Ο άνθρωπος με το φλεμόνι(臓物を持ち歩く男)

Ο άνθρωπος με το φλεμόνι(臓物を持ち歩く男)







Ο άνθρωπος με το φλεμόνι
(臓物を持ち歩く男)

              Μ. Καραγάτση(カラガーティス 1908 - 1960)


Ολ' αυτά που θα ιστορήσουμε(語る) παρακάτω(下に), έγιναν σ’ ένα δρομάκι(小道) της πολιτείας(町) μας. Ένα δρομάκι αρκετά μακρύ(長い) και πολύ στενό(狭い), που ίσως λίγοι(少ない人) από σας να το ξέρετε. Όχι πως είναι απόκεντρο(町はずれ), χαμένο(姿を消す) στη μονόχρωμη ασάφεια(不明瞭さ) της συνοικίας(地域), όπου σπάνιες(稀な) συντυχίες(偶然) φέρνουν(原因となる) την περπατησιά(歩行) του διαβάτη(通行人). Απεναντίας(反対に), το δρομάκι(主) που λέμε βρίσκεται(動) στην καρδιά της μεγάλης πολιτείας, ακριβώς δίπλα στην κεντρική πλατεία(広場), απ’ όπου δεν υπάρχει συμπολίτης(同僚市民) μας που να μην περνάη(περνάει通る), μια τουλάχιστο φορά, κάθε μέρα. Μα είναι τόσο(→που) παράξενα(奇妙に) χωμένο(埋もれた) ανάμεσα σε δυο πολύβοους(騒音がひどい) και πολυσύχναστους(繁華な) δρόμους, που δύσκολα το πιάνει(掴む) το μάτι του καθενός(g.)· επειδή το μάτι δεν δουλεύει μονάχα(〜だけでなく) με το νεύρο(神経) αλλά και με τη λογική(論理). Και δεν υπάρχει πράμα πιο παράλογο(不合理な) από αυτό το στενοσόκακο(路地) με τα παλιά ψηλά σπίτια, τους θλιβερούς(悲しい) ανθρώπους - και την ακόμα πιο(さらにもっと) θλιμμένη(悲しい) ζωή - μέσα σ’ εκείνο το περίγυρο(界隈) της άχρωμης(特徴のない) πολυκοσμίας(群衆), της βιασύνης(あわただしさ) και του πυρετού(熱気), όπου(そこへ) αναπάντεχη(予期せぬ) συντυχία(不幸) το(路地) ’ρίξε(ρίχνω) παράλογα(理不尽に).

Έτσι κι εγώ χρόνια ολόκληρα περνούσα - τέσσερεις φορές τη μέρα - μπροστά απ’ τη μπούκα(口) του κι ούτε που(それが) αντιλήφθηκα(αντιλαμβάνομαι気付く) να υπάρχη(υπάρχειその通りがあること)! Μα κι αν έτυχε να το ιδώ, το αντίκρισα(向き合う) με μάτι νεκρό(死んだ目)· το κοίταξα σαν μια εικόνα(絵) που δεν είχε νόημα(意味) κι υπόσταση(実体). Κι άξαφνα, ένα κάποιο πρωινό(ある朝), κι εγώ δεν ξέρω πώς(どういう訳か) το ανακάλυψα(発見). Μου φαίνεται πως είχα σταθεί(立つ) στη γωνιά(角), ν’ αγοράσω(買うために) τσιγάρα από ’να(ένα) γέρο με μάτια τραχωματικά(トラコーマの). Καθώς πλήρωνα(支払う) κι έπαιρνα τα ρέστα(おつり), γύρισα αθέλητα(ふと) τη ματιά μου κατά το στενό μάκρος(長さ) του δρομάκου(路地). Και τον είδα· και τον ανακάλυψα. Ίσως που(それを) το μάτι μου, εκείνη την ημέρα, είχε πρόσκαιρα(束の間の) ξεθολώσει(クリアにする) από(〜から) το βούρκο(泥) που γεννάν(γεννώ生む) οι ομοιόμορφες(同じような), οι συνηθισμένες(見慣れた) εικόνες(光景). Ίσως πάλι που(それが) ήταν γραφτό(運命) να γνωριστούμε(私と道が知り合う) κάποτε(いつか) εγώ και το δρομάκι. Να ζήσω(接アζω) κάτι απ’ τη ζωή του(私がその道の生を), εγώ· κάτι, εκείνο, απ’ τη δική μου(その道が私の生を経験する).

Ας το πάρουμε(接アπαίρνω始める) όμως από 'ξαρχής(最初から), να το εξετάσουμε(調べる). Η αριστερή(左の) γω­νιά του είναι ένα μεγάλο κι όμορφο κτίριο(建物) - ξενοδοχείο από πάνω, κινηματογράφος στο ισόγειο(一階), καμπαρέ(キャバレー) κάτω απ’ τη γη(地下) - που η φάτσα(正面) του βλέπει περήφανα(誇らか) κι αξιόπρεπα(品のある) στο μεγάλο δρόμο· για να(その結果) χωθεί(χώνομαι埋もれる) ύστερα η πλαϊνή του μεριά(その横の場所は埋もれていった), όσο δεν παίρνει(極度に) ύποπτα(怪しげな) κι αναξιόπρεπα(低俗な) στην αθλιότητα(惨め) του σοκακιού(路地). Κι όλο τούτο το συγκρότημα(ブロック) - ξενοδοχείο, κινηματογράφος και καφέ αμάν(キャバレー) - είναι κάτι σαν ενδιάμεσο(中間の) και σύνδεσμος(結びつき) ανάμεσα στην ξέχωρη(異なる) ζωή του μικρού δρόμου και την κατασταλαγμένη(κατασταλάζω安定した) μέση μορφή(中間層) της πολιτείας. Η άλλη γωνιά είν’ ένα σπίτι νοικιασμένο(借家), γραφεία(事務所) μικροδικηγόρων(貧乏弁護士), ξεπεσμένων(没落した) εμποράκηδων(商人) κι άλλων μυστήριων(神秘) ισναφτζήδων(商人). Μόνο που το ισόγειο είναι εστιατόριο(レストラン). Εστιατόριο στη φάτσα. Όσο όμως βαθαίνει(深くする) στο σπλάχνο(内部) του δρομάκου, ξεφυλλίζεται σε μαγέρικο(奥へ行くほど安食堂). Κολλητά(くっついた), βρίσκεται ένα παλιό(古い) δίπατο(2階建て) σπίτι. Στο κάτω πάτωμα(階) κάθονται(住む) κορίτσια που δουλεύουν για λογαριασμό(勘定) τους(食うために働いている) - το καθένα στη νοικιασμένη(借りた) καμαρούλα(κάμαρα部屋指小辞) του. Είναι καλές κοπέλες(少女) κι εύτακτες(ちゃんとした), που βγάζουν το ψωμάκι(パン指小辞、食い扶持を稼ぐ) τους χωρίς φασαρίες(騒ぎ) και νταβατζιλίκια(ひも). Το σπίτι είναι σοβαρό(まじめ), γιατί(なぜなら) στ’ απάνω πάτωμα είναι εγκαταστημένο(εγκαθίσταμαι開業する) το ιατρείο(診療所) του κ. Ναούμ Ισμιρλή, αφροδισιολόγου(性病科) - δερματολόγου(皮膚科). Απέναντι(向かい側) - και πλάι(横に) στο ξενοδοχείο - ξαπλώνεται(広がる) μια μεγάλη μαντρωμένη(柵をした) περιοχή(エリア), κάτι σαν αυλή(庭) κι οικόπεδο(敷地) - άγνωστο τι ακριβώς.

Έτσι λοιπόν που περιγράψαμε, συμμορφώνεται(作られている) το έμπα(入口) του δρομάκου. Και παρακάτω(その先も) τραβάει(進む) περίπου παρόμοια(ほぼ同様に). Τα σπίτια που ακολουθούν σε δυο παράλληλες(平行した) αράδες(列), είναι όλα το ίδιο(そっくり) παλαιϊκά(昔風の) - δίπατα ή τρίπατα το πολύ - με φάτσες από πρώην(元は) κίτρινο(黄色い) ή τριανταφυλλί(バラ) σοβά(漆喰), που ο καιρός(天気) και το μούλιασμα(ずぶ濡れ) του ανήλιαγου(薄暗い) δρόμου τον ξεθώριασε(色褪せる) σε μουχλιασμένο(黴びた) σταχτί(灰). Κι είναι οι ξύλινες πόρτες που οδηγούν σε μισοσκότεινες(薄暗い) αυλές. Και τα παράθυρα(窓) με τα ξεχαρβαλωμένα (ξεχαρβαλώνω壊す) παντζούρια(シャッター). Και τα μπαλκόνια που το ’να(ένα) πάει να(〜しそう) σμίξη(σμίξειくっつく) με τ’ άλλο - τόσο στενός είναι ο δρόμος! Σ ’ όλ’ αυτά τα σπίτια κατοικούν κορίτσια. Μα ο Θεός κορίτσια να τα κάνη!(κάνει何という娘たちだろうか、絶望的なことを嘆く) Έχει και το συνάφι(ギルド) αυτό την ιεραρχία(ヒエラルキー) του, που κανονίζεται(整える) από ομορφιά(美しさ) κι αξιοσύνη(能力). Εδώ, στα σπίτια του δρομάκου, ξεπέφτουν(落ちぶれる) όσες κούρασαν(うんざりさせる) την πελατεία(顧客) των άλλων σπιτιών. Όσες χτυπήθηκαν(襲われる) απ’ το χρόνο, τη μιζέρια(不幸) και την αρρώστια(病気). Κι εκείνες που γεννήθηκαν(生まれつき) κακομούτσουνες(容姿が悪い), κακοσουλούπωτες(姿が悪い). Κι οι άλλες που δεν ήξεραν να εμπορευθούν(商う) κατά πως(κατάπως) πρέπει(適切に) το κορμί(体) τους, κι άφησαν - από ακαματοσύνη(未熟さ) του μυαλού - να τις ξετραβήξη(ξετραβήξει引きずる) η κατρακύλα(転落). Είναι πανάθλια(悲惨) η ζωή μέσα σ’ αυτά τα σπίτια! Κι ο έρωτας(セックス) πρέπει να ’χη(έχει) γεύση(味) πικρότατη(最も苦い), όπως τον κάνουν οι άνθρωποι του στενού δρομάκου...

