές του, κι' αφού τους ρώτησε πώς ήσαν, τους είπε:
— Δεν ξέρετε πόσο χάρηκα(χαίρομαι嬉しい) που σας είδα. Έρχεσθε στο σπίτι μου να σας κάνω σήμερα το τραπέζι;
Εκείνοι δέχτηκαν μ' ευχαρίστησι την πρόσκλησι κι' ακολούθησαν τον παληό δάσκαλό τους.
Όταν έφθασαν στο σπίτι, και μπήκαν στην αυλή, ο Χότζας τους παρακάλεσε να περιμένουν μια στιγμή έξω ως που να μπη μέσα αυτός και να ειδοποιήση(ειδοποιώ知らせる) τις γυναίκες ν' αποσυρθούν(αποσύρομαι引っ込む), κι' ανεβαίνοντας απάνω είπε στη γυναίκα του.
— Βρε, γυναίκα, κοίταξε πώς θα με γλυτώσης(γλυτώνω救う) απ' αυτά τα παιδιά.
Η γυναίκα τότε κατέβηκε και είπε στους μουσαφιρέους(ゲスト).
— Το Χότζα θέλετε; Δεν είνε μέσα!
— Μα, πώς δεν είνε μέσα, αφού ήρθε μαζύ μας; ρώτησαν μ' έκπληξι οι νέοι, κι' άρχισαν να συζητούν ζωηρά με τη γυναίκα του Χότζα.
Έξαφνα ακούνε τη φωνή του Χότζα, που είχε βγάλη το κεφάλι του έξω απ' το παράθυρο του οντά του κ' έλεγε από ψηλά:
— Ε! Κύριοι! Τι μαλώνετε άδικα; Το σπίτι αυτό έχει δυο πόρτες. Ίσως(たぶん彼は〜) να βγήκε(ア) από την άλλη, κ' έφυγε(ア)!(東洋文庫88、105頁)
119. — Η ΓΑΛΙΑΝΔΡΑ
ひばり
Μια μέρα, ο Χότζας περνώντας έξω από ένα ξένο περιβόλι, σκαρφάλωσε(登る) το φράχτη(柵), πήδησε μέσα, ανέβηκε σε μια βερυκοκιά(杏の木) κι' άρχισε να τρώη με λαιμαργία(貪欲) τους μικρούς εύχυμους(ジューシーな) καρπούς.
Έξαφνα παρουσιάζεται ο φύλακας του κήπου και του φωνάζει.
— Βρε, κύριε, τι κάνεις εκεί απάνω;
Απάντησε ο Χότζας:
— Δε βλέπεις τι κάνω; Κουρνιάζω(木に止まってる)! είμαι γαλιάνδρα(ひばり)!
— Γαλιάνδρα είσαι; Κελάιδησε(κελαηδώさえずる), λιγάκι, ν' ακούσω.
Ο Νασρ-εν-Ντιν άρχισε να τερετίζη(τερετίζωさえずる) ένα σκοπό(曲).
— Βρε, τι κελάιδισμα είνε αυτό; φώναξε ο φύλακας.
— Μα, βλέπεις, τώρα μόλις βγήκα από τ' αυγό και δεν ξέρω ακόμα, καλά να κελαϊδώ, είπε ο Χότζας.(東洋文庫88、23頁)
120. — Η ΓΥΝΑΙΚΑ
妻
Μια νύχτα, μερικοί κλέφτες μπήκαν στο σπίτι του Χότζα. Μα, όσο κι' αν έψαξαν σ' όλες τις κάμαρες, δεν μπόρεσαν να βρουν τίποτα άξιο λόγο για να πάρουν.
Ήσαν σικλεντισμένοι, κ' ετοιμάζουνταν να φύγουν, όταν, περνώντας μέσα από μια κάμαρα, είδαν πλαγιασμένους στο κρεββάτι τους και βυθισμένους(沈む) σε βαθύν ύπνο, το Χότζα και τη γυναίκα του, και πλάι στο κρεββάτι, δεμένο ένα αρνί(羊), που κοιμόταν, επίσης(同様に).
Είπε τότε ο ένας απ' αυτούς:
— Ξέρετε λοιπόν, τι να κάνωμε για να μην πάη χαμένη(無駄な) η επίσκεψί μας; Να σκοτώσωμε το Χότζα, ύστερα να σφάξωμε τ' αρνί και να το ψήσωμε(ψήνω焼く) και να καθήσωμε να γλεντήσωμε(楽しむ) με τη γυναίκα . . .
Οι άλλοι επιδοκίμασαν(賛成する) την πρότασι(提案) του συντρόφου(仲間) τους, και ήσαν έτοιμοι να την εκτελέσουν(εκτελώ), όταν ξαφνικά, το ανδρόγυνο, που άκουσε απάνω στον ύπνο του αυτήν την ομιλία, άρχισε να κουβεντιάζη σιγανά·
— Άκουσες, γυναίκα; έλεγε ο Χότζας.
— Ναι, Χότζα μου, απαντούσε η γυναίκα του. Μα, τι να κάνωμε; Ό,τι μας είνε γραφτό απ' τη μοίρα(運命), δεν μπορούμε να το αποφύγωμε(接アαποφεύγω避ける).
— Βέβαια, γυναίκα, συ μιλάς στα σίγουρα(確かに), γιατί δεν έχεις τίποτα να πάθης, είπε ο Χότζας, μα, ρωτάς εμένα και τ' αρνί αν μπορούμε νάχουμε(να έχουμε) ησυχία;(お前は助かるからな。だが、わしとこの羊も安心できるか聞いてくれないか)
Οι κλέφτες, που άκουσαν αυτόν τον διάλογο, γέλασαν, άφησαν την επιχείρησι(仕事) κ' έφυγαν (15)(東洋文庫88、135頁) ·
121. — Ο ΣΥΓΓΕΝΗΣ
親戚
Μια μέρα, ο Χότζας δέχτηκε την επίσκεψι(訪問) ενός ξένου, που άρχισε να του κάνη παράπονα και να του λέη.
— Είνε δυνατόν να μη με γνωρίζης, και να μη θυμάσαι(思い出す) τους δεσμούς(絆) που μας ενώνουν(ενώνω結ぶ);
Ο Χότζας απόρησε κι' απάντησε.
— Δεν καταλαβαίνω τίποτα απ' όσα μου λες, άνθρωπέ μου!
Ο άλλος είπε:
— Όταν η μητέρα σου ήταν κόρη, ο πατέρας μου την αγαπούσε κ' είχε μεγάλον πόθο(欲望) να την κάνη γυναίκα του. Λοιπόν, αν την παντρευόταν, μεις δε θάμαστε(θα έμαστε), σήμερα, αδέρφια;
— Μωρέ, καλά μου λες(そのとおりだ), ξεφώνησε ο Χότζας.
Κ' ύστερα από λίγη σκέψι:
— Ώστε, πα να πη(πάει να πειつまり), μ' αυτήν την συγγένεια(親戚関係), εγώ γίνωμαι(γίνομαι) κληρονόμος(相続人) σου κ' εσύ δικός μου.
122. — Η ΜΑΣΤΙΧΑ
ガム
Ένα μεσημέρι(正午), ο Χότζας μασσούσε(μασώ噛む) μαστίχα(ガム), όταν η γυναίκα του τού φώναξε να καθήση(κάθομαι) στο τραπέζι(食事に呼ばれた).
Ο Νασρ-εν-Ντιν έβγαλε τη μαστίχα από το στόμα του, την κόλλησε(κολλώくっつける) στην άκρη της μύτης του, κι' άρχισε να τρώη(ガムを鼻の頭につけて食事を始めた).
Τον είδε ο μικρός του γυιός κ' έμπηξε(μπήγω急に〜しだす) ένα γέλιο.
— Τι γελάς, βρε; του κάνει ο πατέρας του.
— Γι' αυτό που κάνεις, απαντά ο γυιός.
— Σου φαίνεται παράξενο, βρε μάγκα(不良); Ε! Λοιπόν, μάθε ότι ο άνθρωπος πρέπει νάχη(να έχει) τα πράγματά του πάντα μπρος στα μάτια του.(東洋文庫88、270頁)
123. — ΤΟ ΖΕΡΒΟ ΑΛΟΓΟ
ぎっちょの馬
Μια μέρα, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας πήγε με μερικούς του φίλους εκδρομή(遠足), με άλογο. Το βράδυ φθάσανε σ' ένα μέρος, όπου ξεπέζεψαν(ξεπεζεύω馬から降りる), φάγανε και πέσανε και κοιμήθηκαν.
Μα, το πρωί, ο Νασρ-εν-Ντιν ψάχνει να βρη το άλογό του, και δεν το βρίσκει ανάμεσα στ' άλλα.
— Φίλοι, φωνάζει, φίλοι, έχασα τ' άλογό μου!
οι άλλοι άρχισαν να γελούν, κι' ανεβαίνουν ο καθένας στ' άλογό του.
Περισσεύει(περισσεύω余る) ένα άλογο.
— Νά, τ' άλογό σου! του λένε.
— Βρε τον κρυφτούλι(かくれんぼ) ήθελες να μου παίξης πρωί, πρωί, λέει ο Χότζας στο άλογο, και πλησιάζει να το καβαλλικέψη(καβαλικεύω).
Μα, πάει από τη δεξιά πλευρά του ζώου και βάζει(置く) το αριστερό του πόδι στη σκάλα κ' έτσι βρίσκεται στη σέλλα(鞍) με το πρόσωπό του γυρισμένο(向く) προς τα καπούλια(尻) του αλόγου.
— Τι έπαθες, Χότζα, ανάποδα κάθησες; του φωνάζουν οι άλλοι.
— Δεν κάθησα ανάποδα, απαντά ο Χότζας, μα, τ' άλογο θάνε(θα είνε) ανάποδο(逆に) και ζερβό(左).(わしは逆向きに乗っているではない。馬が逆向きだったようだ。ぎっちょの馬だな)(東洋文庫88、9頁)
124. — Ο ΚΑΘΑΡΜΟΣ
清め
Μια μέρα, που ήτανε στο κτήμα του, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας έκανε τον καθαρμό του (16) σ' ένα ρέμα(川), όταν ξαφνικά το νερό παράσυρε(παρασύρω流す) το ένα του παπούτσι(靴), που τώχε(το είχε) ακουμπήση(置く) απάνω στην όχθη.
Ο Χότζας έμεινε σαστισμένος, μια στιγμή. Ύστερα σηκώθηκε στα πόδια του, γύρισε τα οπίσθιά(尻) του προς το ποτάμι, άφησε μια πορδή(おなら) και είπε:(清めの代償として靴を取られたと考えて、清めを帳消しにした)
— Άει στο καλό(永遠におさらば) και συ κ' η υποχρέωσί(義務) σου!(お前とはもうおさらばだ、お前にはもう用がない、クソくらえ)
Πάρε πίσω τον Καθαρμό σου, και δος μου το παπούτσι μου!(清めは返してやるから、靴をかえせ)(東洋文庫88、20頁)
125 — Ο ΜΙΣΟΣ ΚΑΘΑΡΜΟΣ
半分の清め
Άλλη μια μέρα, ενώ ο Χότζας έκανε τον Καθαρμό του σε μιαν αμπολή(灌漑施設), το νερό ξαφνικά κόπηκε(κόβομαι) πριν αποτελειώση(終わる).
Άρχισε, λοιπόν, να προσεύχεται έχοντας το ένα πόδι σηκωμένο, και στέκοντας στο ένα του πόδι, σαν ένας πελαργός(コウノトリ).
— Τι κάνεις εκεί; τονε ρώτησε κάποιος που περνούσε απ' εκεί.
— Το πόδι αυτό, απάντησε ο Χότζας, δεν έκανε τον καθαρμό του.(東洋文庫88、27頁)
126. — Η ΔΙΑΘΗΚΗ
遺言
Κάποτε, ο Χότζας, κάνοντας τη διαθήκη(遺言) του, είπε στον Καδή, που του την έγραφε, να γράψη ότι η επιθυμία του κ' η θέλησί του ήταν, όταν θα πεθάνη να τον θάψουνε(θάβω埋葬する) σ' έναν παληόν και γκρεμισμένο(壊れた) τάφο.
Όταν ο Καδής τονε ρώτησε: «Γιατί;» Ο Χότζας αποκρίθηκε:
— Για ν' αποκριθώ στους αγγέλους(天使) που θάρθουν(θα έρθουν) να μας κρίνουν: «Εμένα με κρίνατε! Δεν βλέπετε τον τάφο μου πούνε(που είνε) γκρεμισμένος κι' ανοιχτός;»
127. Ο ΧΟΤΖΑΣ ΖΗΤΙΑΝΟΣ
乞食のホジャ
Μια φορά, ο Χότζας ταξιδεύοντας σε μια μακρυνή πολιτεία, έπεσε στα χέρια ληστών, που του πήραν ό,τι είχε και δεν είχε και τον άφησαν σχεδόν γυμνό στην ερημιά(荒野).
Όταν έφυγαν, ο Χότζας πήρε πεζή(徒歩で) το δρόμο, κ' ύστερα από πολλά βάσανα(苦労) και κακουχίες(苦難) έφθασε σε μια πολιτεία, όπου επειδή πεινούσε(πεινώ腹ぺこ) υπερβολικά και ήταν πεθαμένος από την κούρασι(疲れ), επήγε(πηγαίνω) και χτύπησε την πόρτα του πρώτου σπιτιού που είδε μπρος του, για να ζητήση(ζητώ) ένα κομμάτι ψωμί να κατευνάση(κατευνάζω和らげる) την πείνα του, κ' ένα μικρό μέρος(場所) να ξαποστάση(ξαποσταίνω休息する).
Κατέβηκε και του άνοιξε ο ίδιος ο νοικοκύρης, που βλέποντας από την όψι(顔) του πως ήτανε ζητιάνος(乞食), έκανε(振りをする) το δούλο(召使い), και τούπε(του είπε) δίχως να του δώση καιρό να μιλήση:
— Δεν είνε εδώ τ' αφεντικά(主人), αυτήν την ώρα!
— Φίλε μου, του απάντησε ο Χότζας, εγώ ζητάω μια μπουκιά(一口) ψωμί, τ' αφεντικά σου τι να τα κάνω(何の関係がある);
128. — ΣΤΟΝ ΞΕΝΟ ΚΗΠΟ
他人の庭で
Μια μέρα, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας μπήκε σ' έναν μεγάλο ξένον κήπο, κι' άρχισε να τινάζη(τινάζω揺する) τα καρποφόρα δένδρα, και να γεμίζη(γεμίζω詰める) με τους καρπούς που πέφταν χάμου, (αχλάδια(西洋梨), ροδάκινα(桃), ρόδια(ざくろ) και άλλα) ένα δισάκκι(鞍袋) που είχε μαζύ του.
Ενώ καταγινόταν(καταγίνομαι従事する) σ' αυτήν την έντιμη(高貴な) εργασία, μπαίνει, ξαφνικά, μέσα, ο φύλακας του κήπου, και του κάνει:
— Ε! Τι θέλεις εδώ, Χότζα;
Ο Χότζας ταράχτηκε και τάχασε(τα έχασεあわてる), μια στιγμή, μα χωρίς να δείξη καθόλου την ταραχή του, είπε με το πιο φυσικό ύφος:
— Α! Καλά που ήρθες, καϋμένε, να μου δείξης την πόρτα. Γιατί την περασμένη νύχτα ενώ γύριζα στο σπίτι μου από κάποια συναναστροφή(集会), — συ, καλότυχε(幸運な), εκείνην την ώρα, θάσουν(θα ήσουν) πλαγιασμένος(横になる) στην αγκαλιά(抱擁) της ώμορφης(όμορφης) γυναικούλας σου, και δε θα πήρες χαμπάρι(知らせ), — φύσηξε άνεμος δυνατός, και με σήκωσε και μ' έρριξε εδώ μέσα. Κι' από κείνην την ώρα ψάχνω για την πόρτα, και δεν μπορώ να την εύρω.
— Καλά, του λέει ο κηπουρός(庭師), μα, αυτά τα φρούτα ποιος(誰が) τα σώριασε(σωριάζω積み重ねる) δω χάμου;
— Ο άνεμος ήταν, όπως σου είπα, δυνατός, απαντά ο Χότζας, και κάθε στιγμή με σήκωνε(σηκώνω持ち上げる) απάνω, και με παράδερνε(未完παραδέρνωゆする) απ' εδώ κι από κει. Εγώ πιανόμουν(πιάνομαιしがみつく) από τα κλαδιά(枝), όσο μπορούσα πιο σφιχτά(固定した) και δίχως να το θέλω μου μέναν οι καρποί στα χέρια μου, που φυσικά τους παρατούσα(放棄する), για να πιαστώ(アπιάνομαι) από κανέναν άλλον κλάδο. Έτσι πέφταν και σωριάζουνταν χάμου.
— Καλά, λέει πάλι ο κηπουρός. Μα, αυτά που είνε μέσα στο δισάκκι σου ποιος τάβαλε(τα έβαλε);
— Ίσα ίσα κ' εγώ αυτό καθόμουν και σκεπτόμουν τη στιγμή που έφθασες, απαντά ο Χότζας(ちょうどそのことを考えていたところなんだよ). Μήπως ξέρεις εσύ να μου το εξηγήσεις(εξηγώ説明する)(あんた知らんかね);(東洋文庫88、102頁)
129. — ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ
謎々
Μια μέρα, ένας φίλος του Χότζα έβαλε μέσα στα χέρια του(自分の) ένα αυγό και τούπε:
Αν βρης τι κρατώ μέσα στα χέρια μου, θα σου το δώσω να κάνης ομελέττα.
Ο Νάσρ-εν-Ντιν τούπε.
Πες μου μονάχα τι σχήμα(形) έχει, να σου το βρω αμέσως.
— Το απ' έξω είναι άσπρο, και το από μέσα του(←) κίτρινο.
Ο Χότζας σκέφθηκε λιγάκι κ' είπε:
— Το απ' έξω το βρήκα . . . Στάσου, πρόσθεσε θριαμβευτικά(勝ち誇って), και τ' από μέσα το βρήκα. Κούφανες(未完κούφωνες、κουφώνωくりぬく) μια ρέβα(カブ) κ' έβαλλες(アέβαλες、βάζω) μέσα ένα καρότο(にんじん).(東洋文庫88、48頁)
130. ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΜΠΑΪΡΑΜΙ
毎日が祭り
Κάποτε ο Χότζας, ταξιδεύοντας, μπήκε σε μια πόλι όπου είδε τους κατοίκους συναγμένους στους κήπους μπρος σε τραπέζια στρωμένα(広げた) με πλήθος φαγητά, και να τρώνε, να πίνουν και να γλεντούν.
Φώναξαν κι' αυτουνού(αυτούそこで) να κοπιάση(κοπιάζωご足労ですが〜) και να καταδεχθή(καταδέχομαι召し上がる) από τα φαγητά τους.
Όταν έφαγε και την τύλωσε(τυλώνω腹一杯食べる) καλά, ο Χότζας είπε με θαυμασμό:
— Μωρέ, τι ευλογημένος(幸福な) τόπος είνε αυτός, όπου τα φαγητά είνε τζάμπα(無料で);
Κάποιος πλαϊνός(隣の) του, που του άκουσε, τούπε:
— Βρε, ηλίθιε(白痴), σήμερα είνε Μπαϊράμι(祭), κι' ο καθένας μας έφερε κάτι τι(κατιτί何か) εδώ από το σπίτι του, για να γιορτάσωμε(γιορτάζω祝う) όλοι μαζύ, για την καλή χρονιά(謹賀新年).
Κι' ο Χότζας σηκώνοντας τα μάτια του στον ουρανόν:
— Θεέ μου! λέει, κάνε νάνε(να είνε) κάθε μέρα Μπαϊράμι, όσο είμαι εδώ!(東洋文庫88、60頁)
131. — Η ΧΕΛΩΝΑ
亀
Μια μέρα, ο Χότζας, ενώ ώργωνε(οργώνω耕す) το χωράφι(畑) του, βρήκε μια χελώνα(亀).
Την πιάνει, τη δένει μ' ένα σπάγγο(ひも), την κρεμά από τη ζώνη του και της λέει:
— Κοίτα, τώρα, να μάθης πως οργώνουν τα χωράφια, αν ψοφήση(ψοφώ死ぬ) καμιά φορά το βόδι μου, να σε μεταχειρισθώ(μεταχειρίζομαι使う).
Επειδή η χελώνα τινάζονταν(τινάζομαι飛び上がる) και ταράζονταν(ταράζομαι揺れる) απάνω του, ο Χότζας της είπε πάλι.
— Ε! Πιο ήμερα!(もっとおとなしくしろ) Έτσι δε θα μάθης ποτέ(それでは身につかんな). Κοίτα το βόιδι τι ήσυχο που είνε!(牛を見ろ、あのなんとおとなしいことを)(東洋文庫88、261頁)
132 — Η ΣΥΝΗΘΕΙΑ
習慣
Μια μέρα, κάποιος φίλος του, ρώτησε το Χότζα:
— Πώς τα περνάς(やっていく) με τη Δυστυχία;
— Πολύ καλά, δόξα τω Θεώ! απάντησε ο Χότζας.
— Πώς γίνεται να δυστυχή(δυστυχώ不幸である) κανείς και να τα περνά καλά(楽しむ), ρώτησε ο φίλος με γέλιο . .
— Ε! αδερφέ μου, το συνήθισα(συνηθίζω慣れる) πια, απάντησε ο Χότζας, και για τούτο τα περνώ καλά μαζύ της.
133. — ΔΙΚΗ ΜΕ ΕΒΡΑΙΟΝ(ユダヤ人)
Μια μέρα, ο Χότζας, καθισμένος στον οντά του, επειδή δεν είχε τίποτα άλλο να κάνη, σήκωνε κάθε στιγμή τα χέρια του στον ουρανό κ' έλεγε με δυνατή φωνή:
— Θεέ μου, στείλε(命アστέλνω送る) μου χίλια δηνάρια(貨幣の単位), που τάχω(τα έχω) ανάγκη. Αν είνε 999, δεν τα θέλω.
Λοιπόν, συνέβη νάχη(να έχει) το παράθυρό του ανοιχτό, κ' ένας γείτονάς του, Εβραίος, σαράφης(両替商), που περνούσε από κάτω, τον άκουσε πούλεγε(που έλεγε) αυτά τα λόγια, κ' έβαλε με το νου του να κάνη ένα αστείο(冗談) με το Χότζα.
Πηγαίνει στο σπίτι του, βάζει σε μια σακκούλα εννιακόσα(εννιακόσια) εννενήντα εννέα(999) δηνάρια, περνά στην ταράτσα(屋上) του Χότζα, και το ρίχνη(ρίχνω) στην καπνοδόχο(煙突) του, λέγοντας:
— Για(さあ), να δοκιμάσωμε! Στ' αλήθεια δεν τα θέλει λειψά;(本当に残りを要求しないのか試してみよう)
Ο Χότζας άμα(〜するやいなや) είδε τη σακκούλα να πέφτη από την καπνοδόχο, πέταξε απ' τη χαρά του, κ' είπε:
— Μπράβο, Θεέ μου! Δεν αμφέβαλλα(未完αμφιβάλλω疑う) πως θ' άκουες τη δέησί(δέηση祈り) μου!
Και πήρε τη σακκούλα από το τζάκι όπου είχε πέση, την έλυσε, άδειασε μέσα στην ποδιά του τα δηνάρια και άρχισε να τα μετρά ένα ένα.
Τα βρήκε 999.
— Ε! Δεν πειράζει, είπε με συγκατάθεσι(同意) και σαν να μιλούσε πάντα με το Θεό.(神と対話するかのように言った) Συ, που μούδωσες(μου έδωσες) τα 999, θα μου δώσης κ' εκείνο που λείπει.(999ドルくださった人なら、残りの1ドルもくださるはずです)
Ο Εβραίος, που είχε κατεβή στο αναμεταξύ(その間に) στο δρόμο, για ν' ακούση τι θάκανε(θα έκανε) ο Χότζας, άμα άκουσε τα λόγια αυτά, άρχισε ν' ανησυχή(ανησυχώ心配になる) στα σοβαρά(本気で) για τα χρήματά του και να φοβάται μήπως ο Χότζας ήθελε να του κάνη βαγαποντιά(ごまかし) και να μη του τα δώση πίσω(ホジャが金を返さないのではと).
Έτρεξε, λοιπόν, ανταριασμένος, στο σπίτι του Νασρ-εν-Ντιν, κι' όταν αυτός ήρθε και του άνοιξε, τούπε:
— Χότζα, δος μου τη σακκούλα με τα δηνάρια. Είνε δικά μου, Εγώ την έρριξα στην καπνοδόχο σου.
— Τι λες, βρε Γιαχουντή(ヤフンディ); Στα καλά σου είσαι;(お前大丈夫かい) του λέει ο Χότζας. Εγώ ζήτησα αυτά τα χρήματα από του Πανάγαθο Θεό, και μου τάστειλε(τα έστειλε), δοξασμένο τ' όνομά Του! Συ τι λόγο(理由) είχες να μου ρίξης δηνάρια;
— Βρε γείτονα! Εγώ σ' τώκανα(του έκανα) αυτό γι' αστείο, επειδή σ' άκουσα να λες πως αν ήταν ένα λειψό(不足) δε θα τάπαιρνες(τα έπαιρνες).
— Αυτά δεν τ' ακούω, εγώ! απάντησε ο Νασρ-εν-Ντιν. Τα χρήματα μου τάστειλε ο Θεός, γιατί απ' Αυτόν τα ζήτησα. Όσο για το λειψό δηνάριο, κάνε τη δουλειά σου(余計なお世話だ), κάνω εγώ καλά μαζύ Του!
— Χότζα, θα μ' αναγκάσης(接アαναγκάζω) να πάω στον Καδή.
— Και δεν πας! Πάμε μαζύ αν θέλεις!
— Έρχεσαι;
— Άκου, λέει! Όταν έχω δίκαιο, ποιον έχω να φοβηθώ(接アφοβάμαι私は誰を恐れるだろうか);
— Πάμε, λοιπόν!
— Πάμε! Μα, εγώ πεζός δεν πηγαίνω! λέει ο Χότζας.
Ο Εβραίος φέρνει το μουλάρι(ラバ) του. Ο Χότζας λέει:
— Α! Να φέρης και μια γούνα(毛皮). Δεν έχω όρεξι(気持ち) να πουντιάσω(πουντιάζω風邪を引く) για το χατήρι σου(あんたのために) μ' αυτό το κρύο.
Ο Εβραίος του φέρνει και τη γούνα και ξεκινούν(出発) για του Καδή.
Φθάνουν στο δικαστήριο και ο Εβραίος λέει στον Καδή το παράπονό του:
— Ο γείτονάς μου, από δω, μου πήρε 999 δηνάρια, και τ' αρνείται(αρνούμαι否定する).
— Τι λες σ' αυτά, Χότζα, ρωτά ο Καδής.
— Καδή μου, ο άνθρωπος αυτός είνε μουρλός(狂った).
Εγώ ζήτησα από το Θεό χίλια δηνάρια. Ο καλός Θεός είχε την καλωσύνη — μεγάλη Του η χάρι(恵みよ)! — ν' ακούση το δέησί μου και να μου ρίξη από την καπνοδόχο 999. Τα δέχτηκα μ' ευγνωμοσύνη κι' ας έλειπε ένα απ' όσα είχα ζητήση. Τώρα, ο κατεργαράκος(ずる賢い), από δω, το μυρίστηκε(嗅ぎつける) κ' ήρθε και μούπε(μου είπε) πως τάχα αυτός μούρριξε(μου έρριξε) τα δηνάρια από την καπνοδόχο, και ζήτησε να με τουμπάρη(τουμπάρω口説き落す) για να μου πάρη τα χρήματα(私の金を嗅ぎつけて、それは自分が放り込んだものだから、自分が持って帰るべきだと言いくるめようとしている). Ξέρεις τι απατεώνας(詐欺師) είνε, αυτός, Καδή μου; Δεν τώχει(το έχει) τίποτα να πη τώρα, πως κ' η γούνα που φορώ, και το μουλάρι(ラバ) που μ' έφερε εδώ είνε δικά του(この毛皮もラバも自分のものだと言うつもりだ).
— Κι' αυτά δικά μου είνε, Καδή μου! φώναξε ο Εβραίος.
Στα λόγια αυτά(その言葉を聞いて) ο Κάδης τινάχτηκε στα πόδια του κ' είπε με ασυγκράτητη(抑えられない) οργή:
— Φύγε από δω, παληάνθρωπε(παλιάνθρωπε人でなし), παγαπόντη(μπαγαπόντηいかさま師)! Κλητήρες, βάλτε τον πέντε μέρες στο μπουντρούμι(地下牢)!
Κ' ενώ οι κλητήρες ωδηγούσαν(οδηγώ導く) τον Εβραίο στο μπουντρούμι, ο Χότζας τυλιγμένος στη γούνα, και καβάλλα στο μουλάρι, που και τα δυο ήσαν πια δικά του, γύριζε με θρίαμβο στο σπίτι του, μουρμουρίζοντας μέσα στα δόντια του:
— Να σου δείξω(δείχνω教える) εγώ, άλλη φορά, να κάνης αστεία μαζύ μου!(東洋文庫88、140頁)
134. — Η ΚΟΥΡΟΥΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΑΠΟΥΝΙ
カラスと石鹸
Μια μέρα, η γυναίκα του Χότζα κατέβηκε στο ρέμα για να πλύνη μερικά εσώρρουχα(肌着).
Κει που καθόταν κ' έπλενε, μια κουρούνα(ミヤマガラス), ξαφνικά, πετάχθηκε από κάποιο θάμνο(灌木) εκεί πλάι, ήρθε κοντά, της άρπαξε το σαπούνι(石鹸) από το χέρι και πέταξε.
Η δύστυχη η γυναίκα έμπηξε τις φωνές και κάλεσε(καλώ呼ぶ) τον άνδρα της.
— Χότζα, Χότζα, πρόφθασε(命προφθάνω追いつく), η κουρούνα μου πήρε το σαπούνι!
Κι' ο Χότζας από πέρα(遠くから):
— Τι φωνάζεις έτσι, βρε γυναίκα! Ποιος ξέρει πόσα άπλητα(άπλυτα汚れ物) θάχη(θα έχει) κ' εκείνη(カラス), σαν κ' εμάς. Άσ'(命άφηνω) την να πλύνη(πλένω) κι' αυτή, η κακομοίρα, μερικά!(カラスにも洗濯させてやれ)(東洋文庫88、262頁)
135. Η ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ
預金
Κάποτε, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας εμπιστεύθηκε(εμπιστεύομαι預ける) σ' ένα Μαουλάνα(マウラナ) (ιεροδιδάσκαλο(神学校教師) και Ερμηνευτή(解釈者) του Κορανίου) ένα ποσό(金額) χρημάτων για να του το φυλάξη.
Ύστερα από κάμποσον καιρό, θέλησε να πάρη πίσω τα χρήματα, και πηγαίνοντας να τα ζητήση βρήκε το φίλο του που καθόταν έξω από την πόρτα του σπιτιού του, απάνω στη δασκαλική(教師の) του έδρα(席), με κάμποσους ιεροσπουδαστές(神学校生徒) ολόγυρά(ぐるっと周りに) του.