Τώρα, ανάμεσα στα σπίτια, είναι και καναδυό(カナダの) μαγαζάκια(店、指小辞) - ψιλικατζίδικα(雑貨屋) - που πουλούν(売る) ό,τι χρειάζεται για τους ανθρώπους του δρομάκου. Και πρώτ’ απ’ όλα, τσιγάρα. Γιατί το τσιγάρο είναι η μόνη και μεγάλη χαρά της πόρνης(売春婦). Ύστερα, θα βρης(βρεις見つける) εκεί περιοδικά(雑誌) που γράφουν για έρωτες ρωμαντικούς(ロマンティックな). Πούλτρες(πούντρεςパウダー) φτηνές(安い) σε παρδαλά(華やかな) κουτιά(箱). Φουρκέτες(ヘアピン) για κατσάρωμα(カール) των μαλλιών. Κάλτσες(ストッキング) από μετάξι φυτικό(絹). Κορδέλες(リボン) όλα τα χρώματα. Καθρεφτάκια(鏡、指小辞), τσατσάρες(櫛), μοσκοσάπουνα(石鹸), βαζελίνη(ワセリン), τραπουλόχαρτα(トランプ), καραμέλες(飴), περμαγκανά(ペルマンガン), περλαντίνα(ペルランデイン), μυρουδιές(香水) σε κακόγουστα(悪趣味な) μπουκαλάκια(瓶、指小辞), «μπεμπέκες(BABYGIRL)» κι ό,τι άλλο χρειάζεται για τη δουλειά και τη χαρά. Ό,τι βαστάει(耐える) να πληρωθή(πληρωθεί支払われる) απ’ το περισσευούμενο(余り) μιας ιερόδουλης(娼婦).

'Ετσι περίπου ξετραβάει(進む) ο δρομάκος(小道), ως(まで) την άλλη μπούκα(出口) του. Εξόν από(除いて) μια εξαίρεση(例外) - για να μην πούμε ανορθογραφία(書き間違い). Δηλαδή ένα ψηλό καινουργιοφτιαγμένο(新築) σπίτι, που θέλει να παραστήση(παραστήσει表す) το αξιόπρεπο(上品さ) με την τσιμεντοπασπαλισμένη(セメントをまぶした) φάτσα του, καθώς και με την ταμπέλα(名札) του μπαλκονιού «Ξενοδοχείον ο Θυρεός και η Θεσπρωτία». Κι όμως δεν παραλλάζει(異なる) κι αυτό σε σκοπό(目的) από τα πλαϊνά κι απέναντι σπιτάκια. Μόνο που είναι πιο θλιβερό(悲しい), γιατί περιτριγυρίζει(取り囲む) τη μιζέρια(不幸) της ζωής του με τοίχους και κουφώματα(窓) που άξιζαν(値する) καλύτερη τύχη.

Το πιο παράξενο όμως σ’ όλη αυτή την υπόθεση(問題、話、テーマ、事柄) είναι η άλλη άκρη του δρομάκου, αυτή που ξεμπουκάρει(口から出る) σ’ ένα δρόμο πολύ γνωστό της πολιτείας μας. Κι οι δυο γωνιές(角) της είναι χτισμένες(χτίζω建てる) με πολυκατοικίες(アパルトマン) αξιόλογες, όπου κατοικούν άνθρωποι εξίσου(同じく) αξιόλογοι. Και μάλιστα γιατροί αφροδισιολόγοι, που δεν έχουν καμιάν επαγγελματική(プロの) σχέση(関係) με τους ανθρώπους και τους πελάτες(客) του στενού δρομάκου. Στα πολυτελή(贅沢な) τους ιατρεία(診療所) συχνάζουν(通う) τα πιο επίλεχτα μέλη της κοινωνίας(社会) μας - κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι - που ατύχησαν(不幸に会う) αναπάντεχα(予期せぬ) κι εκπληχτικά(驚き), σ’ ερωτικές περιπέτειες(冒険) όπου το σαρκικό(肉体の) στοιχείο(要素) ερχόταν(単) σαν ελάσσον συμπλήρωμα(補充) μιας μείζονος ψυχικής συνεννόησης(理解) - καθώς αρμόζει στις ιθύνουσες(支配の) πνευματικές(精神的な) τάξεις(階級) μας. Σ ’ ένα μάλιστα από αυτά τα ιατρεία, θα συναντήστε(συναντήσετε出会う) καθημερινά(毎日の) - κι έντεκα(11) ως μία - ό,τι εκλεκτότερο έχει(動) να δείξει η Ελλάδα(主Ελλάς) σε ποίηση, πεζογραφία(散文), δοκίμιο(エッセイ), εικαστικές(絵画の) τέχνες και θέατρο.

Μα θαρρώ πως ξέφυγα απ’ το θέμα(問題) που μας απασχολεί(占める), και που βαραίνει(重い) πιότερο στη μέση παρά(〜よりも) στις άκρες του δρομάκου. Ακούστε όμως να ιδήτε(ιδείτε) πώς έχει η υπόθεση: αν περάστε βραδάκι(夜、指小辞) από κει, θα καταλάβετε(接ア) αμέσως το τι γίνεται στα πανάθλια(悲惨な) και σαραβαλιασμένα(ポンコツな) σπίτια. Θα το καταλάβετε από τους ανθρώπους τους σκυφτούς(うつむいた) - με το λαιμό(首) χωμένο στον ανασηκωμένο(立てた) γιακά(えり) της καπαρντίνας(γκαμπαρντίναςギャバジンコート), το καπέλο(帽子) βουλιαγμένο(βουλιάζω沈める) ως τα φρύδια(眉) - που προχωρούν σα να ήσαν βιαστικοί(大急ぎの) διαβατάρηδες(διαβάτης通行人) με τέρμα(終点) της πορείας(進路) τους πολύ μακριά από εκεί. Κι έξαφνα, στα καλά καθούμενα(だしぬけに), παίρνουν στροφή(方向転換) και τρυπώνουν(もぐりこむ) σε κάποιαν(one of) απ’ τις μισάνοιχτες(半開きの) πόρτες· για να έβγουν ξανά(再び), μετά μισήν ώρα, και να εξακολουθήσουν(続ける) τον περίφροντι(忙しい) βιαστικό δρόμο(散歩) τους. Ίσως πάλι να το καταλάβετε από τις παρέες(仲間) των παιδάριων(子供、若者) που προχωρούν μποτζάροντας(ぶらぶらする), με το κεφάλι(頭) τ’ αψήλου(副、高く), στόμα μισάνοιχτο και μάτια όλο(すっかり) θολή(くすんだ) γυαλάδα(輝き)· και σταματούν(立ち止まる), πόρτα-πόρτα(一軒ずつ), να συνεννοηθούν (συνεννοούμαι相談する) μεταξύ τους. Εδώ να μπουν(μπαίνω入る), ή στο πλαϊνό(隣の), όπου είναι κι η Ρηνιώ, όλο κούνημα(色気) και καθαριότη(清潔);

Βέβαια(もちろん), αργά προς τα μεσάνυχτα, χαλάει(壊れる) η υπόθεση(事態), ένεκα(というのは) που οι μεθυσμένοι(酔っぱらい) των καφέ αμάν παίρνουν τη βόλτα(散歩) τους κατά κει και μπλέκουνται(紛糾する) με τους νταβατζήδες(ひも). Γίνεται ανακατωσούρα(混乱) κι εκνευρισμός(かんしゃく) - καμιά φορά και μικροφασαρία(小競り合い). Από τη μία(1時) όμως κι ύστερα ο δρόμος ησυχάζει(落ち着く). Μπαίνουν οι νταβατζήδες στα κρεβάτια(ベッド), τα ζεσταμένα(暖まっている) από την πελατεία(客)· και «άγγελος προ του παραπετάσματος(カーテン) με τον δάκτυλον(指) εις τα χείλη(χείλι唇)». Σέβας εις τον έρωτα(セツクスによろしく), κύριοι!

Πρωί-πρωί, φεύγουν οι νταβατζήδες· γιατί έχουν κι άλλες δουλειές(仕事), ένεκα που σ’ ένα τέτοιο δρόμο το επάγγελμα(娼婦という仕事) δεν τρέφει(養う) ούτ’ έναν καλά-καλά(十分に), όχι δυο! Τότε όλα τα πάντα έρχουνται στην πιο ειδυλλιακή(牧歌的) γαλήνη(落ち着き). Πόρτες κλειστές και παράθυρα σφαλιχτά(閉じた) παραφυλάν(見守る) τον πολύμοχθα(骨の折れる) κερδισμένο(稼いだ) ύπνο των κοριτσιών. Ούτε διαβάτης περνάει από κει,ούτε πουλιού(鳥) ίσκιος(陰)! Αυτό ως(〜まで) τις εννιά ακριβώς. Ως την ώρα δηλαδή που έρχεται ο άνθρωπος με το φλεμόνι(肺、臓物、ホルモン).

Λησμόνησα(λησμονώ忘れる) να σας πω(言う) πως ο στενός δρομάκος ήταν φίσκα(満員) στους γάτους(猫). Το πώς και γιατί γίνηκε αυτό, δεν το ξέρω. Αιτία ίσως να είναι τα κορίτσια - τα ορφανεμένα(寂しい) από κάθε στοργή(愛情) ανθρώπινης ψυχής - που νιώθουν την ανάγκη να ’χουν κάτι ζωντανό(生きた) και δικό τους πλάι: σκύλο(犬), γάτα ή κανερίνι(καναρίνιカナリア). Μα πιο πολύ τις γάτες αγαπούν κι επιθυμούν. Γιατί είναι καθαρές(清潔な) και λιγοέξοδες(小出費), χαδιάρες(甘えた) κι αποξενωμένες(そっけない) απ’ όλα τα πάντα· διακριτικές(控えめな) στη ζωή τους και σιωπηλές, στοχαστικές(賢い). Ύστερα είναι οι ποντικοί(ネズミ), που ζουν λεφούσι(大群) στα κατώγια(地階) των παλιόσπιτων(ぼろ屋), και φέρνουν τους ανθρώπους στην ανάγκη να έχουν δυο και τρεις γάτες ειδ’ αλλιώς(ειδαλλιώςさもなければ) παν χαμένοι(全てを失う). Ως εδώ, τα πράματα είναι φυσικά και λογικά. Οι γάτοι τρων τους ποντικούς των σπιτιών και τ ’ αποφάγια(食べ残し) των ανθρώπων. Κρατούν παρέα, γεμίζουν την αδειανή(空虚) ψυχή των κοριτσιών. Κάθε όμως χρόνο έρχουνται ο Γενάρης(一月) κι ο Μάρτης(三月) - μήνες κρίσιμοι(危機的) για τη φυλή(種族) των γάτων. Τότε, οι νύχτες του στενού δρομάκου γεμίζουν από σπαραγμό(悲嘆) κι οιμωγές(泣きわめく) (γιατί, όπως ξέρετε, έτσι έχουν συνήθειο(習慣) να κάνουν τον έρωτα οι γάτοι, νταμ-παπαντάμ(メスとオスが?)). Και τα κορίτσια, στριφογυρνώντας(ひねる) αγουροξυπνημένα(半分目覚めた) πλάι στο μαστούρη(麻薬に酔った) νταβατζή, αναλογίζονται(考える) το τι κουραστικό(くたびれる) θα ήταν το επάγγελμα, αν τύχαινε κι οι άνθρωποι να έχουν τη γλύκα(優しさ、快楽) των γάτων...

Δυο μήνες είναι αυτοί· περνάν. Όλα ξαναγυρίζουν στη γαλήνη τους. Το πράμα όμως έχει συνέπειες(結果) - καταλαβαίνετε(現) τι θέλω να πω. Οι βαρεμένες(妊娠した) θηλυκιές(雌猫) κρύβουνται(隠れる) στις πιο μυστήριες γωνιές των σπιτιών για να λευτερωθούν(ελευθερώνομαιお産をする). Ημέρες(昼) και βδομάδες να ψάχνης(ψάχνεις探す), αδύνατο να τις ανακαλύψης(ανακαλύψεις見つける)! Όταν, μιαν ωραία πρωία, ξαναπαρουσιάζονται(再び現れる) στην κοινωνία σιγοπερπατώντας και σιγονιαουρίζοντας(ニャオとそっと鳴く), με την ουρά(尻尾) ψηλά και τη νωχέλεια(無頓着、物憂げ) της καινούργιας(新しい) μητέρας στα μάτια. Και πίσωθέ(後ろから) τους πεντέξι(五、六) τρομαγμένοι(τρομάζωおどろかす) σβόμπιρες(子猫), που μαϊμουδίζουν(真似をする) τη μαμάκα(ママ指小辞) ορθώνοντας προκλητικές(挑発的な) ουρίτσες(尻尾指小辞) κατά το στερέωμα(空に). Τι να τα κάνης(κάνεις); Να τα πνίξης(πνίξεις窒息させる); Είναι αργά πια! Κι ύστερα, είναι τόσο όμορφα! Τα κορίτσια χιμούν(χυμούνとびつく), τ ’ αρπάζουν, τ ’ αγκαλιάζουν(抱く), τα χαϊδεύουν, τα φιλάν μέσα σε(中で) υστερικά(ヒステリーの) τσιτσιριχτά(ギャーギャー) ξεστρατισμένου(ξεστρατίζωそれる) μητρικού(母の) φίλτρου(母性愛). Κι αυτό βαστάει(続く) όσο τα ρόδα του Μαϊού(5月のバラ、短いこと). Όσο δηλαδή να(〜まで) γίνουν γάταροι(大猫、指大辞) τα γατάκια(子猫)· όσο να φυλλορροήση(φυλλορροήσειしぼむ) η άστατη(不安定な) αγάπη των κοριτσιών. Και ν’ αμολυθούν(αμολιέμαι走る) αδέσποτοι(野良の) στη ζούγκλα(ジャングル) της ζωής - ο καθένας για τον εαυτό του κι ο Θεός για όλους(個人は自己中心).

Έτσι, σιγά-σιγά, το δρομάκι μας γέμισε από γάτους αδέσποτους, αλήτες(遊び人), πειναλέους(飢えた), κλέφτες(盗人), παμπόνηρους(とてもずるい), υποψιασμένους(υποψιάζομαι怪しむ), ερωτιάρηδες(恋多き), μαδημένους(μαδιέμαι毛が抜ける), ψωραλέους(疥癬の), γρατσουνισμένους(γρατσουνίζομαιひっかかれる), φωνακλάδες(騒々しい), άτιμους, μπαμπέσηδες(狡猾な). Λεφούσι(群れ) τρομερό(恐ろしい), πληγή των Φαραώ(ファラオのたたり) κι ακρίδα(イナゴ), που ζούσε στην καμπούρα(こぶ) των ανθρώπων(猫背). Και δεν χόρταινε(満足させる) την πείνα(飢え) του· και πλήθαινε(増やす), κι αυγάταινε(αβγατίζω). Και ζητούσε(求める) επιταχτικά(επιτακτικά否応なく) ζωτικό(生きるのに必要な) χώρο(場所), θέση(場所) κάτω απ’ τον ήλιο, με τόση ξεδιάντροπη(恥知らずの) καπατσιτά(抜け目なさ), ώσπου στο τέλος γεννήθηκε κοινωνικό ζήτημα(社会問題).

Τα πράματα είχαν φτάσει στο νυν και αεί(慢性的). Όταν παρουσιάστηκε(現れる) - από μηχανής θεός(デウスエクスマキナ) - ο άνθρωπος με το φλεμόνι.

Ήταν κάπου(どこか) ανάμεσα στα είκοσι πέντε και τριάντα. Φτωχούλης(貧しい、指小辞) ο κακόμοιρος(運の悪い), και κάπως σα(かのような) σαστισμένος(σαστίζωうろたえる). Με μάτι ήμερο(おとなしい) και στοχαστικό(思慮深い), στόμα όλο άβουλη(意志の弱い) γλύκα. Και κοντός(背が低い), και κακοσούσουμος(παρασούσουμος醜い). Από κείνους τους ανθρώπους που περνάν στο δρόμο και κανείς(この通りを通る人は誰もこんな男は知らない) δεν τους βλέπει, γιατί τι να ιδής(ιδέίς) από δαύτους(こんな男); Κανείς δεν ξέρει ποια μέρα(いつ) πρωτόρθε(πρωτοέρθε初めて来る) στο δρομάκο. Ποια αφορμή(理由) τον έφερε· ποια αιτία(原因) τον έκανε να ’ρχεται κάθε πρωί - στις εννιά ακριβώς - με το καλάθι(籠) περασμένο στο ζερβί(左の、ζερβής -ιά -ί) του μπράτσο(腕). Το βέβαιο είναι πως η Αννούλα τον είδε πρώτη. Είχε ξυπνήσει(目覚める) νωρίς, επειδή κοιμήθηκε(κοιμάμαι寝る) νωρίς αποβραδίς(昨晩) (κάποια αδιαθεσία(気分が悪いこと), που την εμπόδιζε(妨げる) να δουλέψη(δουλέψρι)). Καθώς άνοιξε το παράθυρο, τον αντίκρισε(αντικρίζω向き合う) να στέκεται στη μέση του δρόμου. Φώναξε «ψι - ψι - ψι»· κι οι γάτες έρχονταν κατά πάνω του από τις πόρτες, πηδούσαν(ジャンプ) απ’ τα παράθυρα, κατρακυλούσαν(転がる) απ’ τα κεραμίδια, ξετρύπωναν(突然姿を現す) απ’ τα κατώγια(地階). Ολόκληρο λεφούσι παρδαλό, ψωραλέο(疥癬の), πειναλέο(飢えた). Τον περικύκλωναν με μάτια στρογγυλά και κάθετες(立った) ουρές(尻尾). Τον περιτριγύριζαν με σιγανές, νωχελικές(物憂げな) - μα και νευρικές(神経質な) συνάμα(一斉に) - βόλτες(足取り). Τον κοιτούσαν(κοιτώ見る) με αγωνία(不安) βουλιμική(貪欲な). Τον προκαλούσαν(挑発する) με σιγανά χαϊδευτικά νιαουρίσματα(ニャオーと鳴くこと). Αυτός βούτηξε(沈める) το δεξί του χέρι στο καλάθι, το περασμένο στο μπράτσο του το ζερβί. Πήρε από μέσα(中から) μια φούχτα(一握り) ψιλοκομμένο(きざんだ) φλεμόνι μοσχαρίσιο(子牛の) - και το σκόρπισε(ばらまく) στην άσφαλτο(舗装路), όσο μπορούσε πιο αραιά(薄く). Χίμηξαν(χύμηξαν飛びかかる) οι γάτες στη θροφή(τροφή食べ物), και την έκαναν μια χαψιά(一口). Άκουγες τα δοντάκια(歯、指小辞) να τρίζουν(きしむ), καθώς μασούσαν(噛む) τη σκληρή(硬い) σφουγγαρένια(スポンジ) σάρκα(肉). Έλαχε(たまたま) δυο γάτες ν’ αρπάξουν το ίδιο κομμάτι(断片) από τις δυο άκρες - πράμα που τις ερέθισε(興奮させる). Κι άκουγες μουγκρητά(鳴き声) όλο απειλή(脅し), και σφυρίγματα(シューシュー) μέσα στους καταπιόνες(喉) - δίχως(χωρίς〜は別にして) να λογαριάσουμε(数える) τους χτύπους(打つ) από τις βελουδένιες(ビロードの) νυχωτές(νυχάτες爪のある) πατούσες(肉球). Όσες γάτες δεν πρόφταξαν (προφτάσαν間に合う), τριγυρνούσαν(取り巻く) γύρα-γύρα με το μουσούδι(鼻づら) κολλημένο(κολλώ) στη γη. Ύστερα ανάγερναν(上げる) την κεφαλή, τον κοιτούσαν στα μάτια και νιαούριζαν(ニャオと鳴く) παρακαλεστικά. Τότε αυτός έχωσε(χώνω突っ込む) ξανά το χέρι στο καλάθι· και ξανά και πάλι ξανά. Και σκόρπισε φλεμόνι, μπόλικο(たくさん) φλεμόνι. Ώσπου άδειασε(αδειάζω空にする) το καλάθι· ώσπου χόρτασαν όλοι οι γάτοι την πείνα τους τη χρονική(一時的なχρόνια慢性の). Κι απέ(それから), κάθισε και κοίταζε τα ζωντανά(主、生き物) να τρων. Χαμογελούσε πολύ γλυκά, πολύ ευχαριστημένος(満足して)· ωσάν να(まるで〜) έκανε πράξη(行為) ανώτερη(上級の), γεμάτη(〜に満ちた) κάλλος κι αρετή, που να πλημμύρισε(あふれさせる) την ψυχή του(彼の心を) μελένια(甘い) ικανοποίηση(満足感). Κι όταν, τέλος, το καλάθι άδειασε - και δεν απόμεινε τίποτα στην άσφαλτο - ξεκίνησε(出発) σιγά-σιγά, ταπεινός(低姿勢) και σκυφτούλης(σκυφτόςうつむいた指小辞). Έστριψε(στρίβω道を曲がる) στη γωνιά του μεγάλου δρόμου· και χάθηκε(χάνομαι消える) μέσα στο πλήθος.