Του είπε:
— Μαουλάνα, μου δίνεις εκείνην την παρακαταθήκη(預金) πούχω(που έχω) κοντά σου;
— Μετά χαράς σου, απάντησε ο ιεροδιδάσκαλος.
Μα, λάβε την καλωσύνη να με περιμένης(待つ) λιγάκι, ως που να τελειώσω το μάθημα(授業).
Ο Χότζας πήρε μια καρέκλα και κάθησε, μα, ενώ προχωρούσε η ερμηνεία(解釈) του Κορανίου, παρετήρησε το Μαουλάνα να κουνά(動かす) συχνά (δηλαδή κάθε φορά που απάγγελλε(未完απαγγέλλω朗読する) τα ιερά εδάφια(節)) το κορμί του μπρος και πίσω(前後に), και νομίζοντας πως σ' αυτό ήταν όλη η τέχνη(やり方) του μαθήματος, σηκώθηκε και τούπε:
— Μαουλάνα, επειδή βιάζομαι, σε παρακαλώ, σήκω(命σηκώνομαι) μια στιγμή, κι' όσο λείπεις(いない) κουνιέμαι(体を揺する) εγώ για σένα;
136. — ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΙΘΑΡΙ
瓶の中身
Μια μέρα, ο Χότζας κατέβηκε στο κελλάρι(食料庫) και κοιμήθηκε μέσα σ' ένα μεγάλο κιούπι(壺).
Ύστερα από κάμποσες ώρες, η κόρη του κατέβηκε κι' αυτή στο κελλάρι για να ζητήση κάτι, κι' απόρησε βλέποντας τον πατέρα της(←) πλαγιασμένο μέσα στο πιθάρι(壺).
— Πατέρα μου, του φώναξε, εδώ ήρθες να κοιμηθής.
— Ε! Κόρη μου, απάντησε ο Χότζας, βγαίνοντας από το πιθάρι, όπως με κατάντησε(καταντώ落ちぶれさせる) η μάννα σου, τι θέλης να κάνω;(お前の母さんがわしをここまで落ちぶれさせたんだよ。この上お前はわしにどうしろと言うんだ)(東洋文庫88、230頁)
137.Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
遺産
Μια χρονιά, ο Χότζας είχε μεγάλη φτώχεια(貧困), κ' εύρισκε μεγάλη δυσκολία(困難) να τα φέρη βόλτα(やりくりする) στο σπίτι.
Κ' ήταν γι' αυτό σε μεγάλη στενοχώρια.
Σ' εκείνην την καταντιά(苦境), βρήκε(発見する), μια μέρα, ξαφνικά, ένα χρυσό φλουρί(金貨), στο δρόμο.
Γύρισε αμέσως στο σπίτι του, έκανε ένα μικρό λάκκο(穴) σε μια γωνία(隅), κ' έχωσε εκεί το φλουρί που βρήκε.
Ύστερα, ξαπλώθηκε στο κρεββάτι του και φώναξε(呼ぶ) τη γυναίκα του.
Όταν εκείνη ήρθε της είπε:
— Γυναίκα εγώ, πάει πια(いよいよ〜), πεθαίνω! Συχώρα(命συχωράω許す) με και Θιός(θεός) σχωρέ(命σχωρνώ許す) σου! Όμως, έχω να σ' αφήσω μια παραγγελία! Άκου! Όταν δης(δεις見る) και κλείσω τα μάτια μου, να σκάψης(σκάβω掘る) σ' εκείνην τη γωνιά, εκεί πέρα, και θα βρης ένα θησαυρό. Μ' αυτόν το θησαυρό θα πληρώσης(払う) τα έξοδα(費用) της κηδείας(葬式) μου, και θα μου κάνης έναν καλόν τάφο, και θα βάλης δέκα μοιρολογίστρες να μοιρολογούν(挽歌を歌う) απάνω από το μνήμα μου σαράντα(40) μέρες, και θα δώσης ελεημοσύνες(施し) σ' εκατό(100) φτωχούς για την ψυχή(魂) μου, κι' ό,τι περισσέψη(περισσεύω残る) κράτα(命) το δικό σου, κληρονομιά(遺産) από μένα, για να ζήσης με άνεσι(安楽) και να μην έχης κανέναν ανάγκη στα χρόνια της χηρείας(未亡人) σου, καϋμένη(哀れな) γυναίκα! . . .
138. — Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΑΣΟΥΛΑΔΑΣ
豆スープの話
Μια μέρα, η γυναίκα του Χότζα θέλησε να παίξη ένα παιγνίδι στον άνδρα της για να γελάση, κ' έβαλε μπρος του το πιάτο με τη φασουλάδα(豆スープ), καφτή(καυτή熱い) ακόμα, μόλις την κατέβασε από τη φωτιά.
Μα, έτυχε αυτή η ίδια να το ξεχάση(ξεχνώ忘れる), τη στιγμή που κάθησε στο τραπέζι, και μ' όλη την αφηρημάδα(うわの空) της, έβαλε μια κουταλιά στο στόμα της από τη ζεστή φασουλάδα. Φυσικά ζεματίστηκε(ζεματίζομαιやけどする) ο λάρυγγάς(喉) της κι' όλα της τα μέσα, κ' η φλόγα(炎) της έφερε δάκρυα στα μάτια. Την είδε ο Χότζας και της είπε:
— Τι έπαθες, γυναίκα; Μήπως η φασουλάδα είνε πολύ ζεστή;
— Όχι, Χότζα μου, απάντησε εκείνη. Μα, θυμήθηκα το μακαρίτη(亡くなった) του πατέρα μου που αγαπούσε πολύ τη φασουλάδα, κ' έκλαψα(κλαίω泣く).
Ο Χότζας την πίστεψε, και ρούφηξε(ρουφώすする) μια κουταλιά από το πιάτο του, μα, αμέσως, έννοιωσε φωτιά στο λάρυγγά του, κι' απ' την καΐλα(燃えること) δάκρυσαν τα μάτια του.
— Τι έχεις, Χότζα μου, και κλαις; ρώτησε η γυναίκα του, με δυσκολία συγκρατώντας(抑える) τα γέλια που της ερχόντουσαν(έρχονταν) βλέποντας πως πέτυχε το παιγνίδι της, κι' ας ήταν αυτή πρώτη που την έπαθε(最初に舌をやけどしたにも関わらず).
— Κλαίω, απάντησε ο Χότζας, γιατί πέθανε ο πατέρας σου κ' η μητέρα σου και συ ακόμα ζης.(東洋文庫88、234頁)
139. — ΟΙ ΜΑΛΩΜΕΝΟΙ
喧嘩相手
Μια φορά, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας μάλωσε(喧嘩する) με το Βαλή(バリス), κ' ήταν πολύν καιρό μαζύ του στα μαχαίρια(今にも剣を抜きそうになる).
Ύστερα, ο Βαλής πέθανε, δίχως να συμφιλιωθούν(συμφιλιώνομαι仲直りする).
Τη στιγμή που θέλανε(ήθελαν) να τον σηκώσουν(σηκώνω), μερικοί φίλοι πήγανε στο Χότζα και τον παρακαλέσανε να πάη να διαβάση τις κανονισμένες(正式の) προσευχές(祈り) και τα ωρισμένα(決まった) εδάφια του Κορανίου, στο νεκρό.
Ο Χότζας είπε:
— Μα! . . . Ξέρω γω;(分からない) . . . Αυτός ήταν θυμωμένος(θυμώνω怒る) μαζύ μου, τάχα θα θέλη; . . .
140. — ΑΛΛΑΓΗ ΣΠΙΤΙΟΥ
引っ越し
Μια νύχτα, μπήκανε κλέφτες στο σπίτι του Χότζα και σήκωσαν ό,τι μπόρεσαν.
Αμέσως ύστερα απ' αυτούς(盗人), ο Νασρ-εν-Ντιν, που έκανε τον κοιμισμένο(寝る振りをする) σε μια γωνιά, σηκώθηκε βιαστικά, φορτώθηκε στον ώμο του όσα άλλα πράγματα είχαν απομείνη(απομένω残る), και τους ακολούθησε από μακρυά . .
Όταν τους είδε να σταματούν έξω από ένα σπίτι και να βγάζουν ένα κλειδί(鍵) για ν' ανοίξουν την πόρτα, έτρεξε και τους είπε:
— Φτάνει!(十分だ) Ακουμπήστε(命、置く) τα εδώ χάμου, και τα βάζω εγώ μέσα, γιατί θέλω να τα τακτοποιήσω(τακτοποιώ片付ける) μοναχός μου στο νέο μου σπίτι! Μόνο, εσείς πέστε(λέω) μου τι θέλετε για τον κόπο(苦労) σας, και πηγαίνετε στην ευχή του Θεού(労賃にいくら欲しいか言ったら、もうとこへでも行け) (17)(東洋文庫88、136頁) .
141. — ΤΑ ΣΥΧΑΡΙΚΙΑ
よい知らせ
Μια μέρα, μια από τις γυναίκες που είχαν έρθη να ξεγεννήσουνε τη γυναίκα του Χότζα, μπήκε στον οντά του και τούπε:
— Χότζα, τα συχαρίκια(よい知らせ) μου, απόκτησες(αποκτώ手に入れる) γυιο(γιος男の子)!
Κι' ο Νασρ-εν-Ντιν της απάντησε:
— Κι' αν απόκτησα γυιο, εσένα τι σε νοιάζει;(あんたには関係ない)
142. — OΙ ΔΥΟ ΣΥΝΤΕΛΕΙΕΣ
二つの終わり
Κάποτε ρώτησαν το Χότζα πότε θα γίνη(γίνει) η Συντέλεια(終わり) του κόσμου.
— Ποια Συντέλεια, βρε παιδιά; είπε ο Χότζας. Γιατί υπάρχουν δύο συντέλειες του κόσμου: η μια, η μεγαλείτερη(μεγαλύτερη), όταν θα πεθάνω εγώ, η άλλη, η μικρότερη όταν θα τα κακαρώση(κακαρώνω急死する) η γυναίκα μου!(東洋文庫88、43頁)
143. — ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ
感謝
Κάποτε, κλέψανε(κλέβω) του Χότζα μερικά χρήματα. Απαρηγόρητος(悲しみに沈んだ) ο Χότζας έτρεξε στο Τζαμί και δεν έπαυε εκεί να κλαίη και να παραπονιέται(παραπονιέμαι不平を言う) στο Θεό, όλην τη νύχτα, λέγοντας και ξαναλέγοντας:
— Ώ Θεέ μου, τι σου έκανα και άφησες να μου κλέψουν τα χρήματά μου;
Το πρωί, βγήκε απ' το Τζαμί και κατέβηκε στη θάλασσα όπου απ' την απελπισία του γονάτισε απάνω σ' ένα βράχο(岩) κ' εξακολούθησε τα παράπονά του στο Θεό, έχοντας πάντα τα μάτια του σηκωμένα στον Ουρανό.
Εκείνην την στιγμή, έτυχε ένα καΐκι(ボート) να κινδυνεύη(κινδυνεύω) σε μικρή απόστασι απ' εκεί, στη θάλασσα, κ' εκείνοι που ήσαν μέσα, βλέποντας το Χότζα σ' αυτήν τη στάσι(姿勢), νόμισαν(νομίζω) πως προσευχόταν(προσεύχομαι) για τη σωτηρία τους, και τούταξαν(του έταξαν,τάζω誓う) να του δώσουν μερικά χρήματα, αν σωζώντουσαν(未完σώζομαι,σωζόντουσαν,).
()Σε λίγο, πράγματι, κατώρθωσαν(κατορθώνω) να σωθούν(接アσώζομαι), και βγαίνοντας στη στεργιά(στεριά陸), δώσανε στο Χότζα όσα τούχανε(του είχανε) τάξη.
Κι' ο Χότζας παίρνοντας τα χρήματα:
— Σ' Ευγνωμονώ(感謝する) Θεέ μου, αναφώνησε, που για μιας μόνης νύχτας κλάματα στο Τζαμί σου, μου απόδωσες(アαποδίδω返す) τα χρήματά μου!
144. — ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΠΑΠΠΑΔΕΣ
三人のキリスト教の司祭
Τρεις σοφοί παππάδες(παπάδες司祭) Χριστιανοί που γύριζαν στον κόσμο, έφθασαν κάποτε και στον τόπο του Νασρ-εν-Ντιν Χότζα, κι' άρχισαν να διδάσκουν στο λαό τα δόγματά τους.
Τάκουσε(τα άκουσε) ο Σουλτάνος της Χώρας κ' έστειλε και τους φώναξε, και τους είπε όχι μόνο να πάψουν(παύω) το κήρυγμά(布教) τους, αλλά και ν' αλλαξοπιστήσουν(αλλαξοπιστώ改宗する) και να γίνουν κι' αυτοί Μουσουλμάνοι, αν ήθελαν τη ζωή τους.
Οι παππάδες απάντησαν:
— Αλλαξοπιστούμε αν μπορέσετε να δώσετε απόκρισι στα ερωτήματά μας.
Ο Σουλτάνος διάταξε(アδιατάζω命じる,διέταξε) όλους τους διαβασμένους, τους σοφούς, και τους Μάγους του βασιλείου του, μα, κάνεις δεν μπόρεσε να δώση σωστή απόκρισι στα ερωτήματα που τους έκαναν οι παππάδες, κι' αυτό θύμωσε υπερβολικά το Σουλτάνο.
Έξαφνα, ένας από τους Μεγιστάνες(高官) του Παλατιού(宮廷) είπε;
— Βασιληά μου, ο μόνος που μπορεί να δώση απάντησι σ' αυτούς τους ανθρώπους, είνε ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας.
Ο βασιληάς έστειλε αμέσως να του φέρουν το Χότζα απ' το χωριό του.
Όταν ήρθε ο Χότζας, έσκυψε και προσκύνησε(προσκυνώ挨拶する) τρεις φορές το Βασιληά, κ' εκείνος καθίζοντάς τον κοντά του, τον πρόσταξε(προστάζω) ν' απαντήση στα ερωτήματα των παππάδων.
— Εμπρός!(ハロー) Ρωτήσετε! είπε ο Χότζας στους παππάδες.
Τότε προχώρεσε μπρος ο ένας από τους τρεις και ρώτησε:
— Πού είνε το μέσον του κόσμου;
Ο Χότζας αμέσως είπε να φέρουν μέσα το γάιδαρό του, κι' όταν τον έφεραν, απάντησε:
— Νά, εκεί που στέκεται ο γάιδαρος είνε το κέντρο του κόσμου(ロバが立っているところが世界の真ん中だ).
— Και πού το ξέρεις; ρώτησε ο Χριστιανός.
— Μέτρα(命μετρώ測る), κι' αν βρης ένα ρούπι(長さの単位) λάθος(1ミリでも違っていると分かったら), εδώ είμαι!(わしは逃げも隠れもしない、わしが相手になってやる) Κόκκαλο(骨、固まった) ο Χριστιανός!
Προχώρησε, ύστερα, ο δεύτερος παππάς και ρώτησε:
— Πόσα άστρα υπάρχουνε στον ουρανό;
— Όσες τρίχες έχει το γαϊδούρι μου! απάντησε ο Χότζας.
— Πώς το ξέρεις; ρώτησε ο Χριστιανός.
— Αν δεν πιστεύεις, αποκρίθηκε ο Χότζας, μέτρα(数えてみろ) τις, κι' αν τις βρης λειψές(不足して), πάλι εδώ είμαι.
— Μα, είνε δυνατό να μετρηθούν(μετριέμαι) οι τρίχες του γαϊδάρου; παρατήρησε ο Χριστιανός.
— Ε! Και τ' αστέρια τ' ουρανού είνε δυνατόν να μετρηθούνε; απάντησε ο Χότζας.
Κ' έτσι αποστώμωσε(αποστομώνω黙らせる) και το δεύτερο παππά.
Ήρθε τότε κ' η σειρά του τρίτου παππά, που προχώρεσε και είπε:
— Αν απαντήσης και στη δική μου ερώτησι, όλοι μας θα γίνωμε(γίνουμε) Μουσουλμάνοι.
— Λέγε να την ακούσωμε(ακούσουμε), είπε ο Χότζας.
— Λοιπόν, πες μου, πόσες τρίχες έχουν τα γένια(髭) μου; ρώτησε ο παππάς.
— Ου!(フン!) Το μόνο εύκολο! απάντησε ο Χότζας· Όσες τρίχες έχει κ' η ουρά του γαϊδάρου μου!
— Πώς το ξέρεις; είπε ο παππάς.
— Μπορείς να τις μετρήσης(μετρώ数える)! αποκρίθηκε ο Νασρ-εν-Ντιν.
Και βλέποντας τον παππά που δεν ήθελε να πεισθή(接アπείθομαι), του πρόσθεσε:
— Αν θέλης να βεβαιωθής((接ア)βεβαιώνομαι確かめる), έλα να τραβούμε(抜く), εσύ μια τρίχα από την ουρά του γαϊδάρου μου, κ' εγώ μια τρίχα από τα γένια σου, ως που να τις βγάλωμε όλες, και θα δης(δεις), στο τέλος, πως θάρθουν(θα έρθουν) ίσα.
Βλέποντας οι Χριστιανοί πως δεν τάβγαζαν(τα έβγαζαν) πέρα(やりとげる) απ' αυτόν τον άνθρωπο, συνεννοήθηκαν αναμεταξύ τους, κι' αποφάσισαν ν' αλλαξοπιστήσουν.(東洋文庫88、71頁)
145. — ΤΟ ΑΤΑΚΤΟ ΜΟΣΧΑΡΙ
わんぱくな子牛
Μια μέρα, το μοσχαράκι(子牛) του Χότζα μουγγάνιζε(μουγκανίζωモーと啼く) κ' έτρεχε δω και κει αναζητώντας(αναζητώ求める) τη μάννα του.
Ο Χότζας πήρε μια μαγγούρα(μαγκούρα杖) και το κυνηγούσε(κυνηγώ追う) και τώδερνε(το έδερνε,未完δέρνωなぐる).
— Γιατί χτυπάς το κακόμοιρο το ζω, Χότζα; Τι σούκανε(σου έκανε); ρώτησαν μερικοί φίλοι που περνούσαν απ' έξω.
— Μου κάνει αταξίες(αταξίαわんぱく), το άτιμο(破廉恥)! απάντησε ο Χότζας.
Κ' οι φίλοι αναμεταξύ τους(自分たちの間で) ενώ έφευγαν(去りながら):
— Δίκηο έχει, ο δόλιος(不幸な) ο Χότζας! Το μοσχάρι δεν είνε πια μικρό! Είνε πια καιρός να μάθη τρόπους(行儀)!
146. — ΕΚΑΝΕ ΤΟ ΚΕΦΙ ΤΟΥ(楽しかったこと)
Μια φορά, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας είχε ένα βόιδι με πλατύ(広い) κούτελο(額) και μακρυά(長い) κέρατα(角), που ανάμεσά τους μπορούσε να καθήση ένας άνθρωπος.
Αυτήν τη σκέψι την έκανε ο ίδιος ο Χότζας, μια μέρα που καμάρωνε(καμαρώνω自慢する) το βόιδι του, στο χωράφι(野原), κι' από τότε το πήρε μεράκι(願望) και καλά να καθήση μια φορά ανάμεσα στα κέρατα του ζώου.
Η ευκαιρία(機会), τέλος, του παρουσιάστηκε, μια μέρα, που είδε το βόιδι πλαγιασμένο στην αυλή.
— Α! είπε, με χαρά, τέλος πάντων(とうとう) θα γίνη αυτό που θέλω.
Μα, τη στιγμή που προσπαθούσε να καθήση στο κεφάλι του βοδιού, το ζώο ερεθισμένο(ερεθίζω興奮させる) σηκώθηκε απότομα απάνω και τονε πέταξε σα σβούρα(独楽) κάμποσα μέτρα μακρυά, όπου έπεσε ζαλισμένος(気絶して) και με σπασμένο(割れた) κεφάλι.
Αμέσως έτρεξαν η γυναίκα του κ' η κόρη του, και τονε μεταφέρανε στο κρεββάτι του, όπου άρχισαν με κλάματα και κοπετούς(悲しみ) να του πλένουν(洗う) τα αίματα, και να προσπαθούν με τριψίματα(こする) να τονε συνεφέρουν(συνεφέρνω正気に戻す).
Τέλος, ο Χότζας συνήρθε από τη ζάλη(気絶) του, κι' ακούοντας τις γυναίκες να κλαίνε(κλαίω), τους είπε:
— Σωπαίνετε, βρε γυναίκες! Τι είνε αυτά, με σας; Ε! Καλά! Τσακίστηκα(τσακίζομαι怪我をする), ναι! αλλά, επί τέλους, ας πάη(πάει) στο Διάολο(くそ), έκανα το κέφι μου(楽しかったのに)!(東洋文庫88、259頁)
147. — Η ΟΔΗΓΙΑ
アドバイス
Μια μέρα, ο Χότζας αγόρασε σικότι(συκώτιレバー), κ' ενώ πήγαινε στο σπίτι του, τον αντάμωσε ένας φίλος του και τονε ρώτησε πώς θα το ψήση.
Ο Χότζας είπε πως θα το ψήση όπως το ψήνει όλος ο κόσμος.
— Α! όχι! ψήσ'(命) το με του τρόπο(やり方) που ξέρω εγώ· και θα γλύφης(γλείφωなめる) και τα δάχτυλά σου.
Και του ανέφερε έναν τρόπο πώς να ψήση το σικότι.
— Φίλε μου, είπε ο Χότζας, επειδή δεν μπορώ να τα συγκρατήσω(συγκρατώ覚える) στο μυαλό μου, μου κάνεις τη χάρι να μου τα γράψης σ' ένα χαρτί, για να τώχω(το έχω) μπρος μου(目の前に) την ώρα που θα μαγερεύω(μαγειρεύω) το σικότι, και να κάνω σύμφωνα με την οδηγία(アドバイス);
— Μπράβο! είπε ο φίλος του κ' έγραψε τη συνταγή(レシピ).
Την πήρε ο Χότζας, κ' έτρεχε μ' εκείνην την όρεξι(食欲) στο σπίτι του, όταν, ξαφνικά, ένα γεράκι(鷹) ώρμησε, άρπαξε το σικότι από τα χέρια του και πέταξε.
Ο Χότζας, δίχως καθόλου να σικλεντισθή(σεκλεντίζομαι), σήκωσε το χέρι του ψηλά και δείχνοντας στο γεράκι το χαρτί, είπε:
— Βρε, βλάκα, τι, δηλαδή, έκανες μ' αυτό; Πήρες το σικότι, μα, η οδηγία είνε εδώ, κι' ό,τι κι' αν κάνης φαΐ σαν και τούτο(このような食べ物はどう料理しても), δε θα το φας ποτέ σου!(食べられっこない)(東洋文庫88、262頁)
148. — ΑΤΑΡΑΞΙΑ
沈着冷静
Μια νύχτα, ένας κλέφτης μπήκε στο σπίτι του Χότζα, κ' η γυναίκα του τρομαγμένη τονε ξύπνησε και τούπε:
— Χότζα, ένας κλέφτης είνε μες(μέσα) το σπίτι!
Κι' ο Χότζας:
— Μη φοβάσαι, γυναίκα! Αν βρη τίποτα, του δίνω το δικαίωμα(権利) να μου ξερριζώση(ξεριζώνω引き抜く) μια μια τις τρίχες του μουστακιού(口髭) μου!
Τα λόγια αυτά έπεισαν(πείθω) τον κλέφτη να παρατήση(παρατώ放棄する) την επιχείρησί(仕事) του και να φύγη.
149. — ΤΕΡΑΤΟΛΟΓΙΕΣ
ほら話
Μια χρονιά, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας ταξίδευε για τη Βαγδάτη, μ' ένα ταγάρι στον ώμο, όταν, ξαφνικά, σε κάποια πόλι, όπου μπήκε για να περάση τη νύχτα, ώρμησε απάνω του ένας Κούρδος(主クルド人), και του άρπαξε με το στανιό(力づくで) το ταγάρι, λέγοντας:
— Αυτό είνε το ταγάρι μου, κι' ό,τι έχει μέσα είνε δικό μου.
Ο Χότζας έμπηξε τις φωνές:
— Βοήθεια, Μουσουλμάνοι! Τρέξετε και γλυτώστε με απ' αυτόν τον απατεώνα!
Μα, το πλήθος είπε:
— Πηγαίνετε στον Καδή να σας κρίνη.
Λοιπόν, δέχτηκαν κ' οι δυο να υποβληθούν(υποβάλλομαι従う) στην κρίσι(判決) του Καδή και πήγαν.
— Ποια είνε η διαφορά σας, είπε αυτός. Ας μιλήση πρώτα ο μηνυτής(原告).
— Καδή μου, είπε ο Κούρδος. Το ταγάρι αυτό είνε, μαζύ με ό,τι έχει μέσα, δικό μου. Τώχασα(το έχασα) χθες και σήμερα τώδα(το είδα) να το κρατά ο άνθρωπος αυτός.
Ρώτησε ο Καδής:
— Αν είνε δικό σου το ταγάρι πες μου τι έχει μέσα.
Απάντησε ο Κούρδος:
— Είχα μέσα στο ταγάρι μου δυο ασημένια(銀製の) πινέλα(ブラシ) για σκόνη(パウダー) των ματιών(眼), και «κοχλ» (αντιμώνιοアンチモン) για τα μάτια, κ' ένα πεσκίρι(タオル) για τα χέρια, όπου είχα διπλωμένα(包まれた) δυο χρυσά ποτήρια(コップ) και δυο σαμηντάνια(σαμντάνια燭台). Ακόμα, είχα μέσα στο ταγάρι δυο τσαντήρια(τσαντίρια粗布) και δυο γαβάθες(皿), και δυο κουτάλια(スプーン), κ' ένα μαξιλάρι(枕), και δυο προβιές(羊皮), και δυο κανάτες(水差し), κ' έναν μπακιρένιο(銅の) δίσκο και δυο λεκάνες(盥), και μια χύτρα(鍋), και δυο κιούπια(壺) του νερού, και δυο χουλιάρες(お玉), κ' ένα κρεατοσάνιδο(まな板), και δυο σακκιά(σακιά袋), και δυο σαμάρια(鞍), κ' ένα καφτάνι, και δυο γούνες(毛皮), και μιαν αγελάδα(雌牛), και δυο μοσχάρια(子牛), και μια γίδα(ヤギ), και δυο πρόβατα(羊), και μια προβατίνα(雌羊) και δυο κριάρια(雄羊), και δυο κιόσκια(あづまや), και μιαν γκαμήλα(ラクダ), και μια λέαινα(雌ライオン) και δυο λιοντάρια(ライオン), και μιαν αρκούδα(熊), και δυο τσακάλια(ジャッカル), κ' ένα στρώμα(マットレス), και δυο σοφάδες(ソファー), και μια σοφίτα(屋根裏), και δυο σάλες(サロン、大広間), και μια πόρτα(玄関) με καμάρα(アーチ), και δυο σαλόττα(σαλονάκι居間), και μια κουζίνα(台所) με δυο πόρτες, και μια παρέα(仲間) Κούρδων που μπορούν να μαρτυρήσουν ότι το ταγάρι ήτανε δικό μου(これが私のものであると証明してくれるクルド人).
Τότε είπε ο Καδής στο Χότζα:
— Και συ, εφέντη, τι έχεις να πης;
Απάντησε ο Χότζας:
— Καδή μου, ο Θεός να σε πολυχρονή(長生きを祈る)! Το ταγάρι αυτό είνε δικό μου, και για να σ' το αποδείξω σου λέω τι είχα μέσα: Είχα ένα γκρεμισμένο σπίτι κ' ένα άλλο δίχως πόρτες, κ' ένα σπιτάκι για το σκυλί(犬小屋), κ' ένα σχολειό, και τσαντήρια και σχοινιά(縄、ロープ) τσαντηριών, και τις πόλεις της Βασσόρας(バソラ) και της Βαγδάτης(バクダッド), και το παλάτι(宮殿) του σουλτάνου, κ' ένα σιδεράδικο(鍛冶屋), κ' ένα δίχτυ(網) για ψάρεμα, και κοντάρια(竿) και παλούκια(杭), και ωραίες κοπέλλες(κοπέλες娘) και παλληκαράκια(παλικάρια若者), και μια χιλιάδα μαστρωπούς(μαστροπούςポン引き) σαν αυτόν εδώ, που μπορούν να μαρτυρήσουν ότι το ταγάρι είνε δικό μου.
Όταν ο Κούρδος άκουσε αυτά τα λόγια τράβηξε το γιακά του από την αγανάκτησί του και ξεφώνησε:
— Πω! Πω! Τι ψεύτης(嘘つき)! όλος ο κόσμος, Καδή μου, ξέρει πως το ταγάρι είνε δικό μου, και σ' όλους είναι γνωστό τι έχει μέσα. Έχει πύργους και κάστρα, και πουλιά πολλά και όρνια(鷹類), μπουλούκια(μπουζούκια弦楽器), κι' ανθρώπους που παίζουν σκάκι(チェス), και ζάρια(さいころ、チェッカー), κι' ακόμα, μέσα σ' αυτό το ταγάρι μου είχα μια μουλάρα(ラバ), και δυο πουλάρια(子馬), κ' ένα παχνί(飼葉桶), και δυο άτια(馬), και δυο πολεμικά κοντάρια(戦闘用槍), κ' ένα λύκο(狼), και δυο λαγούς(ウサギ), και μια πόλι, και δυο χωριά, κ' έναν άνθρωπο τυφλό, και δυο καμπούρηδες(せむし男), και δυο κουλούς(腕なし), και δυο κουτσούς(びっこ), κ' ένα χριστιανό παππά(司祭) και δυο διάκους(輔祭) κ' έναν πατριάρχη(主教), και δυο καλόγερους(修道士), κ' έναν Καδή και δυο παρέδρους(陪席判事), που μπορούν να μαρτυρήσουν ότι το ταγάρι είνε δικό μου.
— Και συ, τι λες; είπε ο Καδής στο Χότζα.