Οι γάτοι απόμειναν κάμποσον(十分な) καιρό ακόμα, μυρίζοντας(におう) τη γη με λαίμαργα(貪欲な) ρουθούνια(鼻孔). Και μη βρίσκοντας πια τίποτα, σκόρπισαν(ちらばる) ολούθε(至るところ), με αργή περπατησιά(あしどり). Ο δρομάκος ξαναβρήκε τη συνηθισμένη(いつもの) πρωινή(朝の) του ησυχία.

«Τρελός(狂っている) είναι ως φαίνεσθαι(όπως φαίνεται見たところでは)!» είπε η Αννούλα· κι έκλεισε το παράθυρο.

Το άλλο πρωί, ο άνθρωπος με το φλεμόνι ήρθε ξανά. Και το παράλλο(次のπρωί), και το αντιπαράλλο(翌々日のπρωί). Έτσι, καθημερινά(毎日), δίχως τίποτα - ούτε μια φορά - να τον εμποδίση(εμποδίσει邪魔する). Και καθημερινά γινόταν η ίδια ιστορία. Έτρεχαν δηλαδής οι γάτες μόλις τον μυρίζονταν· χόρταιναν την πείνα τους τη χρονική, με το φλεμόνι που τους μοίραζε(分配する). Ύστερα έφευγε το ίδιο πάντα ταπεινός και σκυφτούλης με το φέγγος(輝き) της χαρούμενης(うれしい) ψυχής στα ημερωμένα(馴らされた) του μάτια. Όσο για την Αννούλα - κι αυτή δεν ξέρει πώς - συνήθισε, κάθε πρωί, να ξυπνάη (ξυπνάει) λίγο πριν τις εννιά· μόνο και μόνο(ただ単に〜) για ν’ ανοίξη(ανοίξει) το παράθυρο, και να ιδή(ιδεί) το μυστήριο άνθρωπο να μοιράζη (μοιράζει) φλεμόνι στο γατολόι(属の接尾辞). Δεν του μιλούσε(話しかける), μα ούτ’ εκείνος την πρόσεξε(気づく) ποτέ. Δεν κοιτούσε δεξιά, ζερβά, πάνω, τριγύρω(まわり) του. Κοίταζε μονάχα προς τα κάτω, λες κι(まるで〜) όλος ο κόσμος ήταν μαζωμένος(μαζώνω集める) - γι’ αυτόν - στις πεινασμένες(πεινώ飢える) γάτες του δρομάκου. «Τρελός είναι, ως φαίνεσθαι», είχε πει η Αννούλα. Τίποτα καινούργιο δεν μπορούσε ν’ αλλάξη(αλλάξει) τη γνώμη της. Μόνο που πρέπει να ήταν από(〜の一人) κείνους τους καλούς ψωνισμένους(ψωνίζω狂う), που πλέουν(漂う) σε κόσμους γεμάτους αγαθοσύνη(良さ) και γλυκάδα(甘さ). Από δαύτους που λιγώνουν(満足する) να σκορπάν(ばらまく) την πράξη την καλή(善行). Και πετάει(飛ぶ) στα σύννεφα(雲) η μακάρια(神聖な) ψυχή τους, όταν έχουν το συναίσθημα(感覚) πως έσπειραν(σπέρνω撒く) τοσοδούλα(τοσοδάささやかな、指小辞) καλοσύνη(親切) πάνω σε τούτη τη γη. Ένεκα τούτου η Αννούλα τον συμπάθησε, και δεν είπε τίποτα σε καμιάν απ’ τις άλλες γυναίκες· γιατί(なぜなら) ήξερε πόσο κακές είναι, πόσο δεν καταλαβαίνουν κάτι τέτοια πράματα. Μην τύχη (τύχει接アτυχαίνω〜ならないように) και τον πάρουν(παίρνω) στην κοροϊδία(からかい), και τον περιγελάν με λόγια αισχρά, κάθε μέρα που θα ερχόταν. Κι ήταν φόβος μην(〜ないかという恐れ) τρομάξη (τρομάξει驚く) ο κακόμοιρος(主) και δεν ματάρθει(ματάερθειまた来る). Ή(あるいは) κιόλας μήπως ο χλευασμός(嘲笑) μεταλλάξει τη γλύκα της τρέλας του σε πίκρα, και γίνει κακός σαν(〜のような) τους φρόνιμους(思慮深い) ανθρώπους. Όχι, δεν είπε τίποτα σε κανένα η Αννούλα. Μόνο έσκυβε(σκύβωうつむく) στο παράθυρο και τον κοίταζε και τον χαιρόταν(χαίρομαι楽しむ). Κι όταν εκείνος έφευγε ταπεινός, σκυφτούλης - μα ευχαριστημένος - ένιωθε κι η κοπέλα(少女) κάτι σαν γαλήνη(落ち着き) κι αγιοσύνη(神聖さ) συνάμα. Πως σε τούτο τον κάτω κόσμο υπάρχουν κι άνθρωποι καλοί. Κρίμα(残念) μονάχα που είναι βαρεμένοι(βαριέμαι苦しむ) από το Ριζικό(運命)!

Δεν είπε λοιπόν τίποτα. Κι αυτό βάσταξε(続く) καιρό. Μόνο που τι μπορεί να μείνει μυστικό στον κόσμο τούτο; Έτυχε, κάποια μέρα, να ’χη ξυπνήσει η Κατερίνα αμπονόρα(a buonora早朝) - άγνωστο γιατί(何故かは知らない) - και να βγη στο μπαλκόνι να ποτίση(ποτίσει水をやる) τα βασιλικά(バジル) της, την ώρα που ο άνθρωπος μοίραζε στους γάτους το καθημερινό φλεμόνι τους. Τον κοίταξε λοιπόν καλά-καλά με τα στρογγυλά της βοϊδόμματα(牛の目). Και του είπε τον παρακάτω λόγο, που μαρτυρούσε όλη τη φιλοσοφία της πάνω στη ζωή και τους ανθρώπους:

«Καλέ συ!(やあ!) Ποιος σε πλερώνει(金を支払う), καλέ, και θρέφεις(養う) τα βρωμοκάτσουλα (βρωμο+κάτσουλα汚い子猫γατούλα);»

Ο άνθρωπος ταράχτηκε(ταράσσομαιショックを受ける), σαν να(〜かのように) μην ήταν συνηθισμένος(συνηθίζω慣れている) να του μιλάν. Σήκωσε τα μάτια του κατά το μπαλκόνι· κι αντίκρισε(αντικρίζω), με κάποιο δέος, τη χοντρή(太った) και βάρβαρη πλαγγόνα(人形、女), που ’χε απομείνει(残る) ασάλευτη(動かない), με το ποτιστήρι(じょうろ) μετέωρο(浮かせて) στο χοντρουλό(太った) της χέρι.

«Εμένα μιλάς;» τη ρώτησε.

«Εσένα. Και σε ρωτάω: ποιος πλερώνει το φλεμόνι που μοιράζεις στους παλιόγατους(野良猫);»

«Ποιος το πλερώνει;» απόρεσε αυτός, στρογγυλεύοντας(丸くする) τ ’ απονήρευτα(邪念のない) μάτια του. «Εγώ το πλερώνω...»

«Και πού τους βρίσκεις τους παράδες(お金);»

«Δουλεύω και τους βγάζω. Δουλεύω στο τυπογραφείο(印刷工場) του Μαγουλέ, στην Καλλιθέα».

«Κι έχεις μεγάλο μιστό(μισθό給料);»

«Με πλερώνουν με το μεροκάματο(日当): σαράντα δραχμές τη μέρα. Μα δεν έχει πάντοτε(いつも) δουλειά. Δεν κάνω πάνω από τέσσερα μεροκάματα τη βδομάδα(週)».