Ο Χότζας προχώρησε δυο βήματα έξω φρενών απ' το θυμό, και είπε:
— Καδή μου, ο Θεός να σε πολυχρονή! Είχα σε τούτο το ταγάρι, πούνε(που είνε) δικό μου, μια πανοπλία(甲冑) όλο ατσάλι(はがね), κι' όπλα(武器), και χατζάρια(剣), και γιαταγάνια(三日月剣), και χίλιους πολεμικούς κριούς(攻城つち), και μια χιλιάδα σκύλους, και κήπους, και περιβόλια, κ' αμπέλια(葡萄園), και λουλούδια(花々), και μυρωμένα(香り立つ) χορτάρια(ハーブ), και σύκα(イチジク), και μήλα(リンゴ), κι' αγάλματα(肖像) κ' εικόνες(絵画), και τραγουδίστρες(歌手), και πεντάμορφες(美しい) σκλάβες(奴隷), και γαμπρούς(花婿) και νύφες(花嫁), και συμπεθέρους(従兄弟), και κορίτσια(娘) και παιδιά(子供), και πέντε μελαψές(褐色の) Αβυσσινέζες(アビシニア、エチオピア人), και τρεις Ινδιάνες, κ' είκοσι Ελληνίδες σαν το κρύο νερό(冷水), κι' ογδόντα κυράδες(婦人) Τουρκάλες(トルコ女), κ' εβδομήντα κοκκώνες(貴婦人) Τσερκέζες(チェルケス人), και τον Ευφράτη(ユーフラテス川), και τον Τίγρι(Τίγρηチグリス川), και το Νείλο(ナイル川), και μια φωληά(φωλιά巣) γλάρων(アホウドリ), και μια νεκρή πολιτεία(死者の国), και μια χιλιάδα κ . . . σαν κι' αυτόν εδώ, και τζαμιά, και λουτρά, και χριστιανικούς ναούς, κ' έναν χτίστη(石工) κ' ένα μαραγκό(大工), και μια σανίδα(板), κ' ένα καρφί(釘), κ' έναν ευνούχο(宦官) με τη σπάθα(剣) του, κ' έναν καπετάνιο(船長), κ' έναν αρχηγό(リーダー) καραβανιού(隊商) και χίλιες χιλιάδες δηνάρια(お金), κ' είκοσσι κάσες γεμάτες μεταξωτά(絹の) και ατλάζια(サテン), κ' είκοσι αποθήκες(貯蔵庫) γεμάτες τροφές, και τις πόλεις Γάζα(ガザ) και Ασκαλών(アスカロン), κι' όλη τη χώρα από το Δαμιάτη(Δαμιέτηダミエッタ) ως το Ασσουάν(アスワン), και το παλάτι του βασιληά Αννούς Ιρραουάν(アヌシルワーン), και το βασίλειο του Σολομώντος(ソロモン王), κι' όλη τη χώρα από το Ουάντι Νουμάν(ワジ・ヌウマーン) ως το Χορασσάν(ホラーサーン), κι' από το Μπαλκ(バルク) ως το Ισπαχάν(イスパハン、エスファハーン) κι' από τις Ινδίες(インド) ως το Σουδάν(スーダン). Κι' ακόμα, ω πολυχρονεμένε μου Καδή, είχα πουκάμισα(ワイシャツ) και γκελεμπίες(κελεμπίεςコート), και σαρίκια(ターバン), ένα σωρό(その山), και μια χιλιάδα κοφτερά(良く切れる) ξιράφια(ξυράφι剃刀) για να ξυρίσω(ξυρίζω髭を剃る) τα γένεια(γένια) του Καδή, αν τυχόν(副、万一) δε φοβηθή την οργή μου, και βγάλη κρίσι ότι το ταγάρι δεν είνε δικό μου(私の怒りを恐れずにこの袋が私のものでないと判決したら判事の髭を剃るための剃刀が入っている).
Τώρα, όταν ο Καδής άκουσε όλα αυτά, έπεσε(πέφτω) σε αμηχανία(にっちもさっちもいかない状態に陥る) κ' είπε:
— Βλέπω πως κ' οι δυο σας είσθε δυο αρχικατεργάρηδες(大悪人), δυο παληαθρώποι(παλιανθρώποι人でなし) που συνηθίζετε να κοροϊδεύετε(からかう) τους Καδήδες και τους δικαστές, και δε φοβάστε την τιμωρία. Μα το Θεό(神かけて), ποτέ μια γλώσσα(主) δεν είπε, και ποτέ ποτέ κανένα(中) αφτί δεν άκουσε, τέτοια παράξενα και εξωφρενικά(狂った) πράγματα απ' αυτά που μου αραδιάσατε(並べる) εδώ τόση ώρα. Ε! Κύριοι! Είνε, λοιπόν, αυτό το ταγάρι ένας απύθμενος(底なしの) ωκεανός(外洋), ή η Μέρα της Κρίσεως(審判の日) για να περιλαμβάνη(含む) μαζύ τους Δικαίους και τους Αδίκους; — Ανοίχτε αμέσως αυτό το ταγάρι.
Λοιπόν, ο Χότζας πήρε το ταγάρι, το άνοιξε και τ' άδειασε. Δεν είχε μέσα παρά μισό ψωμί, κ' ένα λεμόνι(レモン), ένα κομμάτι τυρί(チーズ) και λίγες εληές(ελιέςオリーブ). Ύστερα πέταξε το ταγάρι στα πόδια του Κούρδου, κ' έφυγε αγανακτισμένος (18)(The Project Gutenberg EBook of The Book Of The Thousand Nights And One Night, Volume.III 24. Ali the Persian and the Kurd Sharper,295-6 night) .
150. — Ο ΛΥΚΟΣ
狼
Μια μέρα, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας πήρε το μαθητευόμενό του για να πάνε να κυνηγήσουν λύκους.
Φθάσανε στη φωληά ενός λύκου, κι' ο μαθητευόμενος εμπήκε(μπαίνω) μέσα.
Ο λύκος έλειπε(いなかった), μα, σε λίγο, γύρισε(戻ってきた), και τη στιγμή που έμπαινε(μπαίνω) στη φωληά του(狼が巣に入った瞬間に), ο Χότζας, πετάχτηκε από ένα θάμνο, πλάι, όπου ήτανε κρυμμένος, κ' έπιασε το λύκο απ' την ουρά.
Ο λύκος άρχιζε να τινάζεται(τινάζομαι), και με το τίναγμά(飛び上がること) του σήκωνε από χάμου σκόνη που έπεφτε στα μάτια του μαθητευομένου.
Αυτός τρίβοντας(こする) τα μάτια του έλεγε:
— Τι είνε αυτή η σκόνη!
— Ας μείνη η ουρά του λύκου στα χέρια μου, και τότε βλέπεις τι σκόνη είνε! είπε ο Χότζας(大事なのは尻尾を離さないことだ。ホコリのことなんかそのうち分かるから).
151. — Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΥΚΩΝ
イチジクの話
Κάποτε, ο Νάσρ-εν-Ντιν Χότζας γέμισε ένα καλαθάκι(籠) βερύκοκκα(βερίκοκα杏) απ' του κήπο(庭) του, και τα πήγε στο διοικητή(総督=摂政) της επαρχίας.
Ο Πασσάς, ευχαριστημένος από το πεσκέσι έδωσε στο Χότζα μια σακκούλα(袋) φλουριά(金貨).
Ύστερα από λίγον καιρό, όταν ψήθηκαν(ψήνομαι熟れる) τα ρόδια(ざくろ) του, ο Χότζας γέμισε με αυτούς τους καρπούς μια κόφα(籠), για να την πάη στον αντιβασιλέα(摂政), λέγοντας:
— Αυτός, που για ένα καλαθάκι βερύκοκκα μούδωσε(μου έδωσε) μια σακκούλα φλουριά, ποιος ξέρει πόσα θα μου δώση για μια κόφα, ίσαμε(まで) κει πάνω(こんなに上まである), ρόδια;
Και μ' αυτήν την ελπίδα ξεκίνησε. Μα, ενώ έβγαινε από την αυλή του, ένας γείτονάς του τονε ρώτησε πού πήγαινε την κόφα, κ' εκείνος του τώπε(το είπε)(行き先を言った).
— Αν θέλης να μ' ακούσης, σύκα(イチジク) να του πας(πάω持っていく), καλλίτερα, είπε ο γείτονας! Γιατί ο Πασσάς μας τρελλαίνεται για τα σύκα.
Λοιπόν, ο Χότζας γύρισε πίσω, παράτησε τα ρόδια, γέμισε ένα άλλο καλάθι με σύκα, και τα πήγε στον Αντιβασιλέα.
Άμα τάδε(τα είδε) ο Πασσάς, που ήταν δύσθυμος εκείνην την ημέρα κ' ήθελε να διασκεδάση(気晴らしする) λιγάκι, πρόσταξε ένα σκλάβο(奴隷), να τα πάρη και να τα πετάξη ένα ένα στο κεφάλι του Χότζα.
Ο σκλάβος άρχισε, κι' ο Χότζας κάθε φορά που δεχόταν το σύκο στο κεφάλι, φώναζε:
— Σ' ευχαριστώ Θεέ μου! Δοξασμένο τόνομά Σου!
Ο Πασσάς παραξενεύτηκε απ' αυτήν την συχνή(何度も) αναφώνησι(叫び) και ρώτησε το Χότζα γιατί την έκανε.
Κι' ο Χότζας:
— Πασσά μου, είχα σκοπό(つもり) να σου φέρω μια κόφα ρόδια, αντί τα σύκα, κ' ευχαριστώ το Θεό που φώτισε(φωτίζω導く) ένα γείτονά μου να μου πη να μη σ' τα φέρω. Γιατί, αν σου τάφερνα(τα έφερνα), φαντάζεσαι κι' ο ίδιος σε τι χάλια(状態) θάταν(θα ήταν) τώρα το κεφάλι μου!(東洋文庫88、173頁)
152. — ΚΑΝΕΙ ΤΟ ΒΟΪΔΙ ΑΛΟΓΟ
牛を馬にする
Κάποτε, ο ίδιος διοικητής προσκάλεσε το Νασρ-εν-Ντιν Χότζα σε κάποιον αγώνα κονταριού(槍) που είχε διοργανώση(διοργανώνω開催する).
Ο Χότζας έβαλε μια σέλλα στη ράχη ενός μεγάλου βοδιού που είχε, το καβαλλίκεψε, και έτσι πήγε στον τόπο όπου θα γίνουνταν οι αγώνες, κάνοντας τους αυλικούς(廷臣) να σκάσουν(σκάω) απ' τα γέλια άμα τον είδαν.
Και ο αντιβασιλέας επίσης δεν μπόρεσε να κρατήση τα γέλια, κ' είπε στο Χότζα.
— Ε! Σε βόιδι καβαλλίκεψες; Αυτό τρέχει καθόλου;
— Πασσά μου, απάντησε ο Χότζας, εγώ είδα το τρέξιμό(走ること) του όταν ήταν μοσχαράκι(子牛). Τότε δεν τώφθανε(το έφθανε追いつく) ούτε άλογο, ούτε χιντζίνι(ラクダ) (19)(東洋文庫88、176頁) .
153. — ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΜΙΑΣ ΣΥΜΒΟΥΛΗΣ
忠告の結果
Όταν ήταν δάσκαλος, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας είχε συμβουλέψη(συμβουλεύω忠告する) στα παιδιά, όταν φταρνιζόταν(φταρνίζομαιくしゃみをする) να του φωνάζουν «Υγείες!健康を» και να χτυπούνε παλαμάκια(拍手).
Λοιπόν, έτυχε, μια μέρα, να πέση ο κουβάς(バケツ) στο πηγάδι, κι' ο Νασρ-εν-Ντιν είπε στα παιδιά να κατεβούν(κατεβαίνω) να το βγάλουν(取り出す).
Μα, επειδή εκείνα φοβόντουσαν και δεν ήθελαν να κατεβούν, ο Χότζας θύμωσε, και βγάζοντας τα ρούχα του, πέρασε(通す) στη μέση(腰) του μια τριχιά(ロープ) και κατέβηκε στο πηγάδι, λέγοντας στα παιδιά να κρατούν καλά το σχοινί, κι' όταν θα τους ειδοποιούσε(ειδοποιώ知らせる), να τον τραβήξουν απάνω.
Έφθασε στο βυθό, πήρε τον κουβά, και τα παιδιά άρχισαν να τον τραβούν απάνω. Όλα πήγαιναν καλά, ως τη στιγμή που ο Χότζας έφθασε στ' αχείλι(唇) του πηγαδιού, όταν, κατά Διαβόλου συνεργία(協力), τούρθε να φταρνισθή, και φταρνίστηκε.
Τα παιδιά τότε, σύμφωνα με το συμβουλή που τους είχε δώση, παράτησαν το σχοινί, κι' άρχισαν όλα μαζύ τα παλαμάκια λέγοντας: «Υγείες, δάσκαλε, υγείες!»
Ο Χότζας, που δεν είχε προφθάση(προφθάσει間に合う) να πιαστή(πιάνομαιつかまる) από πουθενά, γύρισε άλλη μια φορά στο βυθό, κατρακυλώντας(κατρακυλώ転げ落ちる) μ' ορμή και χτυπώντας δεξιά κι' αριστερά στα τοιχώματα(側壁) του πηγαδιού, κ' έπεσε εκεί βαρύς με σπασμένο το κεφάλι, και τσακισμένα(τσακίζομαι壊れる) τα μέλη(μέλος手足) του.
Όταν, σε λίγο, οι μαθητές του τον ανάσυραν(アανασύρω引き上げる) απάνω, τους είπε:
— Δε φταίτε(悪い) εσείς, φταίω εγώ, το μουλάρι(頑固者), που σας είχα μάθη να μου κάνετε αυτήν την τιμή(敬意), που, νά(ほら), τώρα τ' αποτελέσματά(結果) της: να κατασπάσω το κεφάλι μου, και να τσακίσω τα κόκκαλά(骨) μου!
154. — ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΧΑΘΗ
迷子にならないため
Όταν ο Χότζας ήταν ακόμα παλληκάρι, της Μοίρας(運命) τ' άστατα(気まぐれな) γυρίσματα(転回) τον έκαναν, μια φορά, να παρατήση τους κάμπους(のはら) του και τα βουνά του και να κατεβή στην πολιτεία.
Είδε μια πολιτεία κοσμοπλημμυρισμένη(人混み), γεμάτη φωνές(対) και ταραχή και βουή(ざわめき), που του ξεκούφαναν(アξεκουφαίνω聾にする) τ' αφτιά. Τα πλήθη(群衆), ανήσυχα, τρέχαν(未完τρέχω) σαν μηρμύγκια(μυρμήγκιαアリ) προς όλες τις μεριές(場所), με πυρετό και βιάση(大急ぎ), σπρώχνοντας(押す), σκουντώντας(σκουντώ突く), πατώντας(踏む) κάθε στιγμή το δυστυχή το Χότζα, που τάχε(τα είχε) χάση(途方に暮れる), και του κάκου(むなしく) προσπαθούσε να βρη καμιά παράμερη(脇の) γωνιά(隅) για να καθήση να ξαποστάση(ξαποσταίνω息抜きする) και να περιμαζέψη(περιμαζεύω集中する) το σκορπισμένο(ばらばら) του πνεύμα(精神).
— Αν εξακολουθήσω να μένω μέσα σ' αυτό το πλήθος, είπε με το νου του(独り言を言う), πάει(そのうち〜), θα χαθώ(迷子になる), και δε θα μπορέσω πια να ξαναβρεθώ(自分を取り戻す). Πρέπει να βάλω απάνω μου κανένα σημάδι(目印) για να αναγνωρίζωμαι(αναγνωρίζομαι自分が見分けられるためには).
Έτυχε νάχη(να έχει) μαζύ του μια νεροκολοκύθα(瓢箪).
— Ωραία! είπε.
Κ' έδεσε τη νεροκολοκύθα στο πόδι του.
— Τώρα, δεν έχω φόβο να χαθώ, μέσα σ' αυτούς τους κοσμοπλημμυρισμένους δρόμους. Όπου κι' αν βρεθώ(どこにいようが), δεν έχω παρά να(〜するだけでいい) κοιτάζω τη νεροκολοκύθα και να λέω: «Νά με! Εδώ είμαι!»
Εκεί που πήγαινε, σέρνοντας(引きずる) στα πόδια του τη νεροκολοκύθα, τον είδε ένας κατεργαράκος(悪党), κι' αμέσως εκατάλαβε(καταλαβαίνω気付く) την μυστικιά ιδέα του Χότζα, κ' έβαλε στο πονηρό(ずるい) μυαλό του να του παίξη ένα παιγνίδι.
Τον ακολούθησε, λοιπόν, ως που ο δύστυχος βρήκε, τέλος, μια παράμερη γωνιά, όπου έπεσε, αποσταμένος(疲れた), κι' αμέσως παραδόθηκε(παραδίδομαι身を委ねる) στον ύπνο. Τότε, ο σατανάς(悪党) εκείνος έλυσε τη νεροκολοκύθα από το πόδι του, και την έδεσε στο δικό του, κ' ύστερα πλάγιασε κοντά του.
Όταν ο Χότζας ξύπνησε, είδε τη νεροκολοκύθα στα πόδια του γείτονά του, και πήγε να φύγη ο νους του(気もそぞろ). Τόνε σκούντησε και τούπε:
— Ε! Συ, άρχοντα(名士), σήκω(起きろ) σε παρακαλώ από δω, που μούρθες(μου ήρθες) να μου μπερδέψης(μπερδεύω混乱させる) τις δουλειές(問題) μου! Ορίστε, τώρα! Τάχασα(Τα έχασα) και δεν ξέρω ποιος από τους δυο μας είμαι. Μα το Θεό, δεν ξέρω! Αν είμαι εγώ, τότε πώς η νεροκολοκύθα βρίσκεται στο πόδι σου δεμένη; Κι' αν είμαι εσύ, τότε εγώ ποιος είμαι; Δεν καταλαβαίνω πια τίποτα! Ποιος είμαι, λοιπόν, από τους δυο μας; (20)(東洋文庫88、15頁) .
155. — Ο ΣΚΥΛΟΣ
犬
Μια μέρα, ο Χότζας, περνώντας έξω από ένα νεκροταφείο είδε ένα σκυλί να κατουρή(おしっこする) απάνω σ' ένα μνήμα, και αγανακτισμένος από την ιεροσυλία(神聖冒涜) σήκωσε τη μαγκούρα για να χτυπήση το σκύλο.
Μα, βλέποντας το σκύλο που αγρίεψε(αγριεύω犬が激怒する) κ' ήταν έτοιμος να χυμήξη(χυμώ飛びかかる) απάνω του, κατέβασε ήσυχα-ήσυχα την μαγκούρα κ' είπε με τον πιο μειλίχιο(穏やかな) και κολακευτικό(へつらう) τρόπο στο σκυλί:
— Πέρασε(命περνώお通りください), δερβίσση(修道士、デルヴィシユ僧) μου! Πέρασε, παλληκαρά μου!
156. — Η ΕΥΦΥΪΑ ΤΟΥ ΓΥΙΟΥ ΤΟΥ
息子の知性
Μια μέρα, μερικοί μουσαφιρέοι(μουσαφιραίοι客), που ο Χότζας τους εξεθείαζε(εκθειάζω) την εξυπνάδα(賢さ) του γιού του, έδειξαν στο παιδί μια μελιτζάνα(茄子), και το ρώτησαν:
— Τι είναι αυτό;
Το παιδί απάντησε:
— Είναι μοσχαράκι που δεν άνοιξε ακόμη(ακόμα) τα μάτια του.
Κι' ο Χότζας θριαμβευτικά:
— Βλέπετε; είπε· όλα μονάχο του(一人で) τάμαθε(τα έμαθε). Εγώ δεν του δίδαξα(教える) τίποτα.(東洋文庫88、41頁)
157. — Ο ΠΙΟ ΑΞΙΟΠΙΣΤΟΣ
ホジャより信用がある
Μια μέρα, πήγε κάποιος γείτονας στο Χότζα και τον παρακάλεσε να του δανείση εκείνην την ημέρα το γάιδαρό του.
Ο Χότζας του απάντησε:
— Με μεγάλη μου ευχαρίστησι θα σου τον έδινα, αγαπητέ μου, αλλά, τι κρίμα(残念)! τον έστειλα από το πρωί στο περιβόλι.
Ο γείτονας δεν είπε τίποτε κ' έφυγε.
Μα, τη στιγμή που έβγαινε από την πόρτα, άκουσε το γάιδαρο να γκαρίζη(γκαρίζωロバがなく) μέσα στ' αχούρι.
Απορημένος, γύρισε πάλι πίσω κ' είπε στο Χότζα:
— Μα, γείτονα, συ μούπες(μου είπες) πως έστειλες το γάιδαρό σου στο περιβόλι κ' εγώ του ακούω να γκαρίζη μέσα.
— Ε! Είσαι παράξενος άνθρωπος, μα την αλήθεια, ανέκραξε(ανακράζω叫ぶ) ο Χότζας θυμωμένος. Τώρα, το γάιδαρο θα πιστέψης(πιστεύω) ή εμένα;(東洋文庫88、97頁)
158. — Ο ΚΑΛΛΙΤΕΡΟΣ ΓΑΪΔΑΡΟΣ
ましなロバ
Ένας χωρικός έχασε το γάιδαρό του, και παρακάλεσε τον Νασρ-εν-Ντιν Χότζα να μιλήση στο Τζαμί και να πη, όποιος(〜した人は) τον βρη να τον επιστρέψη(επιστρέφω返す) στον κύριό(持ち主) του, γιατί είνε αμαρτία(罪) απ' το Θεό να κρατάη(κρατώ) ένας άνθρωπος ένα ξένο(他人の) πράγμα.
Ο Χότζας πήγε στο Τζαμί, την ώρα της Προσευχής, και μετά το προσκύνημα(参拝), στάθηκε κ' είπε:
— Ω Μουσουλμάνοι, όποιος από σας δεν ήπιε στη ζήσι του κρασί, ρακή(ラキ酒) ή άλλα μεθυστικά(酔わせる) πιοτά(飲み物), όποιος δεν έκανε όργια και κραιπάλες(酒色に溺れる), όποιος δεν έπαιξε σκάκι, τάβλι(バックギャモン), ή ζάρια(さいころ), όποιος δε βρέθηκε σε κάθε λογής(種類) συναναστροφές(交際) και διασκεδάσεις, να προχωρήση μπρος για να τον δω(会う).
Όλοι όσοι ήσαν στο Τζαμί και τον άκουσαν, συλλογίστηκαν μέσα τους ο καθένας, ποιος λίγο, ποιος πολύ(多かれ少なかれ), πως κάτι έκανε στη ζωή του απ' όσα είπε ο Χότζας κ' έτσι κανείς δεν τόλμησε(τολμώ) να παρουσιασθή(παρουσιάζομαι).
Ως τόσο, ένας απ' αυτούς προχώρησε μπρος και είπε.
— Εγώ σ' όλη μου τη ζωή, ούτε κρασί ήπια, ούτε ρακή, ούτε κραιπάλες έκανα, ούτε κανένα παιγνίδι έπαιξα, ούτε σε καμιά διασκέδασι δε βρέθηκα ποτέ μου.
Τότε ο Χότζας γυρίζη σ' εκείνον που έχασε το γάιδαρό του και του λέει:
— Νά, αυτός είνε! Πάρ' τον! Γιατί καλλίτερο γάιδαρο απ' αυτόν δε θαύρης(θα εύρεις)!(これよりましなウスノロはいない)
159. — Ο ΕΜΙΡΗΣ Κ' Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΧΟΤΖΑ
首長とホジャの妻
Κάποτε ο Εμίρης βγήκε με την ακολουθία του περιοδεία(視察) στο Βιλαέτι(県) και πέρασε έξω απ' το χωριό του Χότζα, όπου μερικές γυναίκες, που μαζύ τους ήταν κ' η γυναίκα του Χότζα, έπλεναν(πλένω洗う) ρούχα στο ρέμα. Ο Εμίρης στάθηκε και τις κοίταζε. Οι άλλες γυναίκες χαμήλωσαν(χαμηλώνω下げる) τα μάτια τους από ντροπή και δειλία(臆病), μα, η γυναίκα του Χότζα σήκωσε με προπέτεια(生意気) τα βλέμματά της κ' είπε στον Εμίρη:
— Τι κοιτάζεις, βρε; Σ' αρέσομε;(私どもがお気に召しましたか)
Ο Εμίρης ρώτησε κάποιον που περνούσε, εκείνην τη στιγμή απ' εκεί, ποιανού γυναίκα ήταν αυτή που του μιλούσε με τέτοιαν αναίδεια(恥知らずに), κ' εκείνος απάντησε:
— Είνε η γυναίκα του Χότζα.
Την άλλη μέρα, ο Εμίρης κάλεσε το Χότζα στο Παλάτι.
Όταν ο Χότζας παρουσιάστηκε τούπε:
— Θέλω ως το βράδυ να μου φέρης εδώ τη γυναίκα σου!
— Μπορώ να ρωτήσω τι τη θέλεις, Πασσά μου; ρώτησε ο Χότζας·
— Θέλω να τη ρωτήσω κάτι(聞いてみたいことがある)! Είπε ο Εμίρης.
— Αν είνε για τόσο μικρό πράγμα, απάντησε ο Νάσρ-εν-Ντιν, συ ρώτησε(命) εμένα κ' εγώ πάω και τη ρωτάω(質問は私になさいませ。私が行って妻に問いますから).(東洋文庫88、185頁)
160. — ΕΝΑΣ ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΧΟΤΖΑ
ホジャの婚礼
Μιαν εποχήν που ο Χότζας ήταν χήρος(男やもめ), του προξένεψαν(προξενεύω結婚相手を紹介する) μια γειτονοπούλα(近所の娘), και υπογράφηκαν(署名する) τα χαρτιά.
Ύστερα οι συμπεθέροι(姻戚) κ' οι προσκαλεσμένοι κάθησαν στο τραπέζι κι' άρχισαν να τρώνε.
Μα, δεν είπαν στο Χότζα να καθήση, γιατί το θεώρησαν περιττό(不要), αφού σαν γαμπρός που ήταν δεν είχε καμμιά ανάγκη να τον προσκαλέσουν(招待する必要はない).
Όμως ο Χότζας θύμωσε γι' αυτό, κ' έφυγε απ' το σπίτι.
Όταν ήρθε η ώρα της «ντουχούλ»(お床入り) (21) είδαν πως ο Χότζας έλειπε.
Κατέβηκαν κάτω κ' έψαξαν παντού, και τέλος τον βρήκαν ζαρωμένο(うずくまる) σε μια γωνιά του κήπου.
— Έλα, λοιπόν, Χότζα, τούπαν, τι γένηκες; Είνε ώρα να μπης στη νύφη.
Κι' ο Χότζας κακιωμένος(ふてくされる):
— Σεις που καθήσατε και την τυλώσατε(腹一杯食う), σεις να μπήτε(君たちが入り給え), τώρα στη νύφη!(東洋文庫88、129頁)
161. — Ο ΙΔΡΩΤΑΣ ΤΟΥ ΑΡΑΠΗ
黒人の汗
Ο Χότζας είχε, μια φορά, ανάμεσα στους μαθητές του, κ' ένα Αραπόπουλο(アラポプーロス), μαύρο σαν το κάρβουνο(炭), που τώλεγαν(το έλεγαν) Σιααμπάν.
Μια μέρα, η γυναίκα του Χότζα είδε απάνω στο καφτάνι(カフタン) του μελάνια(インク).
— Τι είνε αυτά, Χότζα, δεν προσέχεις; του παρατήρησε(言う).
— Δεν είνε τίποτα, γυναίκα! Ο Σιααμπάν άργησε(αργώ) νάρθη(να έρθει) σήμερα στο μάθημα, κ' επειδή έτρεχε πολύ, ίδρωσε(ιδρώνω汗をかく), κι' ο ιδρώτας(汗) του έπεσε απάνω μου(東洋文庫88、55頁).
162. — ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ ΓΥΜΝΟΣ
裸で旅行
Μια μέρα, ένα αμάξι(車) που κατέβαινε στην πόλι, πέρασε έξω από το σπίτι του Χότζα.
Ο Χότζας έβαλε αμέσως στο νου του να πάη κι' αυτός, και χωρίς να χάνη καιρό, έτρεξε, έτσι όπως βρισκόταν εκείνην τη στιγμή, ολόγυμνος(全裸), πρόφθασε(追いつく) τ' αμάξι κι' ανέβηκε απάνω.
Όταν επλησίασαν στην πόλι, οι κάτοικοι έμαθαν πως ερχόταν ο Χότζας, κ' έτρεξαν να τον προϋπαντήσουν(προϋπαντώ出迎える).
Μα, βλέποντάς τον έτσι γυμνό, όπως τον έκανε η μάννα του, ρώτησαν την αιτία.
Κι' ο Χότζας εξήγησε:
— Βρε παιδιά, σας αγαπώ τόσο, ώστε από τη βιάση μου και τη λαχτάρα(じれったさ) μου νάρθω(να έρθω) να σας δω(会う), λησμόνησα(忘れる) να ντυθώ(ντύνομαι服を着る).(東洋文庫88、8頁)
163. — ΠΩΣ ΘΑ ΠΛΗΡΩΝΕ ΤΑ ΧΡΕΗ ΤΟΥ
借金を払う
Κάποτε, ο Χότζας χρωστούσε(χρωστώ借金する) κάμποσα χρήματα σε μερικούς φίλους του, και κάθε φορά που του τα ζητούσαν τους έδινε υπόσχεση(約束) πως θα τους εξοφλούσε(εξοφλώ全額返済する) «την ερχόμενη βδομάδα».
Έτσι τους έπαιζε(騙す) από βδομάδα σε βδομάδα, ως που τέλος, οι άνθρωποι, έχασαν την υπομονή τους και, μια μέρα, πήγαν μαζεμένοι στο σπίτι του Χότζα και ρώτησαν τη γυναίκα του (γιατί ο Χότζας έτυχε να λείπη εκείνην την ώρα) πότε, επί τέλους, θα τους πλήρωνε.
Η γυναίκα τους απάντησε:
— Σωπαίνετε κι' ο Χότζας αγόρασε χθες κάμποσο σπόρο(種) αγκαθιών(いばら), κι' αύριο θα πάη στο χωράφι να τονε σπείρη. Ύστερα, αφού γίνουν τ' αγκάθια, θα τα βάλωμε(βάζω) στους δρόμους, απ' όπου θα περνούν οι γκαμήλες με το μπαμπάκι(綿). Το μπαμπάκι θα κολλά(κολλώくっつく) απάνω, κ' ύστερα θα το μαζέψαμε(摘む), θα το πουλήσωμε, και με τα χρήματα που θα πάρωμε(παίρνω) θα σας εξοφλήσωμε.
Οι άνθρωποι ακούοντας αυτά τα λόγια έμπηξαν τα γέλια.
Κ' η γυναίκα του Χότζα:
— Βέβαια, τώρα που βεβαιωθήκατε(βεβαιώνομαι確信する) πως θα πληρωθήτε(πληρώνομαι支払いを受ける), γελάτε, μασκαρατζίκοι!(悪党ども)(東洋文庫88、150頁)
164. — ΠΩΣ ΕΥΚΟΛΥΝΕ ΤΑ ΧΡΕΗ ΤΟΥ
ホジャの借金を楽にする方法
Άλλη μια φορά, ρώτησαν το Χότζα αν πλέρωσε τα χρέη(χρέος借金) του.
— Δεν τα πλέρωσα, είπε, μα, τα ευκόλυνα(アευκολύνω楽にする).
— Πώς, χωρίς να τα πλερώσης, τα ευκόλυνες; παρατήρησαν εκείνοι.
— Τ' ανανέωσα(ανανεώνω先延ばしにする), βρε κουτοί(馬鹿)! απάντησε ο Χότζας.
165. — Η ΒΡΥΣΗ
蛇口
Μια φορά, ο Χότζας γύριζε από το βουνό κ' ήταν πολύ διψασμένος(渇いた).
Έξαφνα με χαρά του παρατήρησε στα πλάγια(横の) του δρόμου μια βρύση(蛇口), και πλησίασε.
Τώρα, το στόμα της βρύσης ήταν στουπωμένο(στουπώνω栓をする) μ' ένα ξύλο για να μην πηγαίνη άδικα(間違って) το νερό, κι' ο Χότζας τράβηξε έξω το ξύλο, για να πιη(πιει飲む).
Μα, το νερό πετάχτηκε έξω με ορμή και τον κατάβρεξε(καταβρέχωすぶぬれにする).