Η Κατερίνα στρογγύλεψε τις χειλάρες(唇、指大辞) της με περιφρόνηση(軽蔑):

«Δηλαδής, εσύ ψωρίτη(ψωριάρηςかわいそうな人) μου δεν βγάζεις(稼ぐ) ούτ’ ένα χιλιάρικο(1000ドラクマ) το μήνα(一ヶ月)! Και ξοδεύεις(浪費する) τον(この金を) παρά σου(自分以外の) για να θρέψης(θρέψεις) τις γάτες του μιανού και τ’ αλλονού(他所の誰かの);»

Αυτός χαμογέλασε γλυκά - σαν να ’χε πάρει(παίρνω) λίγο θάρρος(勇気). Κι αποκρίθηκε(αποκρίνομαι):

«Δεν είναι του μιανού και τ’ αλλονού. Είναι του κανενού. Γι’ αυτό - είπα - να τις έχω σα δικές μου. Να θρέψω κι εγώ κατιτίς(κατί), εξόν απ’(以外の) ελόγου μου(自分自身), πάνω σε τούτη τη γης».

Τότε η Κατίνα(Κατερίνα) γέλασε - άλλο πράμα να το λες, κι άλλο να το ακούς(言うのと聞くのとは大違い)!

Χτύπησε τις παλάμες πάνω στις μπουτάρες(腿、指大辞) της, με θόρυβο(騒音) πολύ. Κι είπε:

«Μ’ εξακόσες(εξακόσιες) δραχμές το μήνα δε θρέφεις τον απατό(ατό) σου(あなた自身)! Γάτες θέλεις να μου θρέψης(θρέψεις);»

«Στάσου να ιδής(ιδείς)!» την αντίκοψε(αντικόβω口をはさむ) αυτός. «Εγώ νοίκι(家賃) δεν πλερώνω· κοιμάμαι τζαμπέ(τζαμπάただで) στο τυπογραφείο. Τσιγάρο δεν πίνω. Ρούχα(服)-παπούτσια(靴) μου δίνει ο Μαγουλές, που ’ναι καλόψυχος. Η φασουλάδα(スープ) ένα τάλιρο(5ドラクマ) κάνει, άλλο τόσο το ψωμί(パン). Χορταίνει(満足させる) κανείς(誰でも) καλά. Το λοιπόν μου περισσεύει ένα δεκάρικο(10ドラクマ) τη μέρα».

«Και το ξοδεύεις για τις γάτες;»

«Ναι. Τι ήθελες να το κάνω;»

«Να μου το δίνης(δίνεις) εμένα! Να ιδής(ιδείς) χαρά(悦び) στα σκέλια σου(性器)!»

Αυτός απόμεινε(口をきけない) έτσι. Και σάστισε(まごつく), και κοκκίνισε. Τόσο χοντρός(不躾な) του(彼にとって) φάνηκε ο λόγος(言葉)!

«Δεν κάνω εγώ τέτοια πράματα», μουρμούρισε.

«Δηλαδή, τι; Είσαι ακόμα δεσποινίς(ヴァージン);»

Ο άνθρωπος δεν αποκρίθηκε. Μόνο κατέβασε τα μάτια καταγής(地面に), γεμάτος ντροπή(恥). Θα ’θελε να φύγη - είχε μοιράσει το φλεμόνι στο αναμεταξύ(そうこうするうちに). Μα το γέλιο(笑い) το χοντρό της Κατινάρας(Κατερίνα) της χοντρής, που ξέσπασε(ξεσπώあふれる) και κάλπαζε(疾走する) στο μάκρος του δρομάκου, λες και μούδιασε(麻痺させる) όλα του τα μυώνια(筋肉μυώνας). Και τον άφησε κει, σαν παράλυτο(麻痺した) κι άβουλο(あてのない). Χαμένο, σαστισμένο...

«Καλέ σεις!» ούρλιαζε(わめく) η Κατερίνα στ’ άλλα κορίτσια του σπιτιού, που ήσαν ξυπνημένα πια. «Καλέ σεις! Ελάτε να δήτε(δείτε), και τα μάτια σας να μην πιστέψετε! Ένας μαντράχαλος(でくのぼう) κατέβα(命2単) να φάμε(あたしたちに食われるために), που δεν ξέρει ακόμα τι εστί γυνή!»

Μα δεν ήσαν μόνο τα κορίτσια του σπιτιού που άκουσαν το κάλεσμα(呼び掛け). Στο στενό και μικρό αυτό δρομάκο, όλα τα σπίτια πες πως κάνουν ένα σπίτι(それは一つの家であると言えた). Αμέσως άνοιξαν παράθυρα, πόρτες, μπαλκονόπορτες, απ’ όπου ξεχύθηκε(ξεχύνομαιあふれる) με μιας(一斉に), στον καθάριο αγέρα(αέρα) του πρωινού, η μπόχα(悪臭) από τόσες ολονυχτίς κλειστές κάμαρες(部屋). Κάτι σα μυρουδιά(におい) πούλτρας(πούντραςおしろい) φτηνής(安い), απλυσιάς(不潔) και μοσκοσάπουνου(石鹸), τσιγάρου και πολυφορεμένης(履き古した) κάλτσας(靴下), κρεβατιού(ベッド) που πιότερο(〜より多くの) ξαπλώνουν(横になる) άνθρωποι λογής-λογής(様々な) παρά(接〜よりも) κοιμάται ένας. Κι όπως χίμηξε(飛び出る) αυτό το πράμα, άρπαξε τον ανθρωπάκο(小人) μας απ’ τα ρουθούνια, του ’κόψε(κόβω切る) την ανασαιμιά(息), τον ζάλισε(ζαλίζω失神させる), τον έκανε να σαστίση(σαστίσει混乱させる). Και πρόβαλαν(突き出す3pl.), στα παράθυρα και στις μπαλκονόπορτες, μούτρα(顔、複) χλεμπόνικα(顔色の悪い) με πετσί(皮膚) αργασμένο(なめされた) απ’ τη σκληρή ζωή, μισοπασπαλισμένο(πασπαλίζωまぶす) απ’ το χτεσινοβράδινο(昨日の夕方の) φτιασίδι(化粧品) - όσο δεν έφαγε(食い尽くす) ο ύπνος και τα φιλιά(キス) της νύχτας. Χείλια(唇) λασκαρισμένα(λασκάρωゆるめる) από το ψέμα(嘘) και την κάλπικη(偽の) ηδονή· ανάκατα(ぐちゃぐちゃの) μαλλιά στη γλίνα(あぶら) της βρωμοπερλαντίνας(悪いペルランディン)· δόντια(歯かな) κιτρινισμένα(黄色になった) απ’ το τσιγάρο, σαρακοφαγωμένα(虫食いの) από το διάργυρο(水銀、アマルガムの材料) και το βισμούθιο(ビスマス)· μούτρα που θα ’λεγες πως δεν είναι ζωντανά, αν δεν ήταν η γυαλάδα των ματιών - μα κάτι σα γυαλάδα πεθαμένη(死んだ) κι αυτή(γυαλάδα) - που κοίταζαν(3pl.) πάντοτε προς τα έξω, σα μάτια ζώου πρωτόγονου(原始的な), που το μέσα(〜の中に) βάθος της ψυχής δεν το γνωρίζει(知っている).

«Τι είναι, Κατινάκι(Κατερίνα) μου; Τι τρέχει;(どうしたの?)»

Η Κατινάρα άνοιξε τη στοματάρα(口、指大辞) της, να δώση(δώσει) όλες τις χρειαζούμενες ορμήνιες(忠告), που θα ’καναν - το δίχως άλλο(必ず) - να σπαρταρίσουν(大笑いする) τα κορίτσια σαν ψαράκια(小魚)! Μα δεν πρόφτασε(間に合う). Γιατί γίνηκε κάτι παράξενο κι αναπάντεχο(予期せぬ). Δηλαδή η Αννούλα, αυτό το σαμιαμίδι(とかげ) - δυο σπιθαμές(手のひらの大きさ) πράμα - που στόμα είχε και μιλιά(話) δεν έβγαζε, το ήσυχο, το γλυκοχαμογέλαστο, το κιοτεμένο(κιοτεύωしりごむ) (προσόντα(資質) που κάνουν τους γέρους(高齢の客) να την προτιμούν(ひいきする) και να την καλοπλερώνουν(金をはずむ)), πετάχτηκε(πετιέμαιとびだす) με μιας(突然). Κι όπως ήταν σκυμ­μένη(σκύβωのりだす) στο περβάζι(窓枠) του παράθυρου, κρέμασε(κρεμώのりだす) το μισό κορμί της απ’ έξω· και φώναξε:

«Σιωπή, Κατινιώ(Κατερίνα)! Κι εσείς οι άλλες, κάντε μπρακ(黙る) τις βόθροι(くず野郎) σας! Τι σας έφταιξε(φταίω悪い), ο άνθρωπος, και τον περιγελάτε; Επειδήτις(〜だからなの?) ξοδεύει τ’ ωραίο του παραδάκι(お金) και θρέφει τις γάτες; Το κέφι του κάνει(好きなことをする)! Την καλή του καρδιά αποδείχνει(証明する)! Τι θέλατε, δηλαδής; Ν ’ ακουμπάη(ακουμπάει預ける) τα ταλαράκια(ταλιράκια5ドラクマ指小辞) του απάνω(πάνω上に) μας; Για να τον γιομίζουμε(γεμίζουμε) βρώμιση(βρόμια汚れ) και σιχασιά(嫌悪感); Δεν πάτε(πάω) να πνιγήτε(πνιγείτε), λέω ’γω!(困らせるんじゃないよ)»

«Μα, Αννούλα μου», την αντίκοψε η Κατερινάρα(Κατερίνα), «είναι κοτζάμου άντρας(主、大の大人). Κι ακόμα δεν...»

«Κι ύστερις; Τι κέρδητο(κερδισμένο利益がある) έχουμε εμείς, που είμαστε κοτζά γυναίκες “και” με τον πρώτο τυχών(だれでもいい); Θα προτιμούσατε να ’ταν(ήταν) κι αυτός σαν όλους τους άλλους τους ρακοτάγκους(オランウータン→醜い), τους σερνικούς(雄の); Δεν σας φτάνουν(足りる) τόσοι και τόσοι που ξανταβλαντίζετε(耐える?) κάθε μέρα με την ψυχή(心) στα δόντια(歯), μα θέλετε κι αυτόνα(αυτόν) για παραπανιστό(おまけ); Θα ’πρεπε να χαιρόμαστε(喜ぶ), που(理由) μέσα στους τόσους σιχαμένους(σιχαίνομαι反吐が出る) άντρες βρέθηκε κι ένας καθάριος! Αφήστε το παιδί στη λόξα(気まぐれ) του, μια και(〜だから) δεν σας βλάβει(βλάψει害する)...»

«Αν(もし〜) ήσαν όλοι σαν κι αυτόν», είπε η Ευτέρπη, «εμείς τι θα τρώγαμε;»

«Μη φοβάσαι, παλιολιμάρα(λιμάρης貪欲な)! Κι ένας μονάχα(ただ〜) είναι! Πάντα θα βρεθούν αρκετοί βρωμιάρηδες(βρομιάρης汚れた) να σε θρέψουν! Άσ’(άσε αφήνω) τον αυτόν που ’ναι καθαρός, θα θρέψη(θρέψει) τους γάτους! Κι ύστερις, δικαιολογίες(理由) θα σας δώσω; Δεν θέλω να πειράξη(πειράξει邪魔する) κανείς το παιδί! Ειδ’ αλλιώς, θα ’χη(έχει) να(〜すべきだ) κάνη(κάνει) μετά μένα!»

Όλες λούφαξαν(λουφάζω黙る). Επειδή η Αννούλα - το νιάνιαρο(赤ちゃん), το σαμιαμίδι, δυο σπιθαμές πράμα - ήταν άλλου είδους ταραχή(騒動). Ήσυχη, μαλακιά, καλόβολη(親切な), όσο δεν της έμπαινες(μπαίνω) στη μύτη(鼻). Μα ουαί(ああ) κι αλίμονο(ああ) όταν την έπιανε το μπουρίνι(癇癪)! Μήπως δε μαχαίρωσε(μαχαιρώνωナイフで刺す) τη Μαριγώ την Παπόρω(マリゴ・パポロ), στο δεξί ρωγοβύζι(乳首), πάνω σε μια παραξήγησις(παρεξήγησις誤解); (Το πράμα σκεπάστηκε(σκεπάζω隠す) τότε, χωρίς ν’ ανακατευτούν(混ぜる) οι κουκουβίνοι(警察の犬).) Τη φοβόνταν λοιπόν τα κορίτσια. Και σαν την είδαν μπουρλοτισμένη(μπουρλότοカッとなった), κιότεψαν(κιοτεύω怖気付く) και δεν έβγαλαν μώκο(μόκο黙る) απ’ το στόμα τους. Τότε, ο άνθρωπος με το φλεμόνι, χαμογέλασε γλυκά. Χαιρέτησε με την παλάμη(手のひら) στην καρδιά κι είπε:

«Φχαριστώ(ευχαριστώ), κοπέλα μου! Φχαριστώ! Και για ελόγου μου, και για τις γάτες...»

Η Αννούλα, δίχως να μιλήση(μιλήσει), του αντιγύρισε(返す) το γλυκό του χαμόγελο.

Την άλλη μέρα, πριν φέξει(φέγγω輝く) καλά-καλά, έπιασε(始まる) βροχή(雨) μεγάλη - Νοέμβριος(11月) ήταν. Ο ουρανός σκεπάστηκε(σκεπάζομαι覆われる) με σεντόνι(シーツ) από μολύβι(鉛), χαμήλωσε(低くなる), ακούμπησε(触れる) στα κεραμίδια(瓦) των σπιτιών· κι αναλύθηκε(αναλύομαι泣き出す) σε νερό, που μούσκεψε(μουσκέυωずぶ濡れにする) όλα τα πάντα της πολιτείας(町). Ήταν καλά πιασμένα(襲われた) απ’ τον καιρό όλα τα γύρω θέμελα(θεμέλια建物). Σημάδι(印) αλάθευτο(間違いのない) πως το κακό δεν ήταν πρόσκαιρο(一時的な), μα θα βαστούσε ως το βράδυ(夜) - ίσως και πιότερο. Νοέμβριος γαρ...

Η Αννούλα ξύπνησε πολύ πρωινή, κι άκουγε το βροχονέρι(βροχονέρο雨水) να κροταλίζη(κροταλίζει音を立てる) στις κλειστές γρίλιες(窓枠). Κι όταν τις άνοιξε, την πήρε(παίρνω当たる) κατάμουτρα(顔面に) η βροχή, που αναγκάστηκε να κλείση(κλείσει) βιαστικά τα τζάμια(ガラス).

«Καιρός κι αυτός!» μουρμούρισε. «Κάλλιο(よりまし) να πέσω(πέφτω) ξανά στο κρεβάτι. Θα με περουνιάσει(περουνιάζω突き刺す) η υγρασία(水滴)...»

Ξάφνου όμως κάποια συλλογή(考え) ανάδεψε(αναδέυωかき混ぜる) στο μυαλό(脳) της, κι ανακαθρεφτίστηκε(καθρεφτίζομαι反映する) στ’ ανήσυχα(不安な) μάτια της.

«Θα γίνη(γίνει) μούσκεμα(ずぶ濡れの)!» είπε.

Αντί να πέση(πέσει) στο κρεβάτι, ξανακόντεψε(κοντέυω近付く) στο παράθυρο. Ακουμπώντας το μέτωπο στο βροχοδαρμένο(δέρνω打つ) τζάμι, κοίταξε το δρόμο με άγρυπνη(不眠の) ματιά. Κάμποση ώρα βάσταξε αυτό. Κι άξαφνα, η κοπέλα τινάχτηκε(τινάζομαι揺すぶられる). Να τος(彼が来た)! Ερχόταν όπως πάντα, ταπεινός και σκυφτούλης κάτω απ’ τη βροχή, με την τραγιάσκα(ハンチング) χωμένη(深く) ως τα φρύδια(眉), το καλαθάκι(καλάθι籠,指小辞) περασμένο στον αγκώνα(肘) το ζερβή(左). Κι ήταν λούτσα(すぶぬれ), ο κακομοίρης! Σωστό(まさに) παπί(あひる)! Να τον έστιβες(στύβω絞る), θα ’βγαζες(条未完、取り出す) ένα μπουγέλο(バケツ一杯の) νερό!

Η Αννιώ άνοιξε το παράθυρο:

«Τρελάθηκες; Με τέτοια βροχή! Δεν μπόραγες(μπορούσες) να περιμένης(περιμένεις) λιγάκι;»

Αυτός σταμάτησε. Την κοίταξε με τα μάτια του τα σκυλίσια(犬の).

«Είναι οι καημένες(かわいそうな) οι γάτες», μουρμούρισε.

«Και τι θα πάθουν οι γάτες αν φαν(φάνε食べるτρώω) μια ώρα(時間) αργότερα, περικαλώ(παρακαλώ); Με τέτοιονα(τέτοιο) καιρό, ούτε σκύλος δεν ξεμυτάει(ξεμυτίζω顔を出す). Όχι γάτες!»

Κι ωσάν(σαν) να ’θελαν να τη βγάλουν(βγάζω証明する) ψεύτρα(嘘つき女), πρόβαλαν(現れる) άξαφνα από πόρ­τες, κατωγοπαράθυρα(地下の窓), ντουβάρια(壁) και κεραμίδια, ένα σωρό(山と多くの) κατσουλοκέφαλα(フード頭) άσπρα, κίτρινα, παρδαλά(まだら), με αυτιά(耳) τσιτωμένα(τσιτώνωピンと張る) και μουστάκια(髭) τρεμάμενα(τρέμω震える). Κι οσμίζονταν(嗅ぐ) τον άνεμο(風)· και σιγονιαούριζαν(ニャオと鳴く) τη χρονική πείνα των σωθικών(おなか) τους. Αυτός χαμογέλασε.

«Να τες!» είπε. «Ήρθαν οι καψερούλες(καψερόςかわいそう指小辞)...»

Μα η Αννιώ είχε θυμώσει(怒る) - ή έκανε(ふりをする), τάχα(おそらく), πως θύμωσε:

«Σε περικαλώ, λίαν(とても) θερμώς(θερμά心から), ν’ αφήσης(αφήσεις) τις γάτες εκεί που βρίσκονται. Και να περάσης(περάσεις) μέσα. Θα πλευριτώσης(πλευριτώσεις風邪を引く)!»

«Μα...»

«Δεν έχει μα και ξεμά(ξε+μαつべこべ言うな). Άκου εμένα που σου μιλώ!»

Δεν είπε τίποτα, ο έρμος(不幸な). Μόνο δρασκέλισε(またぐ) την ξώπορτα(εξώπορτα). Και τράβη­ξε(向かう) κατά την κάμαρα της κοπέλας.