Τότε ο Χότζας γύρισε θυμωμένος στη βρύση και της είπε:
— Αφού είσαι τόσο παλαβή(狂った), Θιός χωρέσ'(σχωρέσ命、許す) τα πεθαμένα(死者) τους, εκείνων που σου χώσανε(ア3pl.χώνω詰める) αυτό το ξύλο στην τρύπα(穴) σου(ありがたいことに、こんな栓がされてんだ).(東洋文庫88、11頁)
166. — ΤΟ ΞΕΡΟ ΨΩΜΙ
乾いたパン
Μια μέρα, ο Νασρ-εν-Ντιν Χότζας ρώτησε το γυιο του αν έφαγε ποτέ ζαχαρένιο(砂糖の) φαγητό.
Ο γυιός του τού αποκρίθηκε.
— Όχι!
Ο Χότζας του είπε:
— Κ' εκείνο, βρε, που τρως κάθε μέρα, τι είνε;
— Εκείνο που τρώω κάθε μέρα είνε ξερό(乾いた) ψωμί, απάντησε το παιδί.
Τότε ο Χότζας είπε:
— Και νομίζεις, βρε ανόητε, πως υπάρχει στον κόσμο άλλο πιο ζαχαρένιο φαγητό από το ξερό ψωμί;
167. — Ο ΠΕΤΕΙΝΟΣ
雄鶏
Μια μέρα, ο Χότζας έβαλε μέσα σ' ένα καφάσι(鳥かご) μερικές κόττες(κότες雌鶏) κ' έναν πετεινό, και ξεκίνησε για την πόλι, για να τις πουλήση.
Στο δρόμο, όμως, τον έπιασε λύπησι(後悔) για τα κακόμοιρα τα πουλιά που ήσαν φυλακισμένα(φυλακίζομαι囚われにした), κι' ανοίγοντας το πορτέλο τ' αμόλυσε(αμολάω放つ) όλα εκτός(〜以外) του πετεινού.
Οι κόττες σκόρπισαν αμέσως, δεξιά κι' αριστερά.
Τότε ο Χότζας βγάζοντας τον πετεινό από το καφάσι τούπε να πάη να τις μαζέψη. Μα, βλέποντάς τον που στεκόταν ακόμα μουδιασμένος(しびれた), θύμωσε(θυμώνω怒る), και σηκώνοντας το ραβδί(棒) του, τονε χτύπησε στα φτερά(羽根) και τούπε:
— Βρε κερ . . . . . , πότε είνε μεσάνυχτα και πότε είνε αυγή, το ξέρεις, και τώρα μέρα μεσημέρι χάνεις το δρόμο(道に迷う、どうしていいかわからない); (22)(東洋文庫88、253頁)
168. — ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ
仲間
Μια μέρα, ο Χότζας είπε τις προσευχές του στο Τζαμί, κ' ύστερα άρχισε τις δεήσεις(祈り), παρακαλώντας το Θεό να τον αξιώση(要求する) νάμπη(να μπει) στον Παράδεισο και να τον διαφυλάξη(守る) από τα καζάνια(鍋) της Κόλασης.
Μια γρηά(老女), που έτυχε νάνε κοντά του και τον άκουε είπε:
— Θεέ μου, αξίωσέ με να μοιρασθώ(分けもつ) με αυτόν τον άνθρωπο, αυτό που Σε παρακαλεί!
Ο Χότζας έκανε πως δεν άκουσε την ευχή της γρηάς, κ' εξακολούθησε(続ける).
— Θεέ μου, αξίωσέ με να κρεμασθώ από μιαν αγχόνη(絞首台), ή να πεθάνω από πανούκλα!(ペスト)
Η γρηά, αμέσως είπε.
— Ω Θεέ μου, φύλαξέ με απ' ό,τι σου ζητά ο άνθρωπος αυτός!
Τότε ο Χότζας γύρισε σ' αυτήν και της είπε.
— Τι αλλόκοτη(変な) συντροφιά(仲間) είνε αυτή που ζητάς; Επιθυμείς να συντροφιάσης(συντροφιάζω付き合う) μαζύ μου σε όποια χαρά κ' ευτυχία ευδοκήση(〜して下さる) ο Πανάγαθος Θεός να μου χαρίση(χαρίζω恵む) και να μην έχης(έχω) κανένα μερδικό(共有する) και στις συμφορές(συμφορά災難) που μπορεί επίσης(また) να θελήση ο Κύριος(主) να μου στείλη; . . .
169. — ΣΤΟ ΨΑΡΕΜΑ
魚とり
Μια μέρα, μερικοί φίλοι πήραν το Χότζα σε μια εκδρομή, στην όχθη μιας λίμνης όπου έρριξαν δίχτυα(網) για να ψαρέψουν(ψαρέυω魚を捕る).
Έξαφνα, ο Χότζας πλησίασε στο νερό και πήδησε μέσα στα δίχτυα.
— Μπρε, Χότζα, του φώναξαν οι φίλοι του, τι κάνεις εκεί; Τρελλάθηκες;
— Όχι, βρε παιδιά μα, μου πέρασε ιδέα πως ήμουνα ψάρι!(東洋文庫88、23頁)
170. — Ο ΧΟΤΖΑΣ ΓΕΡΟΣ
ホジャの老い
Πέρασαν καιροί και ζαμάνια(長期間). Του Χρόνου το σκληρό(固い) φτερό(つばさ) επέρασε απάνω κι' απ' το Χότζα, όπως απάνω από κάθετι(全ての物) που έζησε σε τούτον το κόσμο, και του άφησε(残す) τα μοιραία(運命の) του σημάδια(印). Ο Χάρος(死神), ο καταστροφέας(破壊者) των Τέρψεων(喜び), και των Συναναστροφών(交際) ο Διαλυτής(解体者), τούχε(τουホジャ είχε) πάρη(παίρνω奪う) πολλούς από τους δικούς(自身の) του, κι' άλλους, τους είχε πετάξη μακρυά του των Περιστάσεων(περίσταση環境) η Σβούρα(独楽).
Έτσι, μονάχος κ' έρημος, καμπουριασμένος(せむしの) κι' ασπρομάλλης(白髪の), ογδοντάρης(80代の) πια, καθόταν, μια μέρα, ο Χότζας στη πόρτα του γέρικου(老いた) σπιτιού του, φέρνοντας στο νου του παληές(古い) δόξες(δόξα名声) όταν, ένας άλλος γέρος, παληός του φίλος, πέρασε απ' έξω.
Γνωρίστηκαν, αγκαλιάστηκαν(抱擁する) και φιλήθηκαν κ' ύστερα ο φίλος τούπε·
— Πόσο χρόνων είσαι τώρα, Χότζα;
— Δόξα τω Θεώ(おかげさまで) είμαι καλά στην υγεία! απάντησε ο Χότζας.
— Πώς είνε η κατάστασί σου; Καλά τα περνάς(楽しい);
— Δόξα τω Θεώ, δε χρωστώ σε κανέναν!
— Έχεις καμμιά έγνοια(έννοια不安) να σου ταράζη(ταράζω乱す) το πνεύμα(心);
— Δόξα τω Θεώ, δεν έχω μικρά παιδιά!
— Έχεις εχθρούς(敵);
— Δόξα τω Θεώ δεν έχω στενούς συγγενείς! είπε ο Χότζας.
Κι' αυτά ήσαν τα τελευταία(最後の) σοφά του λόγια.
1) Στις «Χίλιες και Μια Νύχτες» (385η νύκτα) προστίθεται ότι ο αφέντης της σκλάβας φώναξε αμέσως του πατέρα του νέου, του Καδή, τους μάρτυρες που ορίζει(命じる) ο νόμος, κ' έκανε επίσημο(正式の) έγγραφο(書類) πως απέδιδε την ελευθερία στη σκλάβα του, και την πάντρεψε με το παλληκαράκι(青年): Το ίδιο βράδυ, γέννηκαν οι γάμοι με μεγάλη πολυτέλεια, με άφθονα φαγιά, με μουσική και γλέντι, όπου, φυσικά, ο δάσκαλος ήταν ένας από τους πρώτους που έλαβε μέρος,↩
2) Σύμφωνα με μιαν άλλη έκδοσι, ο Χότζας υποστηρίζει(主張する) ότι «τα παληά φεγγάρια τρίβουνται(こする) και γίνουνται άστρα!»(東洋文庫88、39頁)↩
3) Στις «Χίλιες και Μια Νύχτες» (388η Νύχτα), ο «Απλοϊκός» λέει στο γάιδαρο: «Ου! Να χαθής, να χαθής! Πάλι μωρέ πήγες και μέθυσες και χτύπησες τη μάννα σου; Α! Μα το Θεό, δε θα σε αγοράσω πια!» Και τον άφησε κ' έφυγε.↩
4) Στην Ανατολή, η γυναίκα έχει αυτό το πλεονέκτημα(利点), που δεν τώχει η αδελφή της της Δύσεως(西): μπορεί ν' αφήνη το σπίτι του πατέρα της ή του ανδρός της, δίχως να ζητά την άδειά(許可) του, και να πηγαίνη σε μια επίσκεψι οκτώ ή δέκα ημερών στο σπίτι μιας φιλενάδας(女友達). Φυσικά, πάντα υποτίθεται(〜ことになっている) δεν πάει να συναντήση κανέναν ερωμένο.↩
5) Οι Ανατολίτες συγγραφείς, και ιδίως οι Αιγύπτιοι και οι Σύριοι, δεν κατορθώνουν(成功する) ν' αποφύγουν(避ける) τη χαρακτηριστικήν αυτήν απρέπεια(無作法), που, όταν διαβάζεται σε μια συναναστροφή(交際), πάντοτε ακολουθείται από παταγώδη(やかましい) γέλια. Ακόμα και σε σοβαρούς συγγραφείς, ακόμα και σ' αυτόν του Αλ-Χαρίρι, που είνε ο κοσμιώτερος(品のある) και ο λεπτότερος(洗練された) απ' όλους τους Άραβας συγγραφείς και ποιητάς, συναντούμε αυτήν την ακοσμία. Όσο για την πράξι(行為), αυτήν καθ' εαυτήν, είνε τόσο συνηθισμένη(ありふれた), στην Αίγυπτο, τουλάχιστον, ώστε μπορείτε να την ακούσετε κάθε στιγμή στους δρόμους, να δίνεται γι' απάντησι(返事) σ' έναν που διατυπώνει(表現する) παράλογες(馬鹿げた) αξιώσεις(気取り), ή κάνει παλληκαρισμούς(空威張り), ή λέει βλακείες(馬鹿). Και είνε τόσο συχνή(よくある) η χρήσις της χλευαστικής(からかう) αυτής απαντήσεως, ώστε πολλές φορές εκείνος που θέλει να την δώση, αν δεν την έχει έτοιμη από το φυσικό της δρόμο(自然な過程), την κάνει τεχνητή, με τα χείλη και τη γλώσσα(おならが出ないときは口で真似をした). Πολλές φορές έτυχε να την ακούσω σε συναναστροφές σοβαρών ανθρώπων, όταν κάποιος απ' αυτούς τύχαινε να ξεστομίση(発する) καμιά τερατολογία(大ぼら), κ' ένα βράδυ, παρακολουθόντας(見物する) την παράστασι(上演) σ' ένα αράπικο(アラブの) λαϊκό θέατρο της Αλεξανδρείας(アレクサンドリア), παραστάθηκα(立ち会う) στην αποδοκιμασία(ブーイング) ενός ηθοποιού με μια τέτοιαν αθρόα(多くの) φυσική και τεχνητή έκρηξι(爆発), που τράνταξε(揺さぶる) και φλόμωσε(唖然とさせる) όλην τη σάλα(ホール). Διαβάζοντας κάποτε τον Ηρόδοτο, παρετήρησα με έκπληξι(驚き) ότι η χρήσις της υβριστικής αυτής απαντήσεως ήταν γνωστή από τους αρχαιοτάτους χρόνους στους Αιγυπτίους. Πράγματι ο Ηρόδοτος γράφοντας το ιστορικό της αποστασίας(反乱) του Αμάσιος(アマシス) κατά του Απρία του Ψαμμίου(プサメディコスの子アプリエス), και πώς αυτός έστειλε το στρατηγό Πατάρβημι(パタルビミス) με την εντολή(指令) να του φέρη τον Άμασι ζωντανό (Βιβλ. Β' 162) λέγει: «ὡς δὲ ἀπικόμενος τὸν Ἄμασιν ἐκάλεε ὁ Πατάρβημις, ὁ Ἄμασις (ἔτυχε γὰρ ἐπ᾽ ἵππου κατήμενος) ἐπάρας ἀπεματάϊσε καὶ τοῦτό μιν ἐκέλευε Ἀπρίῃ ἀπάγειν.» (Κι' άμα έφθασε ο Πατάρβημις, κάλεσε τον Άμασι να τον ακολουθήση. Ο Άμασις (που έτυχε εκείνην την στιγμή νάνε καβάλλα στο άλογο), ανασηκώθηκε κι' άφησε μια πορδή, λέγοντας — στον Πατάρβημι — να την πάρη και να την πάη στον Απρία).↩
6) Το επεισόδιο αυτό αναφέρεται, με κάποιες παραλλαγές(変更) και στην ποιητική συλλογή(収集) «Το Περιβόλι(庭) της Αγάπης» Αγνώστου Άραβος ποιητού (Ίδε Ελληνικήν μετάφρασιν Κ. Τρικογλίδη. Έκδοσις Γ. Βασιλείου, 1916. Σελ. 24).↩
7) Σερμπέτι γινόμενο με καντιοζάχαρη(ざらめ), σταφίδες(干しぶどう), κουκουνάρια(松の実), μυγδαλόψυχα(アーモンド), και πάγο(氷). Παίρνεται, τις θερμές ημέρες, γι' αναψυκτικό.↩
8) Δηλαδή του εύχεται όταν θα πεθάνη να τον δεχθή ο Θεός στον Παράδεισο, για να χαρή όλες τις απολαύσεις και τις ηδονές που περιμένουν εκεί κάθε αληθινό Πιστό. Μια από τις απολαύσεις αυτές είνε και η συντροφιά και οι διασκεδάσεις με τα Ουρί του Παραδείσου, θηλυκά(女の) πλάσματα με καλλονή(美しさ) που κανένας ανθρώπινος νους(主、精神) δεν μπορεί να τη φαντασθή. Σύμφωνα με το Κοράνι (Κεφ. 56) κάθε καλός Μουσουλμάνος έχει «δικό του, κατάδικό(自分の) του» ένα χαρέμι από 72 τέτοια Ουρί, και μπορεί αν θέλη να ζητήση από τον Κύριο την άδεια(許可) να κρατήση κοντά του και μια από τις γυναίκες που είχε στη γη. ↩
9) Μέτρον βάρους(重りの単位): δέκατον του κοιλού(10分の1キロ ). Κυρίως χρησιμοποιείται για την καταμέτρησι(計量) των δημητριακών(穀物).↩
10) Αραβική παροιμία.↩
11) Με το επεισόδιο αυτό αρχίζει μια μακρά ιστορία στις «Χίλιες και Μια Νύχτες».↩