Η βροχή βάσταξε ίσαμε(〜まで) το βράδυ. Κι ίσαμε το βράδυ, οι γάτες έφερναν βόλτα στο στενό δρομάκο μυρίζοντας και νιαουρίζοντας, πολύ απορεμένες(απορημένος戸惑う) που δεν έφαγαν το καθημερινό τους φλεμόνι. Κατόπι(そのあと), βαρέθηκαν(βαριέμαι飽きる) και λάκισαν(去る), μία-μία, για τις ιδιαίτερες ασχολίες(仕事) τους. Ο δρόμος γαλήνεψε(γαληνεύω鎮まる). Οι πελάτες θα έρχονταν πολύ αργότερα. Κι ήσαν πολύ πεινασμένες οι γάτες, γιατί ούτε πόντικας(鼠) ξεμύτισε(顔を出す) να φαγωθή(φαγωθέι), ούτε άνθρωπος να τις ταίση(ταίσει,ταΐζω餌をやる). Ως(一方〜) κι αυτά τα σκουπίδια(ゴミ), τα σωριασμένα(山となった) στ’ αυλάκια(溝) του πεζοδρόμιού(歩道) - κι όπου πάντα κάτι βρίσκει(動) να φάη(φάει) ένας(主) πεινασμένος γάτσουλας(子猫、指小辞) - τα ξετράβηξε(運び去る) η βροχή, και δεν απόμεινε(残る) τίποτα. Μα οι γάτες έχουν ένα δικό τους τρόπο(方法) να υπομένουν(耐える) την πείνα, που δεν τον έχουν οι άνθρωποι. Γιατί τις ανθρώπινες καρδιές τις αναδεύει(かき混ぜる) η παντοτινή(永久の) ελπίδα και παραλογή(不合理な), η μαύρη απελπισία(絶望) του θανάτου. Οι γάτοι όμως έχουν φυλάξει(守る) μέσα τους - απ’ τον καιρό(時代) που ήσαν θεοί - το μυστικό της Μοίρας(運命). Γνωρίζουν να βαστάν(耐える) στην πείνα όσο δεν παίρνει(奪う) αξιόπρεπα(品位), δίχως χαμένους(無意味な) σπαραγμούς(悲嘆) και βαρυγκώμιες(慷慨). Γιατί έτσι είναι οι γάτοι. Όσο και να ξέπεσαν σε σκλάβους(奴隷) των ανθρώπων, κρατάν μέσα τους αμόλευτο(汚れのない) και σφαλιστό(閉じた) τ ’ απομεινάρι(余り) της θεΐκιάς(θεΐκάς神のような) τους υπόστασης(存在).

Αυτά με τους γάτους(猫については以上である). Τώρα, αν(もし) μπαίναμε(μπαίνω) περί το βράδυ στην κάμαρα της Αννούλας, ίσως και να μαλάκωνε(やわらぐ) η αδιάφορη(無関心な) καρδιά μας. Ίσως πάλι κάτι να ’σπάζε(壊れる) μέσα μας. Κι όμως, το πρώτο μάλλον(むしろ) θα γινόταν. Γιατί εμείς δεν νιώθουμε τα πράματα όπως τα νιώθουν οι γάτοι. Γιατί εμείς εγίναμε θεοί σ’ όλα τα πάντα που έχουν - και δεν έχουν - ψυχή πάνω σε τούτη τη γη. Μόνο που η δική μας ψυχή δεν είναι να μας κρίνη(κρίνει見なす) για θεούς. Και πώς(どうして〜) μπορεί να γίνη(γίνει) αυτό, την ώρα που την κατεβάσαμε(κατεβάζω下げる) ανάμεσα στα σκέλια(性器) την ψυχή, και της δώσαμε ένα σωρό(多くの) ονόματα σπουδαία κι επίσημα(厳かな);

Πώς να κύλησε(過ぎる) η μέρα μέσα στην καμαρούλα; Αυτό δεν το ξέρουμε. Το μόνο σίγουρο είναι πως η Αννούλα άναψε το μαγκαλάκι(火鉢) της, για να ρουφήξη(ρουφήξει,ρουφώ吸い取る) την υγρασία(湿気) και να στεγνώση(στεγνώσει,στεγνώνω乾かす) τα βρεμένα(湿った) ρούχα του παλικαριού(若者). Αυτός ντρεπόταν(恥じる) να ξεντυθή(ξεντυθέι,ξεντύνομαι服を脱ぐ).

«Θα βγω έξω», είπε η κοπέλα, «για να μη σε ιδώ. Γδύσου(命γδύνομαι脱ぐ). Και τρύπωσε(τρυπώνω潜り込む) στο κρεβάτι, να ζεσταθής(ζεσταθέις,ζεσταίνομαι暖まる)».

Έτσι κι έγινε. Όταν η Αννιώ γύρισε στην κάμαρα, τον βρήκε ξαπλωμένο(ξαπλώνομαι横たわる) και καλο τυλιγμένο(τυλίγωくるむ) στις κουβέρτες(毛布). Αυτή πήρε τα βρεμένα ρούχα και τ ’ άπλωσε(απλώνω広げる) σε μια καρέκλα(椅子) πλάι(傍の) στο μαγκάλι(火鉢). Κατόπι του ’ψήσε(ψήνω火にかける) τσάι με κονιάκ και με λεμόνι. Την ώρα που εκείνος το ’πίνε γουλιά-γουλιά(一口), κάθισε κοντά του - πάνω στο κρεβάτι - και τον κοιτούσε, και χαμογέλαγε(未完). Μα κι ο λεγάμενος(今言った男) την κοιτούσε, με καρδιά πολύ μαλακιά· με μάτια πολύ παραξενεμένα(παραξενεύω驚いた).

«Γιατί τα κάνεις όλ’ αυτά για μένα;» τη ρώτησε.

«Κι εσύ; Γιατί τα κάνεις όλ’ αυτά για τις γάτες;» τον αντιρώτησε(聞き返す).

«Έτσι μας έχει πλάσει(πλάθω作る) ο Θεός. Να λαχταρούμε(熱望する) πάντοτε για κάποιον...»

Κι από κει δε μίλησαν πια με λόγια. Μα τα μάτια τους έλεγαν πολλά. Έτσι σιγοπέρασε(静かに過ぎる) η ώρα. Η βροχή δεν έλεγε να(〜する気配) σταματήση(σταματήσει接ア). Χάθηκε η πολιτεία(町) σ’ ένα ντουμάνι(煙) νερουλιασμένο(水浸しの) καπνό(煙). Τα σύγνεφα(σύγνεφα雲) όλο και χαμήλωναν(下がる), όλο και βάραιναν(重くなる), διωγμένα(διώχνω追われた) κατά το βοριά(北) από του νότου(南→) τις ανασαιμιές(風). Έφτασε το μεσημέρι(正午). Η κοπέλα έφερε λίγο φαγάκι(φαγητού食べ物、指小辞) σε δυο πιάτα, λίγο κρασί(ワイン) σε δυο ποτήρια(コップ).

«Κόπιασε(κοπιάζωこっちへ来て), να μου κάνης(κάνεις) συντροφιά(いっしょにする)...»

Θα ήταν πρόστυχο(下品な), από μέρους(立場) του, να μη δεχτή(δεχτέι受ける). Έφαγαν με σιγανές κι επίσημες μπουκιές(一口), καθώς αρμόζει(相応しい) στους φτωχούς(貧しい) ανθρώπους. Κι ύστερα, μίλησαν. Το τι είπαν, δεν σας ενδιαφέρει. Μόνο συλλογιστήτε πως ήσαν έρμοι κι οι δυο τους στη ζωή. Πώς ζούσαν ανάμεσα στους αθρώπους(ανθρώπους), κι άθρωπο δεν είχαν κοντά, να ειπούν τον καημό(悲しみ) τους. 'Ετσι που τους έσμιξε(σμίγω混ぜる) η συντυχία, ήρθε η ώρα ν’ ανέβη(登る) το βάρος της καρδιάς στ’ αχείλι(唇). Να ειπωθούν(言われる) οι χαμηλόφωνες(小声の) κουβέντες(会話), που πορεύονται(進む) και βρίσκουν την καρδιά του αλλουνού(αλλού). Κουβέντες πίκρας και δυστυχίας· κουβέντες απλές και φτωχικές(貧素な), που είναι ο διακαμός(シルエット) μιας άχρηστης(無意味な) ζωής, σαν όλες τις ζωές που - με μια παραξενιά(気まぐれ) Του(神) - γέμισε ο Θεός τ’ ανάξιο(値しない) αστέρι(星=地球) μας. Έτσι, μιλώντας, δεν κατάλαβαν πως ήρθε το σούρουπο(たそがれ), πρώιμο(早めの) και σκοτεινιασμένο(暮れた) - Νοέμβρης ήταν, και βροχή. Κι ήσαν τώρα τόσο κοντά οι καρδιές τους, που λες κι οι δυο τους είχαν γίνει ένα. Γυάλιζαν(輝く) παράξενα, μέσα στο μισοσκόταδο(たそがれ), τα μάτια της κοπέλας. Το στόμα της ήταν σαν καρπός(果実) λιοφρυγμένης(ήλιο+ φρύγω焼く) χώρας. Τα διάφανά(透明な) της(彼女の) χέρια κρατούσαν(握る) τις καυτερές(熱い) παλάμες του(彼の). Του κορμιού της η ευωδιά(香り) τον τύλιγε με ζάλη(めまい) και κομάρα(κομμάραけだるさ). Σπαθί(刀) το πόδι της, κάτω απ’ το κοντό(短い) φουστάνι(洋服). Το αντιφέγγισμα(反射) της μαγκαλίσιας(火鉢) θρακιάς(θρακάς燃えさし) φλόγιζε(照らす), σαν κάρβουνο(石炭) πυρρό(赤い), τη ρόδινη(ピンクの) γυμνή φτέρνα(かかと). Κανείς τους δεν είχε τη δύναμη ν’ ανάψη(ανάψει,ανάβω点火する) το φως(電気)..

Όταν στο τέλος άναψαν το φως, το μαγκάλι είχε χωνέψει(χωνεύω灰になる). Ήσαν μισόκλειστα τα μάτια της Αννούλας, άβουλα τα χείλη της τα ξέβαφα(ξέβαφος色あせた). Παράξενη μυρουδιά πλανιόταν(πλανιέμαιさまよう) στην κάμαρα.

Αυτός ανασηκώθηκε απ’ τα στρωσίδια(寝具). Κοίταξε τη γδύμνια(γύμνια裸) του με μάτια θλιβερά(悲しい), σα να ’θελε να ιδή(ιδεί) τι έχασε(失う) και τι κέρδισε(勝ち取る) το άθλιο(惨めな) κορμί του. Μα φαίνεται πως το είδε ολόιδιο(同じ), όπως πριν. Αναστέναξε(ため息をつく) με πίκρα(悲しみ). Αυτό ήταν όλο... Τίποτα δεν μετάλλαξε(変える) στον κόσμο τούτο, ούτ’ ένας κόκκος(粒) άμμου(砂) δεν σάλεψε(σαλεύω動く) στων θαλασσών τα βύθη(底). Όλα τα πλάσματα(生き物) εξακολουθούν να τραβούν την ίδιαν άχρωμη(無色の) ζωή. Κι απόμεινε η χαρά-χαρά, κι ο πόνος-πόνος. Ήταν να χάση(χάσει) ένα διαμάντι(ダイヤ) απόψε(今晩) από μέσα του - να κερδίση(κερδίσει) ένα ρουμπίνι(ルビー). 'Εξω στο δρόμο οι γάτες ούρλιαζαν την πείνα τους. Η βροχή είχε σταματήσει.