12) Γι' αυτό το «μαχρ» έγραψα στον Α', τόμο της Χαλιμάς (Σελ. 347 Σημ. 53). Ένας μουσουλμανικός γάμος δεν είνε έγκυρος(有効な) αν δεν ορίση(決める) με συμβόλαιο(契約) ο γαμπρός το χρηματικό ποσό που θα δώση στον πατέρα ή στον κηδεμόνα(保護者) της κόρης που παίρνει. Του ποσού αυτού, που λέγεται «μαχρ», ο γαμπρός είνε υποχρεωμένος να δώση το μισό, πριν γίνη ο γάμος, και το άλλο μισό όταν πεθάνη (από την περιουσία(財産) του) ή όταν διώξη(追い出す) τη γυναίκα του. Αν όμως η γυναίκα χωρίση μόνη της τον άνδρα της, τότε δεν έχει κανένα δικαίωμα να ζητήση το υπόλοιπο του «μαχρ». Τώρα, το τελευταίο(最後の) αυτό άρθρο(条項) του Νόμου παρέχει(与える) πολλές φορές στούς άνδρες έδαφος(土壌) για να παραβούν(παραβαίνω侵害する) με διάφορες κατεργαριές(ごまかし) την υποχρέωσί(義務) τους. Αν, παραδείγματος χάριν, ένας Μουσουλμάνος βαρέθηκε(嫌になる) τη γυναίκα του, και θέλει να τη διώξη, χωρίς όμως να πληρώση και το συμφωνημένο ποσό, κατορθώνει(成功する) με πολλά πανούργα μέσα(手段) και βασανιστικά(つらい) ακόμα, να κάνη τη γυναίκα του ν' απαυδήση(うんざりする) απ' αυτόν και να ζητήση μόνη της το διαζύγιο. Γνώρισα τέτοιους πολλούς, στην Αίγυπτο, και μεταξύ αυτών κ' έναν υπηρέτη(召使) μου. Βαριεστισμένος από τις εξωφρενικές(逆上した) σκηνές(シーン) ζηλοτυπίας(やきもち) της γυναίκας του (έφθανε στο σημείο και μέσα στο γραφείο(事務所) μου νάρχεται και να του κάνη σκηνές) και έχοντας στο μάτι κάποιαν άλλη, κατώρθωσε ν' απαλλαχθή(自由になる) απ' αυτήν, και συγχρόνως κι' από το «μαχρ» μ' έναν πολύ έξυπνον(利口な) τρόπο. Προσποιήθηκε ότι υπέστη(υφίσταμαι) κάποιον ακρωτηριασμό(切断), που τον εμπόδιζε(妨げる) για όλη του το ζωή να εκτελή τα συζυγικά(結婚の) του καθήκοντα(義務), και έπαιξε τόσο καλά τον ρόλον αυτόν, ώστε η γυναίκα, μ' όλη την αγάπη που τούχε, αφού είδε πια κι' απώδε(ここで) ότι «δεν είχε πια τίποτα να ελπίζη απ' αυτόν» (είνε λόγια της ίδιας彼女自身の言葉), γύρισε μετά οκτώ μέρες(日) στους γονείς(親) της, και όλοι μαζύ πήγαν στον Καδή και πήρε το διαζύγιο. Οι λεπτομέρειες(詳細) αυτής της ιστορίας είνε υπερβολικά νόστιμες(魅力的) και ξεκαρδιστικές(抱腹もの), αλλά θα χρειαζόταν η πέννα(ペン) ενός Βοκκακίου(ボッカチオ) ή ενός Καζανόβα για να τις περιγράψη(描く).↩
13) «Ω Δείνα!(だれそれ君)» Οι αραβόφωνες λαοί συχνότατα μεταχειρίζονται(使う) τη φράσι αυτή στους διάλογους των, ακόμα(さえも) κι' όταν εκείνος που μιλεί γνωρίζει το όνομα εκείνου προς τον όποιον απευθύνεται(話しかける). Μπορεί ν' αντιστοιχίση(αντιστοιχίζω相当する) με τη δική μας: «Βρε συ, πώς σε λένε! . . .» που μεταχειριζόμαστε και μεις συχνά στους διαλόγους μας.↩
14) Είνε χαρακτηριστική η συνήθεια αυτή των Αράβων και Περσών ιστοριογράφων να ζωγραφίζουν τις ασελγείς(好色な) ηρωίδες των γυναίκες απαράμιλλης(比類のない) ωμορφιάς, και πεσμένες σε ακόλαστο(自堕落な) έρωτα με τους πιο σιχαμερούς(むかつく) και τερατόμορφους(醜い) άνδρες, ίσως, για να δώσουν, με την αντίθεσι ζωηρότερον τόνο(調子) στο βδελυρόν(嫌悪すべき) της πράξεως.↩
15) Σε μιαν άλλη αραβική διήγησι(語り), αγνώστου συγγραφέως (10 ή 11 αιώνος) με παρόμοιο(類似の) θέμα, προστίθεται το ακόλουθο συμπέρασμα(結末):↩
«Η διαγωγή(振る舞い) της γυναίκας σ' αυτήν την περίπτωσι(場合) φανερώνει(示している) καθαρά(明確に) ότι, όσα χρόνια(年) κι' αν έζησε(暮らす) μαζύ ένα ανδρόγυνο, αν παρουσιασθή καμμιά φορά ο κίνδυνος, η γυναίκα θα συγκατατεθή(συγκατατίθεμαι同意する) στο θάνατο του ανδρός της για να σωθή αυτή. Έτσι, δεν πρέπει νάχη κανείς εμπιστοσύνη(信頼) σ' αυτό το φύλο(女性). Απ' αυτό βγήκε η παροιμία: «Όπως δεν μπορείς να σταθής(立つ) απάνω στο νερό, έτσι μη βασίζεσαι(βασίζομαι信頼する) ποτέ στη γυναίκα.»
16) Ο καθαρμός επιβάλλεται(課す) αυστηρά(厳しく) στο Μουσουλμάνο προ(前に) της προσευχής, και είνε γι' αυτόν ιεροτελεστία(儀式). Πριν από κάθε προσευχή που θα κάνη ο Μουσουλμάνος οφείλει να κάνη κατά σειρά(順序) τ' ακόλουθα: να κενώση(κενώνω排便), να πλύνη(接アπλένω洗う) τα οπίσθιά του, τα πόδια του ως τα γόνατα(膝), τα χέρια του ως τους αγκώνες(肘), το λαιμό του, το σβέρκο(うなじ) του, το μέτωπό(額) του, όλο το πρόσωπό του και τ' αφτιά του, και να καθαρίση το στόμα του και τη μύτη του με πολλά νερά, και τα δόντια του με οδοντογλυφίδα(爪楊枝). Τότε είναι καθαρός και ικανός ν' ατενίση(ατενίζωみつめる) τον Κύριον(神). Μα, απ' αυτήν την στιγμή ως που θα καθήση στο Χαλί(絨毯) της Προσευχής, δεν πρέπει να ουρήση(ουρώ排尿する), ν' αφήση να του φύγουν(φεύγω) αέρια(ガス), να βλασφημήση(βλασφημώ不敬な言葉をはく), να αισχρολογή(αισχρολογώみだら事を言う) να πλησιάση γυναίκα, να επιθυμήση γυναίκα, να ρίξη με λαγνεία(好色な) τις ματιές του σε μια γυναίκα, ν' αγγίση(αγγίζω触る) το χέρι γυναικός ή το φόρεμά(服) της, να τον αγγίση η μύτη σκύλου(犬), που θεωρείται ζώο ακάθαρτο από τους Μουσουλμάνους, στους Χαναφίτες(ハナフィー派), μάλιστα, (μια από τις τέσσερις μουσουλμανικές αιρέσεις(学派) και η πιο αυστηρή στους τύπους儀式) δεν πρέπει ούτε η σκιά της γυναίκας ή του σκύλου να τον αγγίση. Αν συμβή τίποτε απ' όλα αυτά, ο Καθαρμός θεωρείται σα να μην έγεινε και ο Πιστός οφείλει να κάνη νέο Καθαρμό απ' την αρχή, πριν προσευχηθή(προσεύχομαι祈る). Στην ιστορία τούτη, με τη φράσι που λέει ο Χότζας στο ποτάμι, είνε φανερό ότι θέλει να του πη πως αν εννοεί(求める) να πλερωθή(πληρώνομαι支払われる) με το παπούτσι για την υποχρέωσι που τούκανε(του έκανε) να του δανείση(貸す) τα νερά του για να καθαρισθή(καθαρίζομαι清めをする), αυτός δεν είναι διατεθειμένος(〜するつもり) σε τέτοια θυσία(犠牲), και, ιδού, μουρνταρεύεται(自ら汚れる) πάλι, και δεν του χρωστά(χρωστώ借りがある) τίποτα. Ας του δώση πίσω το παπούτσι του, και υπάρχουν κι' άλλου νερά να του κάνουν την ευκολία να καθαρισθή(清めの水はほかにもある) . . . ↩
17) Μια παρόμοια(よく似た) σχεδόν ιστορία υπάρχει και στις «Χίλιες και Μια Νύχτες». Μα, εκεί ο κλεμμένος(被害者) είνε ένας πλούσιος πραμματευτής(商人), που ένας κλέφτης, αφού μεταμφιέστηκε(変装する) κ' έγεινε ίδιος σαν κι' αυτόν, κι' απάτησε έτσι το νυκτοφύλακα(夜警), σήκωσε μ' όλη την άνεσίν του το μαγαζί(店) του, το φόρτωσε στις γκαμήλες κ' έφυγε. Ύστερα από πολλούς έξυπνους(抜け目ない) «ντετεκτιβικούς(探偵の)» συνδυασμούς(結社), που θα τους ζήλευε(ねたむ) κι αυτός ο Σέρλοκ Χομς(シャーロック・ホームズ), ο έμπορος(商人) κατορθώνει(うまくいく) να ανακαλύψη το κρησφύγετο(隠れ家) του κλέφτη. Το ανοίγει με αντικλείδι(合い鍵), σε μια στιγμή που λείπει ο κλέφτης, φορτώνει τα πράγματά του, στις γκαμήλες, και φεύγει. Παίρνει μαζύ του και το μανδύα(マント) τον κλέφτη. Ο κλέφτης γυρίζοντας και βλέποντας πως τον έκλεψαν, ακολουθεί τα ίχνη του «κλέφτη» οργισμένος(激怒して) και με την απόφασι να του πιη(πιει,πίνω) το αίμα.» Τον προφτάνει, αλλά βλέπει πως είνε ο ιδιοκτήτης των πραγμάτων που έκλεψε. Κόβεται τότε μονομιάς(すぐに) η φόρα(勢い) του, και περιορίζεται(限る) μονάχα να ζητήση το μανδύα του. «Α! Δικός σου ήτανε;» του λέγει ο έμπορος, «πάρ' τον, καλέ μου άνθρωπε, και συμπάθα με!»↩
18) Στην ιστορία τούτη ηκολούθησα το κείμενον των «Χιλίων και Μιας Νυχτών (295η και 296η νύχτα) όπου περιγράφεται πιο διεξοδικά(徹底的に) παρά στο βιβλίο του Χότζα. Εκεί την αφηγείται ένας κάποιος Αλής, ο Πέρσης, «που ήξερε πλήθος νόστιμες ή ευτράπελες ιστορίες, που ξελάφρωναν(気持ちを楽にする) την καρδία από κάθε λύπη και σκορπούσαν(散らす) κάθε έγνοια απ' το μυαλό, στο Χαλίφη Χαρούν-ερ-Ρασσίντ, ένα βράδυ που ήταν βαρύθυμος(憂鬱な) και δεν τον έπιανε ύπνος, κ' επιθυμούσε να καταπραΰνη(なだめる) το ταραγμένο(混乱した) του πνεύμα(精神) και να κάνη το στήθος(胸) του να φουσκώση(息を吐く) από ευθυμία». Πράγματι, πριν ακόμα τελειώση η Ιστορία, ο Χαλίφης έπεσε ανάσκελα(仰向けに), πίσω στο θρόνο του και σπαρτάρησε(腹を抱えて笑う) απ' το γέλιο, κ' έδωκε στον Αλή τον Πέρση, το συνηθισμένο βασιλικό δώρο. Κυρίως ο Αλής σατυρίζει εδώ τους Κούρδους που είνε ξακουστοί(有名な) ψεύτες και τερατολόγοι(ほら吹き). Μα, όπως είδαμε, ο Αλής (ο Χότζας), ξεπέρασε(ξεπερνώ追い越す) τον Κούρδο αντίδικό του σ' ένα αγώνισμα(競争) τερατολογίας και έκανε τον Καδή να χάση τα πασχάλια του(途方に暮れる).↩
19) Κάμηλος(ラクダ), η Δρομάς(ラクダ). Το πιο γρήγορο άλογο, δεν μπορεί να παραβγή(παραβγαίνω競争する), στο τρέξιμο, μ' αυτό το ζώο. Περνά τις ερήμους(砂漠) με καταπληκτική(驚くほど) ταχύτητα και είνε ζώο μεγάλης αντοχής(スタミナ) και ικανό να μείνη πολλές ημέρες δίχως τροφή και νερό. Αλλά συγχρόνως(同時に) είνε και το πιο λεπτό(きゃしゃな) ζώο. Μπορεί ξαφνικά, δίχως καμμιά φανερή αιτία, να σωριαστή(σωριάζομαι倒れる) χάμου και να ξεψυχήση(ξεψυχώ死ぬ), αφίνοντας τον αναβάτη(乗り手) του σύξυλο(もろともに) στην καρδιά της ερήμου. Μια σύντομη(簡単な) περιγραφή αυτού του ζώου δίνει ο Πιερ Μπενουά(ピエール・ブノア) στην «Ατλαντίδα» (έκδοσις版 Βασιλείου σελ. 265).↩
20) Πολλοί Άραβες και Πέρσαι ποιηταί και διηγηματογράφοι(短編作家) έγραψαν ο καθένας με το δικό του τρόπο αυτήν την ιστορία μα, κανείς, ίσως, πιο νόστιμα και με περισσότερο χιούμορ, όσο ο Γιάμι, ο Πέρσης ποιητής. Μα, ενώ οι άλλοι βάζουν για ήρωα της φάρσας(ファース) έναν Τούρκο, ο Γιάμι μας παρουσιάζει αντί αυτού έναν Κούρδο. Όπως γράφω στον Πρόλογο, οι Πέρσαι που έχουν πνεύμα λεπτό και σκωπτικό(からかう), ευχαριστούνται να κάνουν τους Τούρκους ήρωας τέτοιων κωμικών επεισοδίων. Αλλά, ο Γιάμι, που απολάβαινε(享受する) την εύνοια(愛顧) πολλών Τούρκων πριγκήπων(プリンス), το απέφυγε(避ける) από λεπτότητα, για να μην τους δυσαρεστήση(怒らせる).↩
21) Ντουχούλ: έμπασμα(入場). Η ώρα που ο γαμπρός συνοδεύεται(伴奏する) με τραγούδια ως στην πόρτα του νυφικού θαλάμου, κ' εκεί αφήνεται(自由にさせる) για νάμπη(να μπει) μέσα, όπου τον προσμένει η νύφη.↩
22) Την ιστορία αυτή την άκουσα από ένα Φελάχο(農夫), στην Αίγυπτο, ως εξής:
«Ένα απόγεμα, ο Γκόχας παρατήρησε από το χαγιάτι του σπιτιού του τις κόττες του που είχαν μπη μέσα στον κήπο και τσιμπούσαν(つつく) το μαντανό(μαϊντανόパセリ) του και τα βλαστάρια(新芽) των άλλων ζαρζαβατικών(野菜) του.
»Θύμωσε και είπε στον πετεινό που καθόταν αμέριμνος(のんきに), λίγο πιο πέρα(離れて) απ' αυτόν, στην άκρη τον χαγιατιού:
» — Βρε συ, κατέβα και μάζεψε τις γυναίκες σου!
Μα, ο πετεινός δεν κουνήθηκε απ' τη θέσι του. Έξω φρενών, τότε, ο Γκόχας φώναξε:
» — Βρε, κερ . . . . . , όταν θέλεις να κάνης το κέφι σου(自分の気が向いたときには), πας και τις βρίσκεις, κι' όταν σε προστάζει(προστάζω命ずる) ο αφέντης σου κάνεις πως δεν τις ξέρεις(知らんぷりをするのか); Καλά, λοιπόν, αν δε στις σφάξω όλες και σε κάνω χήρο, να μη με λένε Γκόχα!↩
グーテンベルク版を以下の本で修正した。