Όχι, τίποτα δεν άλλαξε! Τίποτα δεν ήταν δυνατό ν’ αλλάξη(αλλάξει). Ούτε ο Θεός δεν ξεχωρίζει(区別する) τον καθάριο(きれいな) απ’ το μαγαρισμένο(μαγαρίζω汚染する), αφού(理由) ο νόμος κι η βουλή(意志) Του προστάζουν(命じる) να γεννιέται ο άθρωπος με μόλεμα(汚染) αθρώπου. Δεν είναι μονάχα η ζωή που ανοίγεται μπροστά σ’ αυτούς που μόλεψαν(μολεύω,μολύνω汚染する) τη σάρκα(肉体) τους, μα κι η Παράδεισο(人生も天国も肉体を汚す). Όχι, τίποτα δεν άλλαξε! Κι ούτε ήταν δυνατό ν’ αλλάξη(αλλάξει)...

Φόρεσε(着る) βιαστικά τα στεγνωμένα ρούχα του. Πήρε το καλαθάκι με το φλεμόνι. Και στάθηκε, για μια στιγμή, ασάλευτος.

«Πηγαίνω», είπε.

Η κοπέλα τον κοίταξε με μάτια γλυκά:

«Κάθισε(命) λίγο ακόμα...»

«Είναι οι γάτες που πεινάν... δεν τις ακούς;»

«Ναι. Είναι οι γάτες που πεινάν...»

Αυτός δεν είπε άλλο λόγο. Και με σιγανή περπατησιά - σκυφτούλης, ταπεινούλης(低く、指小辞) - βγήκε από την κάμαρα.

Οι γάτες τον περίμεναν(待つ). Ήσαν όλες μαζεμένες κάτω απ’ το σπίτι. Σιγοπεριδιάβαζαν(περιδιαβάζω歩き回る) στη μουσκεμένη(湿った) άσφαλτο με πόδια βελουδένια(ベルベット) και τρεμάμενες(揺れる) ουρές(尻尾) ολόρθες(まっすぐ). Έριχναν(ρίχνω), κάθε τόσο(時々), ματιές(ματιά目線) σπαραχτικές(σπαράζω引き裂く) κατά το παραθύρι της Αννούλας. Μιαούριζαν το θρήνο(嘆き) της πείνας, την ελπίδα του χορτασμού(満腹). Κι ήταν τόση η πείνα, εκείνη τη μέρα, που(結果) δεν απόμεινε(残る) γάτος(雄猫) στη γειτονιά να μη δώση(δώσει) το παρόν(出席する) στο γενικό(一般の) γατοσυμμάζωμα(συμμάζεμα集まり). Ήρθαν όλοι. Κι οι μαύροι, κι οι άσπροι, κι οι κίτρινοι, κι οι ψαροί(ごま塩), κι οι παρδαλοί, κι οι κακοζωισμένοι(ζωσμένος首輪のついた), κι οι γδαρμένοι(皮をはがれた), κι οι κοκαλιάρηδες(やせ細った), κι οι μισοψοφισμένοι(ψοφώ死ぬ). Λεφούσι(群れ) ασιτίας(属、飢え), ταξιαρχία(旅団) αληταριού(くず人間), πανάθλιο προλεταριάτο της γατίσιας κοινωνίας.

Μόλις τον ένιωσαν να ’ρχεται, μόλις άκουσαν τη μαλακιά περπατησιά του, μόλις οσμίστηκαν(οσμίζομαι嗅ぐ) - με ανήσυχα ρουθούνια - τη μυρουδιά του φλεμονιού, ταράχτηκαν(ταράσσομαι揺れる) βαθιά(深く). Με μιας χίμηξαν(飛びかかる) στην πόρτα. Στριμώχτηκαν(στριμώχνομαιぎゅうぎゅう詰めになる) σε όγκο(塊) πολύχρωμο. Ανασηκώθηκαν(ανασηκώνομαι起き上がる) στα πόδια τους τα πισινά(後ろ足). Κι ανάδωσαν ύμνο(歌) νιαουριχτό(νιαουριζω). Ύμνο υπέρτατης(最高の) ελπίδας κι απελπισίας!

Και να, η πόρτα άνοιξε. Στο άνοιγμά(開口部) της, πρόβαλε(προβάλλω出現する) ο άνθρωπος με το φλεμόνι. Κοίταξε τις γάτες, με μάτι αγαθό. Και χαμογελούσε, όπως ήξερε αυτός να χαμογελάη(χαμογελάει).

«Πεινάτε(πεινώ飢えている), καψερούλες(καψερόςかわいそうな指小辞)!» είπε. «Τώρα, θα σας δώσω εγώ να φάτε...»

Και βούτηξε(βουτώ突っ込む) το χέρι στο καλάθι.

Μα τότε, γίνηκε κάτι παράξενο. Οι γάτες, με μιας, ησύχασαν. Σα να(まるで) είδαν, απάνω του, κάτι αλλιώτικο· κάτι που δεν το περίμεναν(予期する). Πρώτος, ένας γάτος κολοβός(尾を切った) και μπουμπουνάτος(うるさく), τέντωσε(のばす) το λαιμό(首) του κατ’αυτόν(彼の方へ), και τον οσμίστηκε με ρουθούνια γεμάτα υποψία(疑い). Μια σταχτιά(灰色の) γατούλα(子猫) έκανε το ίδιο. Ύστερα ένας κοκαλιάρης παρδαλός. Κι ύστερα κι άλλος, κι άλλος. Ώσπου δεν απόμεινε κανείς που να μη τον μυρίση. Κι αφού γίνηκε αυτό, στάθηκαν όλοι ασάλευτοι. Τον κοίταζαν στα μάτια.

Κι ήσαν, τα γατίσια(猫の) μάτια τους, γεμάτα δυσπιστία κι επιτίμηση(非難).

Αυτός σαστισμένος καθώς ήταν, δεν κατάλαβε. Βούτηξε το χέρι στο καλάθι. Έβγαλε(取り出す) μια φούχτα ψιλοκομμένο φλεμόνι· και το σκόρπισε ανάμεσα στο γατομάνι(猫たち), πάνω στην άσφαλτο. Περίμενε πως θα χιμούσαν - πεινασμένοι καθώς ήσαν - ν’ αρπάξουν την τροφή με μουγκρητά(唸り声) και καβγαδάκια(喧嘩). Να την τραγανίσουν(噛み砕く) με δόντια κοφτερά(尖った)· να την χάψουν(χάφτω飲み込む) με λιμασμένους(飢えた) καταπιόνες(飲み込むこと). Μα τίποτα παρόμοιο(類似の) δεν έγινε. Οι γάτοι γύρισαν το κεφάλι κι οσμίστηκαν, όσο δεν παίρνει(極度に) δύσπιστα(副、疑わしげに), τα κομμάτια(細切れ) της σφουγγαρένιας(スポンジ) σάρκας(肉). Ζάρωσαν(しわが寄る) τα ρουθουνάκια(鼻孔、指小辞) τους με σιχασιά(嫌悪). Και με μιας, παίρνοντας στροφή, έφυγαν. Ναι, έφυγαν όλοι! Με περπατησιά(足取り) νωχελική(物憂げな) μα σίγουρη(確かな), τραβώντας(向かう) καθένας κατά κει που του ’κάνε κέφι. Κατά κει που θα περνούσε καλύτερα την πεινασμένη(空腹の夜) του νύχτα.

Ο δρόμος απόμεινε άδειος. Τα λιγοστά φωτάκια(灯り) των παράθυρων αντικαθρεφτίζονταν(反射する) στη μουσκεμένη μαύρη άσφαλτο, όπου τα περιφρονημένα(軽蔑された) από τους γάτους φλεμονοκόμματα(細切れ) φάνταζαν(~ように見える) σαν λουλούδια(花) κοραλιού(サンゴの) στη μελανή έκταση(広さ) νυχτερινού ωκεανού. Η νύχτα έπεφτε στην πολιτεία, μαζί με τουλούπες(塊) από μολυβένια(鉛) σύννεφα. Κάποια γυναίκα τραγουδούσε τους καημούς(悲しみ) της.

Αυτός απόμεινε ασάλευτος με την παλάμη του δεξιού χεριού γεμάτη κόκκινες σάρκες. Ήταν η δεύτερη χούφτα(一つかみ) φλεμόνι, που δεν πρόφτασε να ρίξη(ρίξει). Τα μάτια του έπαιζαν άχρωμα(無色) μέσα στο ερχόμενο σκότος. Στην άκρη των χειλιών του ανάδευε(かき混ぜる) κάτι σαν κλάμα και χαμόγελο(泣き笑い) μαζί. Ανοίγοντας την παλάμη, άφησε να πέση(πέσει) καταγής η άχρηστη τροφή. Κι ύστερα με περπατησιά σιγανή, μαλακιά, τράβηξε το μάκρος του δρομάκου - σκυφτούλης, ταπεινούλης. Και χάθηκε πέρα στο πέλαγο(海) της νύχτας.

Τίποτα δεν τάραξε(乱す) πια τη γαλήνη του στενού δρομάκου ως τις εφτά, που ήρθαν οι πρώτοι πελάτες.

Κατά τις οχτώ η βροχή άρχισε ξανά.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/anthology/913

© SanSimera.gr

2021.2.18 - 2.20 Tomokazu Hanafusa / メール
ホーム